Ο Παναγής Βουρλούμης διηγείτο πριν από λίγα χρόνια την ακόλουθη ιστορία: Το 1977 μόλις είχε αναλάβει τη διοίκηση της κρατικοποιημένης Εμπορικής Τράπεζας. Κάποιος πολιτικός του ζήτησε να διορίσει κάποιον «πελάτη» του. Αυτός απάντησε ότι δεν είχε τέτοια ανάγκη, αλλά ο ετοιμόλογος πολιτικός τον ρώτησε με απορία «γιατί δεν φτιάχνεις ακόμη μια υπογραφή». Το μεγάλο πρόβλημα της δημόσιας διοίκησης βρίσκεται σε αυτό ακριβώς το σημείο. Δεν φτάνει που έχουμε υπεράριθμους και σε έναν βαθμό εντελώς ακατάλληλους υπαλλήλους (υπάρχουν λ.χ. δημόσιοι υπάλληλοι που δηλώνουν ότι δεν γνωρίζουν να χρησιμοποιήσουν υπολογιστή για να ανταποκριθούν στις ανάγκες της τηλεργασίας), το χειρότερο είναι ότι οι υπάλληλοι αυτοί έχουν το «δικαίωμα» της τυραννίας του πολίτη διά της «μίας υπογραφής». Αλίμονο αν σου τύχει ένας τέτοιος κακός υπάλληλος. Σε αυτή ακριβώς την υπογραφή σκοντάφτουν οι όποιες καλές προσπάθειες από μέρους των κυβερνήσεων για την υλοποίηση ριζικών μεταρρυθμίσεων. Η μόνη λύση είναι η κατάργησή της.
Ας μη μιλάμε όμως θεωρητικά. Στην περιοχή του Πειραιά ελάχιστες βιομηχανίες παραμένουν ακόμη ζωντανές. Μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού. Μία από αυτές μάλιστα, με αδιάλειπτη επιχειρηματική παρουσία ενενήντα και πλέον ετών, παράγει στην Ελλάδα ναυτιλιακό εξοπλισμό (άγκυρες, σχοινιά, συρματόσχοινα, αλυσίδες κ.λπ.) για τα πλοία της ποντοπόρου ναυτιλίας. Ανταγωνίζεται γίγαντες και παρά τον εξοντωτικό ανταγωνισμό κατορθώνει να επιβιώνει χάρη στην ικανότητα των ανθρώπων της, στο μεράκι τους και στην ποιότητα των προϊόντων της.
Δυστυχώς, δεν της έφταναν οι Τούρκοι και οι Κινέζοι ανταγωνιστές της, έχει να αντιμετωπίσει και το σαμποτάζ της «μίας υπογραφής» που λέγαμε προηγουμένως.
Πιο συγκεκριμένα: Η εν λόγω βιομηχανία χρησιμοποιεί στην παραγωγή των προϊόντων της πρώτες ύλες εισαγόμενες από τρίτες -εκτός Ε.Ε.- χώρες. Σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία τα παραγόμενα, με εισαγόμενες από τρίτες χώρες πρώτες ύλες, εμπορεύματα θεωρούνται μη ενωσιακά και παρακολουθούνται από τα τελωνεία των χωρών - μελών της Ε.Ε. Οι εφοδιασμοί των πλοίων απαλλάσσονται επίσης τόσο από εισαγωγικούς δασμούς όσο και από τον ΦΠΑ. Σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες η πώληση και παράδοση τέτοιων υλικών σε πλοία πραγματοποιείται με διατυπώσεις επανεξαγωγής γρήγορα και απλά με την έκδοση ενός παραστατικού. Στην Ελλάδα ασφαλώς δεν ισχύει το ίδιο.
Το υπουργείο Οικονομικών με μια «πεφωτισμένη» εγκύκλιό του από το έτος 2013, εφαρμόζοντας, κατά το δοκούν, τον Ευρωπαϊκό Τελωνειακό Κώδικα, υποχρεώνει στην τήρηση μιας πολύπλοκης και χρονοβόρου διαδικασίας, με διατυπώσεις τόσο εισαγωγής (καθεστώς ειδικού προορισμού) όσο και εξαγωγής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πρόσθετο σημαντικότατο κόστος εκτελωνισμών και μεγάλες καθυστερήσεις στις παραδόσεις στα πλοία. Για να γίνει κατανοητό, μια μόνο ημέρα καθυστέρησης για ένα εμπορικό πλοίο συνεπάγεται κόστος δεκάδων χιλιάδων ευρώ. Αδιάφορο βεβαίως για τη «μία υπογραφή».
Από μέρους της αγοράς πλήθος τα διαβήματα και οι διαμαρτυρίες για τον παραλογισμό αυτό. Ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών απέστειλε σχετικό έγγραφο στην ΑΑΔΕ, το Ναυτικό Επιμελητήριο, το ΕΒΕΠ, ο Πανελλήνιος Σύλλογος Εφοδιαστών Πλοίων και Εξαγωγών, όλοι οι ενδιαφερόμενοι απευθύνθηκαν στις διαδοχικές κυβερνήσεις από το 2013 μέχρι σήμερα. Πιο εντυπωσιακή ακόμη, η απόλυτη κατανόηση που επιδεικνύουν οι αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες και οι αξιωματούχοι της ΑΑΔΕ για το πρόβλημα. Όλοι συμφώνησαν και συμφωνούν ότι εδώ υπάρχει μεγάλο λάθος και υπόσχονται ότι θα το διορθώσουν. Όλοι, εκτός από τη «μία υπογραφή»...
Και το πρόβλημα συνεχίζεται...
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο του Σαββατοκύριακου 12-13 Σεπτεμβρίου.