Οι δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ υποβοηθούν το στόχο της ελληνικής κυβέρνησης για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων δηλώνει στο liberal.gr ο καθηγητής Πάνος Τσακλόγλου χαρακτηρίζοντας ταυτόχρονα σωστή την τακτική της κυβέρνησης να δώσει βάρος σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις φιλικές προς το επιχειρείν. Επίσης σημειώνει πως οι αγορές επιβραβεύουν τη σημερινή κυβέρνηση ενώ σχετικά με τις φοροελαφρύνσεις επισημαίνει πως είναι απαραίτητες στους τομείς της παραγωγής και της εργασίας.
Ο καθηγητής καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών αναφέρει ότι μια διεθνής κρίση ή μια κρίση όπως αυτή από το Brexit θα επηρεάσει και την ελληνική οικονομία, δεδομένου ότι η προηγούμενη κυβέρνηση δεν εκμεταλλεύθηκε τις ευνοϊκές συνθήκες τις περιόδου 2015 – 2017 επιλέγοντας «περήφανη διαπραγμάτευση» που καθήλωσε την οικονομία σε στασιμότητα.
Σε ό,τι αφορά τις φοροελαφρύνσεις που σχεδιάσει, σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση τονίζει πως «στην παρούσα φάση η προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στη μείωση της φορολογίας των κερδών, των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και, ενδεχομένως, της φορολογίας εισοδήματος, παρά στη μείωση των φόρων κατανάλωσης ή περιουσίας».
Συνέντευξη στον Χρήστο Ν. Κώνστα
- Είναι προφανές ότι με τις δηλώσεις Λαγκάρντ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δημιουργείται ένα νέο σκηνικό όσον αφορά τους αυστηρούς δημοσιονομικούς περιορισμούς. Πιστεύετε ότι υπάρχει ευεπίφορο έδαφος για αλλαγή των στόχων και ποια πρέπει να είναι η στρατηγική της κυβέρνησης;
Αναμφίβολα, οι δηλώσεις της κυρίας Λαγκάρντ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορούν να υποβοηθήσουν το στόχο της ελληνικής κυβέρνησης για μείωση του ύψους των πρωτογενών πλεονασμάτων που έχει συμφωνήσει η προηγούμενη κυβέρνηση με τους δανειστές της χώρας. Όμως, αυτοί που θα αποφασίσουν τελικά επ' αυτού είναι οι κυβερνήσεις των δανειστών, που διακατέχουν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους. Μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων, ουσιαστικά, σημαίνει υψηλότερο κόστος για τους δανειστές.
Για να μπορέσει να έχει ένα πειστικό επιχείρημα η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να μπορεί να δείξει ότι η μείωση των πλεονασμάτων θα συνδυαστεί με μέτρα που ενθαρρύνουν τις επενδύσεις και, επομένως, υποβοηθούν, την επιτάχυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης και, τελικά, την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους. Επομένως, θεωρώ σωστή την τακτική της κυβέρνησης να δώσει πρώτα βάρος σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις φιλικές προς το επιχειρείν και κατόπιν να ανοίξει τη συζήτηση για μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων.
- Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον επιδεινώνεται διαρκώς και η ιστορία του Brexit είναι πιθανό να προκαλέσει νέες αναταράξεις. Πως επηρεάζεται η Ελλάδα;
Πράγματι, τους τελευταίους μήνες οι διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, World Bank) αλλά και οι επενδυτικοί οίκοι αναθεωρούν προς τα κάτω τις προβλέψεις τους για τους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης όλων σχεδόν των περιοχών του πλανήτη για την επόμενη χρονιά. Κύρια αιτία θεωρείται η προστατευτική πολιτική του προέδρου Τραμπ. Αυτή επηρεάζει αρνητικά τις οικονομικές προοπτικές πολλών σημαντικών εμπορικών μας εταίρων με έντονη εξαγωγική δραστηριότητα, όπως η Γερμανία. Δίπλα σε αυτό, έχουμε μία σειρά κρίσεων που επηρεάζουν άμεσα άλλους σημαντικούς μας εμπορικούς εταίρους.
- Ποια θεωρείτε εσείς σημαντικότερη από αυτές τις κρίσεις;
Σίγουρα το Brexit, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε και τη σχεδόν ενδημική κρίση ακυβερνησίας της γειτονικής μας Ιταλίας που επηρεάζει αρνητικά το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης, αλλά και τη χειροτέρευση των οικονομικών προοπτικών των Τουρκίας με τις ανορθόδοξες πολιτικές που επιβάλει ο πρόεδρος Ερντογάν. Προφανώς, αυτή η χειροτέρευση των οικονομικών προοπτικών σημαντικών μας εταίρων κάθε άλλο παρά ευνοεί την προσπάθεια της Ελλάδας για αύξηση των εξαγωγών τόσο αγαθών όσο και υπηρεσιών, με αρνητικές συνέπειες για τον αναμενόμενο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης της χώρας. Δυστυχώς, όταν οι διεθνείς οικονομικές συνθήκες ήταν εξαιρετικά ευνοϊκές, κατά την περίοδο 2015-2017 η τότε κυβέρνηση αρχικά έκανε την «περήφανη διαπραγμάτευση» που μας έφερε στο χείλος της καταστροφής και, κατόπιν, είχαμε τις διαρκείς προστριβές με τους εταίρους μας που καθήλωσαν την οικονομία σε στασιμότητα.
- Πως αντιμετωπίζουν τις πρώτες πρωτοβουλίες της νέας ελληνικής κυβέρνησης, οι αγορές και πως οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης; Υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να θέσει ως προτεραιότητα η Ελληνική κυβέρνηση;
Νομίζω ότι η αντιμετώπιση των αγορών είναι πολύ θετική, όπως φαίνεται τόσο από τη ραγδαία αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού του ελληνικού δημοσίου όσο και, κυρίως, από τη σταδιακή αποκλιμάκωση των spreads. Θεωρώ ότι μέχρι στιγμής, οι αγορές επιβραβεύουν κυρίως τις προθέσεις της κυβέρνησης για υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων φιλικών προς το επιχειρείν.
Περαιτέρω αποκλιμάκωση θα παρατηρηθεί όταν οι μεταρρυθμίσεις αυτές υλοποιηθούν και αρχίσουν να αποδίδουν καρπούς. Οι αντιδράσεις των κυβερνήσεων της ευρωζώνης είναι επίσης θετικές αν και, όπως θα ήταν αναμενόμενο, περισσότερο συγκρατημένες. Πάντως, νομίζω ότι οι ηγέτες των άλλων χωρών αντιμετωπίζουν θετικά το ότι στο τιμόνι της χώρας βρίσκεται ένας άνθρωπος που «μιλά την ίδια γλώσσα» με αυτούς.
- Υπάρχει δημοσιονομικός χώρος για φοροελαφρύνσεις; Προς ποια κατεύθυνση;
Με τους δεδομένους δημοσιονομικούς περιορισμούς, ο χώρος για φοροελαφρύνσεις είναι σχετικά περιορισμένος, εκτός αν αυτές συνδυαστούν με περιορισμό των δημοσίων δαπανών ή δραστικό περιορισμό της φοροδιαφυγής. Αναμφίβολα, όλοι σχεδόν οι φορολογικοί συντελεστές στην Ελλάδα αυξήθηκαν απότομα τα τελευταία χρόνια και είναι υψηλοί σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Όλοι σχεδόν οι φόροι είναι βλαπτικοί για την οικονομική ανάπτυξη, είναι όμως αναγκαίοι για τη χρηματοδότηση των δημοσίων αγαθών.
Όμως, η οικονομική βιβλιογραφία δείχνει ότι κάποιοι φόροι είναι περισσότερο βλαπτικοί για την ανάπτυξη απ' ότι κάποιοι άλλοι. Αν στόχος είναι η επιτάχυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης, προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στη μείωση των φόρων που επιβαρύνουν την παραγωγή και μειώνουν τα κίνητρα για ανάληψη επενδυτικού κινδύνου και προσφοράς εργασίας. Από αυτή την οπτική, νομίζω ότι στην παρούσα φάση η προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στη μείωση της φορολογίας των κερδών, των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και, ενδεχομένως, της φορολογίας εισοδήματος, παρά στη μείωση των φόρων κατανάλωσης ή περιουσίας.
- Από την πρώτη μέρα που ανέλαβε την εξουσία η νέα κυβέρνηση μιλά για μειώσεις φόρων και εισφορών. Είναι αυτή η μοναδική συνταγή; Είναι επαρκής; Τι κατά την άποψη σας πρέπει να γίνει;
Για τους λόγους που ανέφερα προηγουμένως, θεωρώ ότι η μείωση των φόρων και των εισφορών θα έχει θετικό αντίκτυπο στο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης. Όμως, σε καμία περίπτωση οι μειώσεις αυτές δεν θα πρέπει να οδηγήσουν σε υποαπόδοση των δημοσιονομικών στόχων, εκτός αν αυτοί αναθεωρηθούν προς τα κάτω σε συμφωνία με τους εταίρους μας.
Διαφορετικά, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να αναστραφούν οι θετικές εξελίξεις που παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα στην αγορά ομολόγων και να αυξηθεί το κόστος δανεισμού του δημοσίου (και, κατ' επέκταση, του ιδιωτικού) τομέα. Όμως, οι φοροελεφρύνσεις σίγουρα δεν είναι αρκετές. Μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι να μείνει η χώρα μας αταλάντευτα στο δρόμο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Αυτές οδηγούν σε άνοδο της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και ταχύτερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Η κυβέρνηση φαίνεται να αντιλαμβάνεται αυτή την αναγκαιότητα και σημαντικό μέρος των προγραμματικών διακηρύξεών της αλλά και των πρώτων αποφάσεών της αφορούν στην υιοθέτηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.