Γράφουν οι Δημήτρης Α. Ιωάννου και Χρήστος Α. Ιωάννου
Η επιστροφή των πρωτογενών ελλειμμάτων (7,5 δισεκ. ευρώ έως το Ιούλιο 2020), και το ύψος του δημοσίου χρέους (362.9 δισεκ. ευρώ στις 30 Ιουνίου 2020), με το ΑΕΠ συρρικνούμενο λόγω των πρωτοφανών συνθηκών της πανδημίας του Covid 19, δημιουργούν για την Ελλάδα κρίσιμα διλήμματα πολιτικής που αφορούν και τις επόμενες γενεές, αλλά πρέπει να απαντηθούν τώρα.
Η παροχή από τη μεριά της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιχορηγήσεων και όχι μόνο δανείων προς την Ελλάδα για την ενίσχυση της οικονομίας της είναι ένα ευεργετικό μέτρο έστω και αν ο τρόπος της χρηματοδότησης του είναι τουλάχιστον προβληματικός. Όσο όμως ευεργετική και να είναι η βοήθεια από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει και η ίδια η Ελλάδα να φροντίσει ώστε να μην τεθεί το Δημόσιο Χρέος της σε νέα δυναμική αύξησης του.
Πρέπει να καταστεί συνείδηση όλων ότι η επιστροφή της χώρας στην ανάπτυξη δεν εξαρτάται πρωτίστως από τα διαθέσιμα κονδύλια και τις επιχορηγήσεις. Από τα τέλη της δεκαετίας του '50 και στην συνέχεια, η στενότητα επενδύσιμων κεφαλαίων δεν ήτανε ποτέ το κύριο πρόβλημά της ελληνικής οικονομίας. Όλως αντιθέτως το πραγματικό πρόβλημα -αυτό που θα μπορούσαμε με όρους οικονομικής θεωρίας να ονομάσουμε απουσία «ενδογενούς» αναπτυξιακού δυναμισμού- βρισκόταν στην λανθασμένη, δηλαδή μη βέλτιστη, αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων της ελληνικής οικονομίας.
Η βαθύτερη αιτία για αυτό μπορεί να εντοπιστεί στον παραδοσιακό βαθύ «πραγματισμό» της ελληνικής κοινωνίας δηλαδή στην διαχρονική αδυναμία της να υποτάξει τον βραχυχρόνιο πειρασμό μιας εύκολης λύσης στις ανάγκες ενός μακροπρόθεσμου και επιτυχούς σχεδιασμού, αλλά και στην πλήρη εκμηδένιση του γενικού συμφέροντος στην αναμέτρησή του με την ατομική ιδιοτέλεια. Μία αποτελεσματική οικονομική πολιτική, συνεπώς, οφείλει υποδόρια μεν, αλλά αποτελεσματικά, όχι μόνο να συγκρουστεί αλλά και να ανατρέψει αυτά τα πάγια συλλογικά ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά.
Η εμπειρία των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων που άρχισαν να εισρέουν στην ελληνική οικονομία από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική. Έχει αναλυθεί ευρέως και είναι γνωστό όχι μόνο πως οι τελικές τους επιπτώσεις δεν ήταν αναπτυξιακά θετικές αλλά και ότι, σε πολύ μεγάλο βαθμό, είχαν αρνητικά, δηλαδή αντιαναπτυξιακά, αποτελέσματα μεταστρέφοντας μεγάλο μέρος την δυνητικού παραγωγικού δυναμικού της χώρας σε αποδέκτες ευρωπαϊκών προσόδων και παράγοντες του παρασιτισμού και της διαφθοράς. (Έχουμε αλλού ερμηνεύσει αυτό το φαινόμενο ως την «ολλανδική ασθένεια» που έπληξε την ελληνική οικονομία από τη δεκαετία του 1980 και στην συνέχεια).
Προκειμένου να αποφευχθεί η επανάληψη για μία φορά ακόμη αυτής της άγονης, και σε τελική ανάλυση διαβρωτικής, για την παραγωγική οικονομία, διαδικασίας θα πρέπει τα 40 περίπου δισεκατομμύρια ευρώ επιχορηγήσεων που προβλέπεται να εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία την επόμενη επταετία να τα χειριστούμε επιβάλλοντας τους εαυτούς μας μία σκληρή συλλογική αυτοπειθαρχία και ακολουθώντας άκαμπτους δημοσιολογιστικούς κανόνες.
Αυτό είναι απολύτως απαραίτητο όχι μόνο για να υπάρξει ορθή και αποδοτική χρήση των πόρων, αλλά επίσης και για να είναι δίκαιος ο τρόπος διαχείρισης της κρίσης μεταξύ κοινωνικών και επαγγελματικών ομάδων, αλλά και μεταξύ γενεών. Κάτι δηλαδή που δεν συνέβη στις προηγούμενες περιόδους και ειδικά στη μεγάλη κρίση της περασμένης δεκαετίας όπου στην πραγματικότητα οι νέοι και οι, αποκλεισμένοι από το πελατειακό κράτος, μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα ήταν αυτοί που επωμίστηκαν εξ ολοκλήρου τα βάρη και τις θυσίες που τους επέβαλαν οι ποικίλοι φορείς του παρασιτισμού με την προγενέστερη έξαλλη λεηλάτηση του εθνικού μας πλούτου.
Προκειμένου η οικονομική πολιτική να επιτύχει τους στόχους της, δηλαδή όχι μόνο την ορθή αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων -τόσο των δανείων όσο και των χορηγήσεων-, αλλά και την αναπτυξιακή αναδρομολόγηση της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να υπάρξουν αλλαγές που βαίνουν πολύ πέραν της τρέχουσας πολιτικής, και μικροπολιτικής, διαχείρισης, στο όνομα ενός υποτιθέμενου «πραγματισμού».
Θα πρέπει, για παράδειγμα, να υπάρξει νομοθετική ρύθμιση, ισοδύναμη συνταγματικού κανόνα σύμφωνα με την οποία οι κρατικές δαπάνες δεν θα πρέπει να ανέρχονται πάνω από το 40% του ΑΕΠ, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, όπως είναι σήμερα η πανδημία, ή ένας ενδεχόμενος πόλεμος. Οι αμοιβές των δημοσίων υπαλλήλων θα πρέπει να καθορίζονται με ένα σύνολο κριτηρίων στο οποίο θα συμπεριλαμβάνονται η απόδοση και η παραγωγικότητα και ως σύνολο δεν θα είναι δυνατόν να υπερβούν το 8% του ΑΕΠ. Επίσης δεν θα επιτρέπονται δημοσιονομικά ελλείμματα, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με αυξημένη πλειοψηφία της Βουλής.
Με βάση την μέχρι σήμερα πικρή μας εμπειρία αυτά είναι πράγματα αυτονόητα τα οποία όμως όχι μόνο δεν έχουν ήδη γίνει, όπως θα έπρεπε, αλλά και δεν συζητούνται από κανέναν, γιατί δεν είναι πολιτευτικά επωφελή. Όμως η πραγματικότητα που μας περιβάλλει και γίνεται όλο και περισσότερο απειλητική τόσο στον τομέα της εθνικής ασφάλειας και της ανεξαρτησίας όσο και στον τομέα της οικονομίας επιβάλλει πλέον λύσεις και διευθετήσεις που μέχρι χθες φαίνονταν αδιανόητες, και για το πολιτικό δυναμικό της χώρας και για την κοινή γνώμη.
* Οι κκ. Δημήτρης Α. Ιωάννου και Χρήστος Α. Ιωάννου είναι Οικονομολόγοι