Η μεσαία τάξη το θύμα της κυβέρνησης και το 2019

Η μεσαία τάξη το θύμα της κυβέρνησης και το 2019

Σαν μια απόλυτα συνειδητή επιλογή, χαρακτηρίζει ο Φίλιππος Σαχινίδης την απόφαση της κυβέρνησης να υπερφορολογήσει και το 2019 τη μεσαία τάξη με ένα νέο γύρο σκληρής λιτότητας.

"Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει που ένα στα δυο νοικοκυριά, και μάλιστα όσα ανήκουν στη μεσαία τάξη, θα χάσουν του χρόνου διαθέσιμο εισόδημα", τονίζει στο liberal.gr ο πρώην υπουργός Οικονομικών σχολιάζοντας τον προϋπολογισμό που εστάλη στις Βρυξέλλες. 

Διακρίνει στις σχεδιαζόμενες παροχές του 2019, την ίδια ακριβώς ιδεοληψία για επιμονή στην υπερφορολόγηση που όλα τα τελευταία χρόνια εξώθησε στα άκρα τη μεσαία τάξη, αφού, όπως λέει, αυτό που ενδιαφέρει τη κυβέρνηση δεν είναι οι αρνητικές επιπτώσεις στο διαθέσιμο εισόδημα, παρά να διατηρεί με επιδοματικές πολιτικές συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα σε συνθήκες εξάρτησης.

Χαρακτηρίζει ως επισφαλή το στόχο ανάπτυξης του 2019, πολλώ δε μάλλον όταν αυτός βασίζεται στην υπόθεση για μεγάλη αύξηση επενδύσεων -την ώρα που η χώρα εξακολουθεί να αποεπενδύει από το 2008 - θεωρεί την περυσινή και φετινή ανάκαμψη περισσότερο ως αποτέλεσμα μιας αντανακλαστικής αντίδρασης της οικονομίας, και πολύ φοβάται την παγίδευση της Ελλάδας σε ένα φαύλο κύκλο, μιας χρόνιας στασιμότητας.

Στο θέμα των συντάξεων, ανεξαρτήτως της συζήτησης για τις περικοπές, θυμίζει ότι ουδείς στη κυβέρνηση μιλά για όσους είχαν την ατυχία να συνταξιοδοτηθούν μετά τον Μάιο του 2016, και οι οποίοι εισπράττουν ήδη πολύ χαμηλότερα ποσά.

“Το μόνο που απασχολεί τη κυβέρνηση είναι η διάσωση της στις εκλογές, γι' αυτό και μιλά μόνο για τους παλαιούς συνταξιούχους και όχι για τους νέους γιατί οι τελευταίοι είναι αριθμητικά πολύ λίγοι και δεν πρόκειται να επηρεάσουν καθοριστικά το αποτέλεσμα των εκλογών”, τονίζει χαρακτηριστικά.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

- Σχολιάστε μας τον προϋπολογισμό που εστάλη στη Κομισιόν, με περικοπές συντάξεων -αντίμετρα και χωρίς. Ποιο είναι το βασικό του μήνυμα, ακόμη και αν σωθούν οι συντάξεις;

Τόσο το προσχέδιο του προϋπολογισμού όσο και το σχέδιο που εστάλη στην Ε.Ε., ανεξάρτητα από την τελική απόφαση που θα ληφθεί για τις συντάξεις, σηματοδοτούν την συνειδητή πολιτική επιλογή της κυβέρνησης για σκληρή λιτότητα. 

Γιατί αυτό είναι το τελικό αποτέλεσμα της κυβερνητικής στόχευσης για υπερπλεονάσματα για τα οποία επαίρεται το οικονομικό επιτελείο. Το οποίο σε θεωρητικό πάντα επίπεδο καταγγέλλει τη λιτότητα και τις συνέπειες της για την οικονομία και τους πολίτες. 

Τους θυμίζω ότι η κυβέρνηση αυτή εκλέχτηκε το Σεπτέμβριο του 2015 με σημαία την έξοδο από τις πολιτικές λιτότητας.  Από τότε μέσω της υπερφορολόγησης και της μείωσης του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων παράγει υπερπλεονάσματα σε βάρος της αναπτυξιακής πορείας της χώρας.  

- Πάντως όσοι είχαν την ατυχία να συνταξιοδοτηθούν μετά τον Μάιο του 2016, εισπράττουν ήδη χαμηλότερες συντάξεις. Εφόσον λοιπόν δεν ισχύσουν οι περικοπές για τους παλαιούς συνταξιούχους, δεν θεσμοθετείται η αδικία μεταξύ όσων πρόλαβαν και όλων εκείνων που δεν πρόλαβαν;  

Το θεωρώ αναγκαίο να επισημάνω ότι όλη αυτή η συζήτηση για τις περικοπές στις συντάξεις είναι το αποτέλεσμα της εφαρμογής του νόμου Κατρούγκαλου αλλά και της ψήφισης από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το 2017 νόμου για την περικοπή της προσωπικής διαφοράς για τους παλαιούς συνταξιούχους. Χωρίς το νόμο Κατρούγκαλου δεν θα υπήρχε τέτοιο θέμα.  

Το λες λοιπόν και επιτυχία της κυβέρνησης το γεγονός ότι πολύ λίγη συζήτηση γίνεται για τις μεγάλες περικοπές που υφίστανται όσοι συνταξιοδοτούνται με το νόμο Κατρούγκαλου. Αυτή η σκληρή πραγματικότητα έρχεται σε αντίθεση με την αφήγηση των στελεχών της κυβέρνησης που από τηλεοράσεως διακηρύσσουν ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν έκανε καμία περικοπή στις συντάξεις και ότι όλες οι περικοπές έγιναν από τις προηγούμενες κυβερνήσεις. 

Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση δεν νομοθετεί με βάση την αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης ούτε την απασχολεί το ζήτημα της διαγενεακής ή της ενδογενεακής αλληλεγγύης. Το μόνο που την απασχολεί είναι η διάσωση της στις εκλογές και μιλά μόνο για τους παλαιούς συνταξιούχους και όχι για τους νέους γιατί οι τελευταίοι είναι αριθμητικά πολύ λίγοι και δεν πρόκειται να επηρεάσουν καθοριστικά το αποτέλεσμα των εκλογών.

- Ο προϋπολογισμός και τα πλεονάσματα επαναφέρουν στο προσκήνιο το θέμα της υπερφορολόγησης. Πως μπορούμε να μιλάμε μέσα σε αυτές τις συνθήκες για ανάπτυξη;

Η υπερφορολόγηση της οικονομίας προκύπτει τόσο από τη σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης όσο και από την σύγκριση των φορολογικών εσόδων το 2017 έναντι των προηγούμενων ετών. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ η καθαρή μέση φορολογική και κοινωνικοασφαλιστική επιβάρυνση του Έλληνα φορολογούμενου (εξαιρουμένου του κόστους των εργοδοτικών εισφορών) είναι κατά 13,6% μεγαλύτερη από τον αντίστοιχο μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να προσελκύσει επενδύσεις ή ότι πολλές από αυτές διαρρέουν προς γειτονικές χώρες με πιο ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς. 

Η επιμονή στην υπερφορολόγηση και η απουσία πρωτοβουλιών για την μείωση της δεν αποτελεί σύμπτωση. Είναι συνειδητή πολιτική επιλογή απόρροια των ιδεοληψιών της κυβέρνησης που αδιαφορεί για τις αρνητικές της επιπτώσεις στο διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών αλλά και στην οικονομία γενικότερα. 

- Πείτε μας την άποψή σας και για το παράρτημα που συνοδεύει το προϋπολογισμό, σχετικά με τα οφέλη ανά εισοδηματική κατηγορία από τις σχεδιαζόμενες παροχές του 2019, και το οποίο δείχνει ότι 1 στους 2 πολίτες, και μάλιστα όσοι ανήκουν στη μεσαία τάξη, θα χάσουν διαθέσιμο εισόδημα το 2019…

Μα η επιμονή στην υπερφορολόγηση υπαγορεύεται από την ιδεοληψία στην οποία ήδη αναφέρθηκα και η οποία όλα αυτά τα χρόνια έχει ως αποτέλεσμα να εξωθηθεί στα άκρα η μεσαία τάξη στη χώρα. Η ίδια ιδεοληψία επηρεάζει τα σχέδια της κυβέρνησης για τις παροχές του 2019. Δεν πρέπει λοιπόν να μας εκπλήσσει που ένα στα δύο νοικοκυριά θα χάσει διαθέσιμο εισόδημα.

- Τι σημαίνει για την οικονομία το γεγονός ότι προκειμένου το υπερπλεόνασμα να φτάσει στα 2,28 δισ στο 9μηνο, χρειάστηκε να στερηθεί η αγορά 420 εκατ ευρώ το Σεπτέμβριο κυρίως μέσω της μείωσης των δημοσίων επενδύσεων;

Η προτεραιότητα της κυβέρνησης είναι η δημιουργία υπερπλεονασμάτων –ανεξάρτητα από το κόστος για τους πολίτες και την οικονομία- ώστε με τις επιδοματικές πολιτικές της στη συνέχεια να διατηρεί ευρύτερα κοινωνικά στρώματα σε συνθήκες εξάρτησης για να εξασφαλίσει εκλογική πελατεία. Έτσι, η χώρα καταλήγει να έχει οικονομικές επιδόσεις κατώτερες αυτών που είχαν αρχικά προβλεφθεί αλλά και αυτών που έχει ανάγκη για να ξεφύγει από την παγίδα της στασιμότητας.  

- Αναφορικά με τις επενδύσεις, σας προβληματίζει η φετινή τους πορεία; 

Τα στοιχεία του πρώτου και του δεύτερου τριμήνου 2018 για το ΑΕΠ δεν δικαιολογούν μια τόσο αισιόδοξη εκτίμηση για το τι θα συμβεί στις επενδύσεις το δεύτερο εξάμηνο του 2018. Πολύ περισσότερο την ώρα που διαφαίνεται ότι οι οικονομικές εξελίξεις διεθνώς δεν είναι ευνοϊκές αλλά και στο εσωτερικό έχουμε εισέλθει σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο με ότι αυτό συνεπάγεται για την επίτευξη του στόχου για τις επενδύσεις. 

- Είναι δυνατόν να επιτευχθεί ο φετινός ρυθμός ανάπτυξης 2,1% που προβλέπει για φέτος η ελληνική κυβέρνηση, δίχως επενδύσεις; Και ποιος μας λέει ότι αφού έπεσε έξω ο φετινός στόχος για επενδύσεις, δεν θα συμβεί το ίδιο και για το 2019, άρα δεν θα τεθεί εν αμφιβόλω και η πρόβλεψη για αύξηση 2,5% της ανάπτυξης; 

Είναι σωστή η επισήμανση που κάνετε ότι αν δεν επιτευχθούν οι στόχοι για το 2018 τότε τίθεται υπό αίρεση και ο αναπτυξιακός στόχος για το 2019. Άλλωστε την επισήμανση αυτή την έχει κάνει και το Δημοσιονομικό Συμβούλιο στην αξιολόγηση των μακροοικονομικών υποθέσεων που περιλαμβάνονται στο προσχέδιο προϋπολογισμού. Ακριβώς επειδή η εκτίμηση για την ανάπτυξη του 2019 εξαρτάται σε καθοριστικό βαθμό από υπόθεση ότι οι επενδύσεις θα αυξηθούν σημαντικά, για αυτό θεωρώ ότι είναι και επισφαλής.   

- Έπιπλέον καμπανάκι δεν είναι το γεγονός ότι μέσα στο 2018 η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας αντί να έχει βελτιωθεί, εντούτοις σύμφωνα με το εβδομαδιαίο δελτίο της Alpha Bank, αυτή επιδεινώθηκε; 

Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων παραμένει το μεγάλο ζητούμενο για την οικονομία από το 2008. Όμως όλοι οι δείκτες που καταρτίζουν οι διεθνείς οργανισμοί δείχνουν ότι η Ελλάδα αντί να κερδίζει έδαφος χάνει. Αυτή η εξέλιξη δείχνει πόσο καθοριστικό παραμένει για την μελλοντική πορεία της οικονομίας η συνέχιση των διαρθρωτικών αλλαγών.

Τώρα σε ότι αφορά την έξοδο της χώρας στις αγορές αυτή επηρεάζεται από τις εξωτερικές διαταραχές αλλά και από την μειωμένη αξιοπιστία της κυβέρνησης που δεν έχει πείσει ακόμη ότι έχει κατανοήσει τι συνέβη και γιατί στη χώρα την τελευταία δεκαετία. Όσο μάλιστα περνάει ο χρόνος τόσο πιο δύσκολο θα γίνεται για την Ελλάδα να δανειστεί με σχετικά χαμηλά επιτόκια. 

- Τι κινδύνους εγκυμονούν όλα αυτά; Το ρωτώ γιατί οι γείτονές μας, όπως Βουλγαρία και Ρουμανία, και άλλες χώρες της ΝΑ Ευρώπης συγκλίνουν ολοένα και περισσότερο με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, όπου οι επενδύσεις αντιστοιχούν στο 20,6% του ΑΕΠ, όταν εμείς συνεχώς αποκλίνουμε…

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που διατρέχει η χώρα είναι να παγιδευτεί σε μια χρόνια στασιμότητα η οποία θα μας οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο. Για να υπερβούμε τη βαριά οικονομική και κοινωνική κληρονομιά της κρίσης απαιτούνται ρυθμοί ανάπτυξης άνω του 2,5%. Μόνο έτσι θα απαλλαγούμε οριστικά από το μεγάλο βάρος του υψηλού δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, από τα κόκκινα δάνεια που αποδυναμώνουν τον αναπτυξιακό ρόλο των τραπεζών αλλά και την υψηλή ανεργία. Έτσι, θα εξασφαλιστούν πόροι για να στηριχτούν όσοι χτυπήθηκαν από την κρίση. Όμως μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη 2,5% προϋποθέτει ένα τεράστιο όγκο επενδύσεων την ώρα που η χώρα εξακολουθεί να αποεπενδύει από το 2008. 

Πολλοί στην κυβέρνηση επικαλούνται τις θετικές επιδόσεις της οικονομίας το 2017 και το 2018 για να μας δείξουν ότι είμαστε σε καλό δρόμο. Οι επιδόσεις όμως αυτές δεν σηματοδοτούν το πέρασμα της οικονομίας σε βιώσιμη ανάπτυξη. Είναι περισσότερο το αποτέλεσμα μιας αντανακλαστικής αντίδρασης της οικονομίας. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν έχει ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς ούτε έθεσε σε εφαρμογή πολιτικές που θα βγάλουν οριστικά και με ασφάλεια από την κρίση. Αντίθετα μας παγίδευσε με τους υψηλούς στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2022 και την υπερφορολόγηση.

Το Κίνημα Αλλαγής θέτει ως προτεραιότητα μετά τις εκλογές την εκπόνηση ενός σχεδίου για ουσιαστικές διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία, δικαιοσύνη και τους θεσμούς ώστε να ανακτήσει η χώρα τη χαμένη της αξιοπιστία. Έτσι, θα διεκδικήσει από τους θεσμούς την προς τα κάτω αναθεώρηση των στόχων για το πρωτογενές αποτέλεσμα. Ο δημοσιονομικός χώρος που θα δημιουργηθεί θα αξιοποιηθεί για την μείωση των φορολογικών βαρών που μαζί με τις διαρθρωτικές αλλαγές θα διευκολύνουν την πραγματοποίηση επενδύσεων στη χώρα. Έτσι, θα ξεφύγουμε οριστικά από την στασιμότητα στην οποία μας παγιδεύουν οι πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.   

 

*O κ. Φίλιππος Σαχινίδης είναι πρώην υπουργός Οικονομικών.