Η μάχη των ιδεών, επίκαιρη όσο ποτέ

Η μάχη των ιδεών, επίκαιρη όσο ποτέ

Του Γιάννη Στεφανίδη*

Ο Ιταλός κομμουνιστής πολιτικός και διανοούμενος Αντόνιο Γκράμσι είναι διάσημος επειδή απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα σε κάτι το οποίο ο Μαρξ, ο Λένιν και πολλοί «ορθόδοξοι» μαρξιστές έτειναν να υποτιμούν: τον ρόλο των ΙΔΕΩΝ στην Ιστορία.

Στο έργο του, το οποίο κατά μέγιστο μέρος συνέγραψε φυλακισμένος από το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι, ο Γκράμσι παρατηρεί ότι η κυριαρχία μιας κοινωνικής τάξης και του πολιτικού της φορέα προϋποθέτει όχι μόνο τον έλεγχο των μέσων καταναγκασμού αλλά και την επικράτηση στο πεδίο των ιδεών, την ιδεολογική της ΗΓΕΜΟΝΙΑ.

Αυτό σημαίνει ότι οι αντιλήψεις και οι αξίες του εκάστοτε «ηγεμονικού» φορέα καθίστανται μέρος των αντιλήψεων και αξιών της κοινωνίας ευρύτερα, ή, όπως αλλιώς λέγεται, γίνονται κτήμα «του κοινού νου».

Σήμερα στη χώρα μας μια μεγάλη μερίδα, αν όχι η πλειονότητα, των πολιτών συμμερίζεται τόσο παραδοσιακές αξίες (π.χ. σε σχέση με τη θρησκεία και θεσμούς όπως η Εκκλησία, οι Ένοπλες Δυνάμεις ή το «κακό μάτι») όσο και στοιχεία της (κατά τεκμήριο νεωτερικής) ιδεολογίας της Αριστεράς? αξίες και στοιχεία που συνδιαμορφώνουν και πολιτικές επιλογές.

Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι η επιρροή «αριστερών» αντιλήψεων ευνοεί νομοτελειακά την επικράτηση συγκεκριμένου πολιτικού φορέα? όταν, μάλιστα, πρόκειται για αντιλήψεις που διαχέονται μεταξύ εκπροσώπων και οπαδών ευρύτατου πολιτικού φάσματος.

Στην περίπτωσή μας, η κοινωνική διεισδυτικότητα των αριστερών αντιλήψεων στην κοινωνία ευνόησε την άνοδο ενός αριστερού πολιτικού φορέα, όταν, υπό την επήρεια της οικονομικής κρίσης, διερράγησαν οι δεσμοί εκατομμυρίων ψηφοφόρων με τα δύο «παραδοσιακά» κόμματα εξουσίας.

Δεν είναι τυχαίο ότι το κόμμα που επωφελήθηκε περισσότερο από τις τεκτονικές μετατοπίσεις του 2012-15 δεν ήταν το «ορθόδοξο» ΚΚΕ, αλλά ο «αναθεωρητικός» ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό συνέβη διότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να «πατήσει» τόσο σε ένα παραδοσιακό υπόστρωμα ιδεών (π.χ. την ενστικτώδη μετάθεση της ελληνικής κακοδαιμονίας σε ξένες συνωμοσίες, κατά κανόνα δυτικής προέλευσης) όσο και στις ισχυρές προσμίξεις αριστερής ιδεολογίας που είχαν μπολιάσει την πολιτική μας κουλτούρα, ιδίως μετά την εμπειρία της δικτατορίας.

(Την ίδια περίοδο επωφελήθηκε και η Άκρα Δεξιά, αλλά αυτό είναι άλλης τάξεως συζήτηση).

Ποια είναι τα στοιχεία που υποδηλώνουν την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς; Απλοποιώντας, θα λέγαμε ότι, κατά βάση, απηχούν την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι ο κόσμος των ανθρώπων αλλά και των κρατών χωρίζεται σε «προνομιούχους» και μη? ότι το υφιστάμενο οικονομικό σύστημα, ο καπιταλισμός, συντηρεί αυτή την ανισοκατανομή πόρων σε βάρος των μη προνομιούχων? επομένως, η ανατροπή του καπιταλισμού διανοίγει ευκαιρίες για τους «πολλούς», με τους οποίους η ταύτιση είναι εύκολη.

Μια ματιά σε έρευνες κοινής γνώμης, αλλά και εκλογικά αποτελέσματα, δείχνει ότι οι αντιλήψεις αυτές έχουν ευρύτατη απήχηση. Σύμφωνα με περσινή έρευνα της Διανέοσις, τα δύο τρίτα των Ελλήνων αβίαστα δηλώνουν ότι ο καπιταλισμός είναι «κακό πράγμα». Ικανό ποσοστό δηλώνουν διατεθειμένοι να δοκιμάσουν μια εναλλακτική επιλογή, και μάλιστα προβάλλουν αυτή την επιθυμία τους στο παρελθόν: Σύμφωνα με έρευνα του 2008 για τον εμφύλιο της περιόδου 1946-49, το 23% δήλωνε ότι θα συντασσόταν με την «Αριστερά» έναντι ποσοστού 14% για τη «Δεξιά».

Σαφές δείγμα αριστερής ιδεολογικής ηγεμονίας αποτελεί σήμερα η στάση ευρέως φάσματος Ελλήνων πολιτικών απέναντι στη διαχείριση της εμπειρίας των χωρών της Ευρώπης που βίωσαν ολοκληρωτικά καθεστώτα.

Στην Αριστερά επικρατεί η αντίληψη ότι το κομμουνιστικό εγχείρημα του 20ού αιώνα, όπως εκτυλίχθηκε στη Σοβιετική Ένωση και αλλού, υπήρξε μια αξιέπαινη προσπάθεια για τη χειραφέτηση του προλεταριάτου και της ανθρωπότητας από την «εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο» (όπως προσφυώς έχει παρατηρηθεί, ο σοσιαλισμός σημαίνει ακριβώς το... αντίθετο)? αν αυτό το εγχείρημα δεν είχε ευτυχή κατάληξη, είναι επειδή είτε προδόθηκε (θέση «ορθοδόξων») είτε εξετράπη της πορείας του (θέση «αναθεωρητών»).

Το συμπέρασμα είναι ότι ο εφαρμοσμένος (υπαρκτός, αν θέλετε) κομμουνισμός, στις διάφορες μορφές του, δεν πρέπει να συγχέεται με τον φασισμό και τον ναζισμό, ως όψεις του ίδιου φαινομένου, του ολοκληρωτισμού. Την άποψη αυτή ασπάζονται Έλληνες πολιτικοί από μη αριστερά κόμματα, χωρίς να προκαλούν αντιδράσεις από τον πολιτικό τους χώρο, που θεωρεί ΔΕΔΟΜΕΝΗ την αριστερή προσέγγιση.

Τι κι αν αυτό μας καθιστά παραφωνία σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, ιδίως τους προς βορράν γείτονές μας, οι οποίοι, σε αντίθεση με εμάς, βίωσαν στο πετσί τους τον εφαρμοσμένο κομμουνισμό;

Θα ρωτήσετε: Έχει, εντέλει, μεγάλη σημασία αυτή η συζήτηση; Μήπως προέχει «το ξεπέρασμα των διαχωριστικών γραμμών του παρελθόντος», όπως είχε διακηρύξει ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής από τον Άη Στράτη, το 2005, όπου τίμησε τη μνήμη εκατοντάδων αριστερών εξορίστων;

Η στάση αυτή θυμίζει οικογένεια που θάβει τα ενδοοικογενειακά της τραύματα κάτω από χαλί, με την ελπίδα ότι θα τα επουλώσει ο χρόνος. Δεν είναι αργά να αντιληφθούμε ότι αν η παραίτηση του «αστικού» χώρου από τη μάχη της ιδεολογικής ηγεμονίας έστρωσε τον δρόμο στην πανάκριβη δοκιμασία της «πρώτης (;) φοράς Αριστεράς», σήμερα υπονομεύει κάθε σοβαρή μεταρρυθμιστική προσπάθεια στην Παιδεία, την Οικονομία ή τη Δημόσια Διοίκηση.

Είναι καιρός να αναρωτηθούμε μήπως, μακροπρόθεσμα, η μάχη των ιδεών είναι πολύ πιο καίρια από την υπεράσπιση επιδομάτων και συντάξεων.

* Ο Γιάννης Στεφανίδης διδάσκει Διπλωματική Ιστορία στη Νομική του ΑΠΘ.