Του Ιωάννη Λογοθέτη*
Μέσα σε ένα κλίμα επενδυτικής «ξηρασίας», βαριάς υπερ-φορολόγησης και έλλειψης τραπεζικής ρευστότητας, οι επενδυτές που εμφανίζουν ενδιαφέρον για την Ελληνική αγορά, περιορίζονται κυρίως σε κάποια κερδοσκοπικά funds που αποσκοπούν σε ένα γρήγορο βραχυπρόθεσμο κέρδος δια μέσου του χρηματιστηριακού rally που συντελείται, λόγω αφενός της καλοδεχούμενης και γρήγορης ολοκλήρωσης της αξιολόγησης και αφετέρου μέσω της απόκτησης πολυάριθμων περιουσιακών στοιχείων σε υπερβολικά χαμηλές τιμές από τις πωλήσεις των μη εξυπηρετούμενων δανείων των Ελληνικών Τραπεζών.
Είναι λυπηρό δε, ότι ακόμα και η εύρεση αξιόπιστων θεσμικών επενδυτών για αποκρατικοποιήσεις στρατηγικών δημοσίων εταιριών και περιουσιακών στοιχείων έγινε απελπιστικά δύσκολη, εξαιτίας των αναρίθμητων προβλημάτων που σχετίζονται με τους συνδικαλιστικούς νόμους, με διάφορα χωροταξικά ζητήματα, με θέματα αδειοδοτήσεων και απαράδεκτων διαφωνιών μεταξύ κυβέρνησης, Συμβουλίου των Εφετών και ΣΤΕ. Το πρόβλημα που έχει ανακύψει με την χρόνια καθυστέρηση της υλοποίησης του έργου στο «Ελληνικό», αλλά και το φιάσκο με την πώληση της Εθνικής ασφαλιστικής σε αμερικάνικο fund - μετά από την εξωθεσμική παρέμβαση της αμερικανικής κυβέρνησης στον διαγωνισμό - χωρίς αυτό να έχει το απαραίτητο ποσό να υλοποιήσει την επένδυση την οποία υπέγραψε, αποτελούν τραγελαφικά γεγονότα και έναν ακόμα λόγο που οι θεσμικοί επενδυτές «απλά κοιτούν και δεν αγοράζουν».
Από τους πρώτους μήνες της Ελληνικής κρίσης υπήρξε έντονος διάλογος και αρκετή φρασεολογία περί προσέλκυσης θεσμικών επενδυτών με ενδιαφέρον για μακροχρόνιες επενδύσεις, πάντα υπό την τήρηση του εκάστοτε νομοθετικού πλαισίου όσον αφορά τα εργασιακά, το περιβάλλον, την φορολόγηση κτλ. Η περιβόητη προσέλκυση επενδύσεων απαιτείται ώστε να λειτουργήσει ως μοχλός ανάπτυξης και να δώσει την απαραίτητη ώθηση στην οικονομία για μια καλύτερη πορεία και για την εν μέρει την σταδιακή έξοδο της χώρας από τον φαύλο κύκλο της στασιμο-χρεοκοπίας. Αναρίθμητες μελέτες και εκθέσεις έχουν δημοσιευτεί από θεσμικούς παράγοντες, εγχώρια κέντρα οικονομικών ερευνών και Ευρωπαϊκούς και παγκόσμιους οργανισμούς, που δυστυχώς δεν φαίνεται να βρήκαν ευήκοα ώτα σε πολιτικό, νομοθετικό και εκτελεστικό επίπεδο.
Η δημοσιονομική κρίση που ξεκίνησε το 2009, έκανε φανερή την έλλειψη της στοιχειώδους ικανότητάς της χώρας να προσελκύσει θεσμικά επενδυτικά κεφάλαια, αδυνατώντας να παραμείνει ανταγωνιστική στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης και των ενοποιημένων αγορών, αλλά και να εκσυγχρονίσει επαρκώς το νομοθετικό επενδυτικό πλαίσιο και το απαρχαιωμένο γραφειοκρατικό δημόσιο σύστημα της. Ένα κρατικοδίαιτο σύστημα βασισμένο σε δημόσιες επενδύσεις και επιδοτήσεις προς κρατικά ελεγχόμενες επιχειρήσεις αλλά και πελατειακές επιχειρηματικές ομάδες του ιδιωτικού τομέα, αδυνατούσε να ανταγωνιστεί το συντεταγμένο κορποριστικό μοντέλο πολλών ανεπτυγμένων και αναδυόμενων χωρών. Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής Οικονομίας, αλλά και η αδυναμία της να αναδείξει κερδοφόρους στρατηγικούς τομείς - πέρα από τον τουρισμό - μέσα από ένα δαιδαλώδες αργόμισθο και παρασιτικό δημόσιο σύστημα που αδυνατεί να διεκπεραιώσει ακόμα και την αποτελεσματική απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, αποτελούν τους βασικούς λόγους πίσω από την σημερινή οικονομική και επενδυτική στασιμότητα.
Το 2017 διαπιστώθηκε πλέον και από την ίδια την κυβέρνηση, η οποία άλλοτε ως αντιπολίτευση απειλούσε επενδυτές ότι «θα έχαναν τα λεφτά τους» και υπονόμευε πολυάριθμα επενδυτικά έργα, ότι τα μακροπρόθεσμα επενδυτικά κεφάλαια αλλά και το μεταρρυθμιστικό πλαίσιο που αφορά την προσέλκυση τους, πρέπει να αποτελέσουν την κυρία προτεραιότητα της κυβερνητικής πολιτικής.
Η θετική όψη των πραγμάτων για το 2018 είναι ότι η ταχύτατη ολοκλήρωση της 3ης και 4ης αξιολόγησης σχετίζεται άμεσα αφενός με την νομοθέτηση αμέτρητων εφαρμοστικών διατάξεων που προβλέπονται στο μνημόνιο και αφετέρου με την αντιμετώπιση πολλών από τα προαναφερθέντα ζητήματα σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων και των πλειστηριασμών. Οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν εξαιρετικές προοπτικές για μεγάλο αριθμό επιχειρηματικών συμφωνιών και εξαγορών στην Ελληνική αγορά με την συμμετοχή ξένων θεσμικών κεφαλαίων. Είναι σαφές, ότι στην αγορά υπάρχουν πολύ έντονες διεργασίες, κάποιες εκ των οποίων τελεσφορούν και δρομολογούνται, ενώ είναι αξιοσημείωτη η πορεία πολυάριθμων εξαγωγικών και καινοτόμων Ελληνικών εταιριών. Η μείωση του ρίσκου χώρας (country risk), η ομαλή πρόσβαση των Ελληνικών ομίλων σε φθηνό δανεισμό και η περαιτέρω δημοσιονομική «θωράκιση», ασφαλώς ανοίγει επενδυτικά το τοπίο, τόσο για εγχώρια, όσο και για ξένα επενδυτικά σχήματα, ενώ είναι πιθανόν να προκύψουν και αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας από διεθνείς οίκους αξιολόγησης, με ότι αυτό συνεπάγεται για το γενικότερο επενδυτικό προφίλ της χώρας.
Βάσει των σημερινών δεδομένων, επιβάλλεται η κατά γράμμα εφαρμογή και υλοποίηση όλων των προαναφερθέντων εφαρμοστικών διατάξεων. Την ίδια ώρα επιβάλλεται και η αλλαγή της κυβερνητικής νοοτροπίας, η οποία αρνείται να αποδεχτεί την ιδιοκτησία του μνημονίου που η ίδια διαπραγματεύτηκε και υπέγραψε, ενώ θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις ιδεοληψίες και τις λανθασμένες αντί–αναπτυξιακές πολιτικές της υπέρ-φορολόγησης και του κρατισμού, που αποτελούσαν μέρος του περιβόητου «παράλληλου προγράμματος». Είναι γεγονός ότι για πρώτη φορά η κυβέρνηση δείχνει να προσποιείται ότι προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα και έχει αντιληφθεί ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι μονόδρομος, χωρίς πλέον σενάρια και φαντασιώσεις περί εξόδου από την Ε.Ε. και αλλαγής νομίσματος. Το 2018 θα είναι κομβική χρονιά για την χώρα και αναμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον όλες τις πολιτικές, γεωπολιτικές και οικονομικές εξελίξεις που θα λάβουν μέρος τους επόμενους μήνες στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγνεσθαι.
*Ο κ. Ιωάννης Λογοθέτης εργάζεται στο City του Λονδίνου ως χρηματοοικονομικός αναλυτής σε πολυεθνικό επενδυτικό όμιλο.