Του Γιάννη Στεφανίδη
Μιλώντας σε ειδικό κοινό σε πρόγευμα εργασίας που διοργάνωσε προς τιμήν του το Council on Foreign Relations (Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων – CFR) στη Νέα Υόρκη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κλήθηκε να εξηγήσει «πώς κατάφεραν ο ίδιος και το κόμμα του να επικρατήσουν στις τελευταίες εκλογές» απέναντι στους λαϊκιστές που κυβέρνησαν την Ελλάδα από το 2015.
Το κοινό στο CFR, ένα από τα παλαιότερα think tanks στις Ηνωμένες Πολιτείες που ταυτίστηκε με τον καινοφανή ρόλο της χώρας αυτής ως παγκόσμιας (υπερ)δύναμης μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι κατά τεκμήριο καταρτισμένο και υποψιασμένο, έστω και αν δεν υποχρεούται να γνωρίζει πολλά για την Ελλάδα. Πιθανότατα, το ενδιαφέρον που εκδήλωσε για τις δικές μας πρόσφατες εξελίξεις δεν είναι άμοιρο της τρέχουσας εμπειρίας στην ίδια του τη χώρα, η οποία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, αν φταρνιστεί θέτει σε κίνδυνο την υγεία ολόκληρου του πλανήτη.
Οι ισορροπίες του πολιτικού συστήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και της διεθνούς οικονομίας δοκιμάζονται σε βαθμό πρωτόγνωρο για την περίοδο μετά την εποχή Nixon (που τη σημάδεψαν διαδοχικά η υποτίμηση του δολαρίου και η εγκατάλειψη του κανόνα της μετατρεψιμότητάς του σε χρυσό, η κατάρρευση του μεταπολεμικού συστήματος νομισματικών ισοτιμιών του Μπρέττον Γουντς και, σε πολιτικό επίπεδο, η ταπεινωτική απαγκίστρωση από το Βιετνάμ και το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ).
Επί τρία χρόνια, η προεδρία του Donald Trump εμφανίζεται να ακροβατεί ανάμεσα στη ρήξη και τη συνδιαλλαγή, είτε πρόκειται για τους θεσμούς της Αμερικανικής Δημοκρατίας (τα λεγόμενα αντίβαρα της εκτελεστικής εξουσίας, δηλαδή τα δύο σώματα του Κογκρέσου και η Δικαιοσύνη), είτε για τα (μη φιλικά) μέσα ενημέρωσης, είτε για ισχυρούς παίκτες σε διεθνές επίπεδο, εμπορικό και διπλωματικό (όπως η Κίνα, η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και το Ιράν, όχι όμως η Ρωσία ή η Βόρεια Κορέα).
Πιστός στη λαϊκίστικη ρητορεία του, ο Trump συλλήβδην καταγγέλλει εγχώριους θεσμούς και φορείς, (τους οποίους αδιαφοροποίητα χαρακτηρίζει ως «ιδιοτελείς ελίτ») και ξένες δυνάμεις (τις οποίες κατηγορεί για αθέμιτο ανταγωνισμό και απληστία) και τους φορτώνει όλα τα κακά της μοίρας λευκών, κατά προτίμηση, Αμερικανών που έπαψαν να διακρίνουν προοπτική ατομικού πλουτισμού τα τελευταία χρόνια.
Το ίδιο διάστημα, ο έτερος πόλος του αγγλοσαξονικού κόσμου, το Ηνωμένο Βασίλειο, ταλανίζεται από μια παρατεταμένη πολιτική κρίση, ένα είδος εθνικού αυτοτραυματισμού, χωρίς προηγούμενο στη μεταπολεμική ιστορία του. Τρία και πλέον χρόνια μετά το δημοψήφισμα υπέρ του Brexit, ο προσφιλής στον Trump πρωθυπουργός Boris Johnson δέχεται ισχυρότατο και συνδυασμένο ράπισμα από τα θεσμικά αντίβαρα της δικής του εξουσίας, το Κοινοβούλιο και τη Δικαιοσύνη. Αντιδρά όπως γνωρίζουν οι ιεροφάντες του λαϊκισμού, με κατάχρηση των όρων «προδότες» και «προδοσία» για να καταγγείλει όσους αντιτίθενται στο άτακτο, κατά τα φαινόμενα, Brexit.
Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, σε μια άλλη γωνιά της Ευρώπης, ο Αλέξης Τσίπρας και ο ελάσσων πολιτικός του εταίρος Πάνος συγκέντρωναν κοινοβουλευτική πλειοψηφία δαιμονοποιώντας τους πολιτικούς αντιπάλους τους ως επικίνδυνους μειοδότες, αν μη και δωσίλογους, και διαχωρίζοντας τον αδιαφοροποίητο «λαό» από τις διεφθαρμένες «ελίτ» με συνθήματα του τύπου «Ή εμείς ή αυτοί», «Ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν».
Μιλώντας στο κοινό του CFR χθες, o Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε λόγο για την «ανάγκη απευθείας και ειλικρινούς επαφής με τους πολίτες μέσα από συγκεκριμένες δεσμεύσεις που υλοποιούνται άμεσα», προφανώς ως αντίδοτο για τον λαϊκισμό. Αναλύοντας το θέμα, οι μελετητές του λαϊκιστικού φαινομένου Cas Mudde και Cristόbal Rovira Kaltwasser προτείνουν «ανοικτό διάλογο με τους λαϊκιστές» και καλούν τους φιλελεύθερους δημοκράτες «να αποφεύγουν τόσο τις απλουστευτικές λύσεις που κολακεύουν “τον λαό” όσο και τον ελιτίστικο λόγο» που ενοχλεί τους «απλούς πολίτες». Ο δε εκδότης των δύο αυτών πολιτικών επιστημόνων εισηγείται «άγρια» αντιπαράθεση με τους λαϊκιστές, βεβαίως με επιχειρήματα ικανά να ξεσκεπάσουν τη ρηχότητα και το αβάσιμο των θέσεών τους.
Έχω την αίσθηση ότι καμιά απευθείας και ειλικρινής επαφή, κανένας ανοικτός διάλογος, καμιά επιχειρηματολογία, καμιά άγρια ή ήμερη αντιπαράθεση δεν θα είχαν αποτρέψει την άνοδο των Τσίπρα, Trump και Johnson στην εξουσία. Και οι τρεις, όπως και αντίστοιχες περιπτώσεις αλλού, εξελέγησαν από ένα κοινό που διψούσε για απλουστευτικές «λύσεις» και απλώς είχε κλείσει τα αυτιά του στον αντίλογο.
Ο δικός μας λαϊκιστής ηγέτης απήλθε όταν διαβρώθηκε η σχετική πλειοψηφία που εξέφρασε, με συνέπεια να αναδειχτεί μια διαφορετική, σχετική πάλι, πλειοψηφία από τις κάλπες. Για να συμβεί αυτό, είχε προηγηθεί η ακριβοπληρωμένη εμπειρία της «πρώτης φοράς Αριστεράς» που διέλυσε τις αυταπάτες μερίδας του εκλογικού σώματος. Πρόκειται, λοιπόν, για μία κατά βάση ομοιοπαθητική μέθοδο αυτοΐασης: Απορρίψαμε τον λαϊκισμό αφού πρώτα τον δοκιμάσαμε σε ισχυρές δόσεις. Είναι ευθύνη των οπαδών της φιλελεύθερης δημοκρατίας η υπέρβαση του λαϊκισμού να λάβει μόνιμο χαρακτήρα.
*Ο κ. Γιάννης Στεφανίδης διδάσκει Διπλωματική Ιστορία στη Νομική του Α.Π.Θ.