Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Μια φορά κι έναν καιρό – ήμουνα παιδί. Έπιασε φωτιά το σπίτι μας. Αντί να βοηθήσω για το σβήσιμο, καθώς όλοι οι άλλοι του σπιτιού, βγήκα έξω με τον ξένο κόσμο που έκανε χάζι απ' έξω, και χάζευα κι εγώ, αγναντεύοντας το σπίτι μου που καίγοταν. Μου έφυγε μάλιστα κι ένα περίεργο ξεφωνητό. Έλεγα προς τους γύρω μου, κοιτάζοντας το σπίτι μου που καίγονταν, έλεγα και ξανάλεγα: «Κλαίω και γελάω! Κλαίω και γελάω!». Κάποιος μάλιστα μ' άκουσε και γέλασε με την περίεργη φράση μου και την είπε και σε άλλους και γελάσανε κι αυτοί. Κι έτσι άθελα εφάρμοζα, δωδεκαχρονίτης penseur του γλυκού νερού, την αρχή κάποιων σημερινών φιλόσοφων που τον κόσμο δεν τον νιώθουνε παρά σαν ένα θέαμα για μιαν απόλαυση καλαισθητική. Περάσανε χρόνια. Μια βραδιά βρέθηκα σ' ένα σπίτι γνώριμο μα πάντα ξένο. Το σπίτι έπιασε φωτιά. Πήρα το καπέλο μου κι έφυγα σαν αστραπή. Έτρεξα στον αστυνομικό σταθμό της γειτονιάς, φώναξα, ζήτησα τη βοήθεια του πυροσβεστικού λόχου, τον έβαλα μπροστά και τράβηξα ήσυχα να κοιμηθώ. Ο λόχος έφτασ' έγκαιρα, κι έτσι σβήστηκε η φωτιά, γλύτωσε το σπίτι. Ύστερ' από καιρό, ένα βράδυ, η κυρία του σπιτιού που κινδύνεψε να καεί μ' ερώτησε γελώντας τι έγινα τη βραδιά που πήρε φωτιά το σπίτι. Όταν της είπα πως έτρεξα στον πυροσβεστικό σταθμό, ξαφνίστηκε: «Μπα! Κι εμείς νομίσαμε πως τρόμαξες και πήρες το καπέλο σου κι έφυγες!». Για να τα σημειώνω τώρα τ' ασήμαντα τούτα, θαρρώ πως κάποιο νόημα θα κρέμεται από κείνα.
Μέσα στα αποκαΐδια στο σπίτι σου στο Μάτι είναι μια μπλούζα αντρική, της δουλειάς, ξεθωριασμένη, κάτι λινά τραπεζομάντιλα, κολλαριστά, απ' αυτά που δεν βγαίνουν ποτέ αλλά που πρέπει να υπάρχουν, ένα σετ κεντημένα σεμεδάκια ωραιότατα, παλιά, φλιτζάνια και τασάκια που αγοράστηκαν σε καταστήματα υαλικών, μικρά, φτηνά ενθύμια από ταξίδια που κάνατε οδικώς στην Κωνσταντινούπολη και στην Ευρώπη γιατί δεν μπαίνεις στο αεροπλάνο, τα καλά σου παπούτσια που τα φόραγες όποτε έπρεπε κι ας σε χτυπούσαν, τι να κάνουμε, το κινητό με τις φωτογραφίες που διάολε δεν είχες αποθηκευμένες πουθενά αλλού, τι βλακεία, όλο το αμελούσες κι ας ήξερες πώς γίνεται, κάτι άλλες φωτογραφίες κρεμασμένες στον τοίχο μέσα σε χρυσαφιές κορνίζες, κιτς μεν αλλά θυμήσου τι έδειχναν, εκείνο το βιβλίο που είχες υπογραμμίσει και το κράταγες πάντα στο κομοδίνο σου, εκείνο το άλλο που πήρες από τη δανειστική και που σου είχαν επαινέσει πολύ στη λέσχη ανάγνωσης οι άλλες, ένα καφέ δερμάτινο πορτοφόλι με διακόσια κάτι ευρώ, τα φάρμακα που πρέπει να δώσεις στην πεθερά σου, το βιβλιάριο υγείας του σκυλιού, η κουβερτούλα που δεν αποχωριζόταν το μωρό όταν ήταν μωρό, κάτι χαρακιές στην κάσα της πόρτας που έδειχναν πόσο ψήλωνε τρώγοντας τον χρόνο όταν έγινε παιδί. Και κοίτα την τώρα: ούτε που προλαβαίνει να 'ρθει να σε δει από το Λονδίνο, τα κατάφερε. Τα καταφέρατε.
Στην ιστορία δυο λαοί από την ίδια ράτσα: οι Φοίνικες και οι Εβραίοι. Έφεραν οι πρώτοι τον πολιτισμό, κι αφανίστηκαν. Οι δεύτεροι τον άλλαξαν τον πολιτισμό? κι εξακολουθούν να υπάρχουν, αταίριαστοι. Οι πρώτοι ταίριασαν με τις άλλες φυλές, κοσμοπολίτες, ανακατώθηκαν, ρουφηθήκανε, χάθηκαν. Οι δεύτεροι μένουν? και υπομένουν την καταφρόνια κι όλα τα κακά. Οι πρώτοι ευεργετήσανε την ανθρωπότητα (λέει ένας περίφημος κοινωνιολόγος πως χωρίς αυτούς δε θα υπήρχ' Ευρώπη)? υποτάχτηκαν στο φυσικό το νόμο της ιστορίας. Οι δεύτεροι ζούνε, σα να ειπούμε, αντιφυσικά. Και μια φοβερή σκέψη με κυριεύει? μήπως και οι Έλληνες εμείς θα ήταν το πιο σωστό να χαθούμε. Τάχα μένοντας έτσι, δεν πεισμώνουμε την παντοδυναμία του φυσικού νόμου, δε μας βαραίνει η κατάρα του, δεν είμαστε διορισμένοι να χαθούμε, κακού σου θέλει; Τάχα ο χαμός μας δεν είναι πως μένουμε;
Χαμένα όλα, καμένα και στάχτη, αλλά τα ξέρεις όλα τόσο καλά. Όλα τα ξέρεις εδώ. Τα πάντα. Ξέρεις καλά και το μέρος —αυτό έλειπε—, και το σπίτι, και την αυλή, και τα δέντρα που φύτεψες σαν να 'τανε παιδιά σου πιο παλιά, τότε που ήσουν μικρή, όχι ότι τώρα είσαι μεγάλη —καλή είσαι, μόνο λίγο γεμάτη και κάπως σπασμένη—, και τα παρτέρια της διπλανής, και τις γλάστρες του γείτονα, που καμιά φορά τού έσπαγες κρυφά κάνα κλωνάρι βασιλικό γιατί εσύ δεν είχες, όλο σού καίγονταν οι βασιλικοί, και θυμάσαι και τη γάτα του που έμπαινε από το καγκελωτό παραθυράκι της πόρτας για να κλέψει κάτι από τον πάγκο της κουζίνας (περυσινή προσθήκη, από το ΙΚΕΑ, 199 ευρώ, συν άλλα 50 στον μάστορα) ή απλώς για να σε δει με τα αχνά της μάτια να βλέπεις τηλεόραση το βράδυ που είχε πιο δροσιά, τις ειδήσεις και τα σίριαλ. Και που μετά έδινε ένα σάλτο κι έφευγε.
Τα ονόματα συγχύζουν? κι ύστερα οι εφημερίδες τ' αποσυγχύζουν. Ελληνισμός θα πει μόρφωση, πολιτισμός. Κι Ελληνισμός θα πει λαός, εθνισμός. «Ο Ελληνισμός», έγραφε τις προάλλες μια εφημερίδα, «μ' όλας τας καταδιώξεις που υφίσταται, θριαμβεύει». Κι έφερνε παραδείγματα από τον αρχαίο, τον ανθρωπικό Ελληνισμό, που κανένας δεν τον κατατρέχει πια, εκεί που ήθελε να νοήσει τον Ελληνισμό το σύγκαιρο, τον πολιτικό, τη Ρωμιοσύνη δηλονότι του 1907. Μα στο ένα τούτο τ' όνομα τα δύο τούτα νοήματα, πόσο διαφορετικά! Έτσι ο Σπινόζας λέει πως ο θεός του παραλλάζει τόσο από το θεό των ανθρώπων όσο κι ο αστερισμός ο λεγόμενος του Κυνός από το ζώο τον κύνα. Όμως, και μ' όλα τους τα παραλλάσματα, τους δύο Ελληνισμούς δεν τους χωρίζει η άβυσσο τούτη. Προσκυνάμε τον ένα, και μας παρουσιάζεται σαν ασύγκριτος. Μα βρίσκομαι μέσα στον άλλο. Είμαι σπλάχνο του.
Ξέρεις ακόμη και τη μυρωδιά του μέρους, μια πολλαπλή, μια σύνθετη μυρωδιά, ένα μπουκέτο που τα περικλείει όλα εδώ. Η μνήμη σου είναι γεμάτη μυρωδιές: θυμάσαι με τη μύτη, όσο και με την αφή και με το βλέμμα. Και μπορείς να περηφανευτείς πως γεύεσαι ακόμα και τη θάλασσα στον αέρα, και πώς αλλάζει αυτή η γεύση όταν κάπου μακριά σηκώνεται άνεμος και τη φουσκώνει και την αφρίζει. Κι ας είναι αυτά πράγματα που δεν λέγονται. Πράγματα που —κάπως— σε μεγαλώνουν. Και δεν είσαι μεγάλη.
Οι Ρωμιοί? το στοιχείο τους: έμποροι και ποιητές. Απ' αυτούς κρέμεται η Ρωμιοσύνη. Το ξανάνθισμα και το μεγάλωμά της. Το παραστράτισμα του έμπορου, ο πολιτευόμενος? που την έχει την πολιτική επάγγελμά του. Το παραστράτισμα του ποιητή, ο ρήτορας του συλλαλητηρίου. Όλα τ' άλλα έρχονται παρακατιανά.
Τα ξέρεις όλα καλά, ένα προς ένα, και τα αναγνωρίζεις ακόμα και τώρα που είναι καμένα και μαύρα-πίσσα, και βρομάνε σκοτωμό και απώλεια και κλάματα και ενοχές. Γιατί δεν έφυγες, ούτε θα φύγεις. Δεν έχεις να πας πουθενά. Κι ας σου λένε ότι δεν είναι καλά εδώ, ότι μοιάζεις με την τρελή. Κι ότι μπορεί πράγματι να σου σάλεψε. Όχι. Είναι δικό σου το σπίτι, όπως και να 'ναι τώρα, κι ό,τι κι αν έχει καεί κι από έξω του κι από μέσα του κι από ολόγυρα. Δικό σου. Όλο. Τα κατάφερες κι είναι δικό σου, σαν άνθρωπός σου. Σαν ένα κομμάτι σου.
Δεν είχαμ' εμείς τα σκοτάδια του Μεσαίωνα ποτέ. Απόδειξη ο βυζαντινισμός. Άγνωστη σ' εμάς η κόλαση. Μα για τούτο κι ο παράδεισος της Αναγέννησης. Και πού βρισκόμαστε; Στο καθαρτήριο.
Και στη θάλασσα πας, φυσικά και πας, εκεί που είχατε τρέξει σαν τα γατιά να σωθείτε μες στο βράδυ όταν κυκλωθήκατε από παντού. Και που δεν σωθήκατε όλοι. Κι είναι εδώ που ακούς να λένε, «Κοίτα τη, δεν ντρέπεται να κάνει μπάνιο με το μαγιό, δεν πενθεί αυτή;»
Οι κουτοί πότε μάς απελπίζουν, πότε μάς διασκεδάζουν. Είναι κάποια φοβερά ζώα που μόνο μας απελπίζουν: οι μέτριοι.
Μα, μόνο πενθείς; Μόνο πενθείς; Πενθείς, και θα πενθείς για όλα, πάντα. Ακόμα κι αν δεν τα γκρεμίσουν, ή ακόμα κι αν θα ξαναχτιστούν όλα. Και πάντα θα σου λείπουν όλα εκείνα τα δικά σου, τα μικρά και ασήμαντα, που σου κάηκαν. Γιατί άνθρωπο, δόξα τω Θεώ, εσύ δεν έχασες: στάθηκες από τους τυχερούς. Αλλά και πάλι, και τα βιβλία θα σου λείπουν, και η φθαρμένη κουβερτούλα του παιδιού, και τα σημάδια στην κάσα της πόρτας, και οι φωτογραφίες στους τοίχους, και τα μπιμπελό.
Στον ύπνο μου. Μιαν ανατολή φεγγαριού πίσω από μια βουνόραχη, προς τη θάλασσα, εκεί που τάχα περπατούσα σε μιαν ακρογιαλιά? ο μώλος που έζησα τα πρώτα μου χρόνια. Μιαν ανατολή φεγγαριού, που ποτέ δε μου δόθηκε ξυπνητός ν' αγναντέψω, μήτε και που θα μου δοθεί. Τι ποίηση και τι έκσταση! Τη φύση που δε χάρηκα στον ξύπνο μου τη χαίρομαι στον ύπνο μου. Κι έτσι στοχάζομαι πως θα υπάρχει στον κόσμο τούτο δικαιοσύνη.
Και πάνω απ' όλα θα σου λείπει —το ξέρεις και δεν ντρέπεσαι— εκείνη η ξεθωριασμένη αντρική μπλούζα, της δουλειάς, που τη φόραγε ο όμορφος νεαρός από το Πακιστάν όταν ερχόταν να δουλέψει στον κήπο σου, και που την έβγαζε μπροστά σου όταν τέλειωνε και πήγαινε κουνώντας σου το χέρι για μπάνιο στη θάλασσα, δίπλα, μες στον ιδρώτα, κι εσύ τού την έπλενες, όχι στο πλυντήριο αλλά με τα χέρια σου, στη λεκάνη, κάπως σαν να τον χάιδευες.
Και τι μπορεί να σταθεί ψηλότερ' από τη σκέψη αυτή του μεγάλου Flaubert: «Σαν αστός να ζεις και να στοχάζεσαι σαν ημίθεος».
ΥΓ. Στο σημερινό σημείωμα αντλήσαμε αποσπάσματα από τον σημαντικό τόμο: Κωστή Παλαμά, «Σημειώματα στο περιθώριο. Ο ποιητής μιλά για τη ζωή και την τέχνη», σε επιμέλεια και με Εισαγωγή και υπερπολύτιμες εκτενέστατες σημειώσεις-θησαυρό της Μάρας Ψάλτη — μία υποδειγματική, υψηλού επιπέδου έκδοση, που κυκλοφορεί στη σειρά Πολύτιμοι Λίθοι των Εκδόσεων Πατάκη. Συστήνουμε το βιβλίο, προφανώς, ανεπιφύλακτα, όπως άλλωστε και όλη τη σειρά. Ευχαριστώ θερμά την Ελένη Σταματέλου από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων του οίκου για την παροχή των αποσπασμάτων.