Η πρόσφατη επίσκεψη του πρωθυπουργού στο Άμπου Ντάμπι ήρθε να επιβεβαιώσει μια σημαντική αλλαγή που παρατηρείται τον τελευταίο χρόνο στην ελληνική διπλωματία. Η Αθήνα συγκροτεί πλέον τη δική της εξωτερική πολιτική έναντι των χωρών της Μέσης Ανατολής, χωρίς να επιζητεί ιδιαίτερα την εμπλοκή των Βρυξελλών. Με αυτοπεποίθηση και μετριοπάθεια, η Ελλάδα οικοδομεί νέες συμμαχίες σε μια περιοχή που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αστάθεια και δομική καχυποψία. Από την επίσκεψη του Χαλίφα Χάφταρ στην Αθήνα τον περασμένο Ιανουάριο μέχρι την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας στη Βηρυτό τον Αύγουστο, η Ελλάδα έχει αρχίσει σχετικά αθόρυβα να συμμετέχει στα περιφερειακά δρώμενα.
Η επιστροφή στη Μέση Ανατολή γίνεται αυτή τη φορά με την παραίνεση της Ουάσινγκτον που επιθυμεί τη γεωπολιτική αναβάθμιση της χώρας μας. Είναι αλήθεια ότι οι κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου είχαν καλλιεργήσει ισχυρούς δεσμούς με αντιδυτικά καθεστώτα στη Συρία και στη Λιβύη. Επιπλέον, τη δεκαετία του 1980, ο Έλληνας ηγέτης έδωσε καταφύγιο σε Παλαιστίνιους μαχητές και αναβάθμισε το καθεστώς εκπροσώπησης της PLO στη χώρα μας. Το αποτέλεσμα ήταν να απομονωθεί η Ελλάδα από τους Eυρωπαίους εταίρους και τους Νατοϊκούς συμμάχους της. Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη αναγνώρισε de jure το κράτος του Ισραήλ το 1990, ως πρώτο βήμα για τη βελτίωση της εικόνας της Ελλάδας στις δυτικές πρωτεύουσες. Τα επόμενα τρία χρόνια, υπήρξε μια βραχύβια αναγέννηση των ελληνοϊσραηλινών σχέσεων.
Η δημιουργία της τουρκικής-ισραηλινής συμμαχίας, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, προκάλεσε την έντονη ελληνική αντίδραση. Η Αθήνα θεώρησε δικαιολογημένα την ενίσχυση των τουρκοϊσραηλινών αμυντικών σχέσεων ως απειλή για την εθνική ασφάλεια. Οι επόμενες ελληνικές κυβερνήσεις αποστασιοποιήθηκαν από την περιοχή, αφού θεώρησαν ότι δεν διακυβεύονται εκεί ζωτικά ελληνικά συμφέροντα. Ήταν μια κοντόφθαλμη πολιτική που στέρησε στη χώρα μας πολύτιμους συμμάχους και δημιούργησε φρούδες ελπίδες για τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην περιοχή.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η τουρκική αναθεωρητική πολιτική λειτούργησε καταλυτικά για την επαναδραστηριοποίηση της ελληνικής διπλωματίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η αρχή έγινε το 2010, στην αρχή της οικονομικής κρίσης, όταν η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου εκμεταλλεύτηκε το περιστατικό με το τουρκικό πλοίο Mavi Marmara για να προσεταιριστεί το Ισραήλ. Η σύσφιξη των σχέσεων με το Εβραϊκό Κράτος συνεχίστηκε από τις κυβερνήσεις Παπαδήμου, Σαμαρά και Τσίπρα. Παρά τις πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές τους, οι μεγαλύτερες πολιτικές δυνάμεις του τόπου έχουν αποδεχτεί τη στρατηγική φύση των ελληνοϊσραηλινών σχέσεων. Μαζί με την Κυπριακή Δημοκρατία, η Ελλάδα και Ισραήλ είναι οι μοναδικές φιλελεύθερες δημοκρατίες στην Ανατολική Μεσόγειο. Ωστόσο, η σύσταση των περιφερειακών σχημάτων πολυμερούς συνεργασίας δεν απέκλεισε την Αίγυπτο• η χώρα παραμένει ο σημαντικότερος πυλώνας της περιφερειακής αρχιτεκτονικής ασφάλειας.
Η πρόσφατη αναγνώριση του Ισραήλ από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν άνοιξε τον δρόμο για μια ισχυρότερη παρουσία της Ελλάδας στη Μέση Ανατολή. Η αμυντική συνεργασία με τα ΗΑΕ είναι ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία της ελληνικής διπλωματίας το 2020. Πάντως, η ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής ανάμεσα στις δύο χώρες που συμφωνήθηκε πρόσφατα θα έχει περισσότερο συμβολική, παρά επιχειρησιακή σημασία για την ελληνική ασφάλεια. Το Άμπου Ντάμπι εναντιώνεται στην προσπάθεια της Άγκυρας να ηγεμονεύσει στο μουσουλμανικό κόσμο και υποστηρίζει την αντιτουρκική αντιπολίτευση στη Λιβύη. Λόγω της πανισλαμιστικής πολιτικής του καθεστώτος Ερντογάν, η ελληνική κυβέρνηση χρειάζεται μουσουλμάνους συμμάχους. Μόνο έτσι η Αθήνα δεν θα επιτρέψει στην Άγκυρα να εργαλειοποιήσει τις παλιές και νέες μουσουλμανικές κοινότητες που βρίσκονται στον ελλαδικό χώρο.
Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοεί την επίδραση του θρησκευτικού παράγοντα στις νέες γεωπολιτικές ισορροπίες που διαμορφώνονται στην Ανατολική Μεσόγειο. Για αυτό τον λόγο, η χώρα μας δύναται να εκμεταλλευτεί την ήπια ισχύ που διατηρεί στην περιοχή. Η Ορθοδοξία μπορεί να λειτουργήσει σαν μια πνευματική γέφυρα φιλίας και αδελφοσύνης, διότι δεν έχει ταυτιστεί με την αποικιοκρατία και τις δυτικές επεμβάσεις στην περιοχή. Αντιθέτως, τα Πατριαρχεία της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και των Ιεροσολύμων θεωρούνται αναπόσταστο κομμάτι του περιφερειακού γίγνεσθαι. Οι χριστιανικοί πληθυσμοί της περιοχής συχνά αναμένουν το ενδιαφέρον της Αθήνας για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης τους. Η διοργάνωση της ετήσιας Διεθνούς Διάσκεψης για τον Θρησκευτικό και Πολιτιστικό Πλουραλισμό και την Ειρηνική Συνύπαρξη στη Μέση Ανατολή ήταν μια επιτυχημένη πρωτοβουλία της προηγούμενης κυβέρνησης που δυστυχώς δεν συνεχίστηκε. Τέτοιου είδους πρωτοβουλίες προσδίδουν κύρος στην ελληνική διπλωματία.
Σε κάθε περίπτωση, η επιστροφή στη Μέση Ανατολή δημιουργεί μια νέα δυναμική για την προώθηση των ελληνικών συμφερόντων. Χωρίς να πέφτει στην παγίδα της ισλαμοφοβίας, η Αθήνα διεκδικεί έναν νέο ρόλο στην περιοχή σε συνεργασία με σημαντικές μουσουλμανικές χώρες. Η εποχή της εσωστρέφειας τελείωσε.
Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι αναπληρωτής Καθηγητής στο King’s College London και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας