Η κυβέρνηση «σκοτώνει» με τροπολογία την αποκρατικοποίηση του ΔΕΣΦΑ

Η κυβέρνηση «σκοτώνει» με τροπολογία την αποκρατικοποίηση του ΔΕΣΦΑ

Του Ασημάκη Παπαγεωργίου*

Με τρόπο μη σύννομο προς το ευρωπαϊκό και εθνικό δίκαιο, και παραβιάζοντας τη συμφωνία που έχει υπογραφεί μεταξύ ΤΑΙΠΕΔ και SOCAR για την είσοδο του εν λόγω στρατηγικού επενδυτή κατά 66% στο μετοχικό κεφάλαιο του ΔΕΣΦΑ, ο υπουργός ΠΕΝ, κ. Σκουρλέτης, ναρκοθετεί ακόμη μία επένδυση ύψους 400 εκατομμυρίων ευρώ στον χώρο της ενέργειας.

Με βάση την τροπολογία που κατέθεσε στη Βουλή, ο κ. Σκουρλέτης, στο νομοσχέδιο για τους υδρογονάνθρακες που συζητήθηκε στην Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου, με αναδρομικό τρόπο μειώνεται το ρυθμιζόμενο (από τη ΡΑΕ) ύψος των παγίων που χρησιμοποιούνται ως βάση αναφοράς για τον υπολογισμό των εσόδων του ΔΕΣΦΑ. Συνεπώς το κράτος επιβάλλει και δη αναδρομικά (γεγονός που εγείρει και επιπρόσθετα ζητήματα αντισυνταγματικότητας) στην ανεξάρτητη αρχή ποια στοιχεία της περιουσιακής βάσης λαμβάνει υπόψη της και ποια όχι, προχωρώντας σε μία εξόφθαλμη όσο και πρωτοφανή παράκαμψη του ανεξάρτητου ρόλου της.

Πολλαπλά ερωτήματα γεννώνται από τη σπουδή του Υπουργείου να προχωρήσει στην κατάθεση της εν λόγω τροπολογίας, χωρίς πρότερη συνεννόηση ούτε με το ΤΑΙΠΕΔ, τον πλειοψηφούντα μέτοχο από πλευράς του Δημοσίου σε ποσοστό 65% του ΔΕΣΦΑ, ούτε με τον μειοψηφούντα μέτοχο (ΕΛΠΕ), αλλά ούτε με τον υποψήφιο επενδυτή (SOCAR) κατά παράβαση των όρων της αποκρατικοποίησης. Ακόμη μεγαλύτερα ερωτηματικά γεννώνται μάλιστα τη στιγμή που, με βάση τις υπάρχουσες πληροφορίες, έχει βρεθεί η κατάλληλη φόρμουλα μεταβίβασης ποσοστού 17% σε Ευρωπαίο διαχειριστή ώστε η αποκρατικοποίηση να πάρει το «πράσινο φως» των ευρωπαϊκών αρχών ανταγωνισμού, ενώ και οι θεσμοί έχουν θέσει ως προαπαιτούμενο την ολοκλήρωση του Κανονισμού Τιμολόγησης των υποδομών φυσικού αερίου προκειμένου η συμφωνία να ολοκληρωθεί.

Περαιτέρω, η προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, που αποτελεί πυρήνα της ρητορικής του Υπουργείου σε ανακοίνωση με την οποία επιχειρεί να δικαιολογήσει τις αντιδράσεις, επαπειλείται παρά προστατεύεται για δύο λόγους: Πρώτον, διακινδυνεύεται μία επένδυση με ευρύτερη γεωπολιτική και γεωστρατηγική σημασία πέρα από τα άμεσα οικονομικά οφέλη, που απορρέει από το γεγονός πως η SOCAR είναι παράλληλα μέτοχος και στον αγωγό TAP, τη σημαντικότερη ξένη επένδυση των τελευταίων ετών στον κλάδο της ενέργειας και όχι μόνο. Η SOCAR είναι επίσης μέτοχος και στην κοινοπραξία του Shah Deniz, που διαχειρίζεται το αζέρικο αέριο, αλλά και στον αγωγό TANAP, που πρόκειται να το μεταφέρει μέχρι την περιοχή της Ευρώπης. Δεύτερον, το ίδιο το ελληνικό δημόσιο πρόκειται με τη διαδικασία της αποκρατικοποίησης να καταστεί άμεσος μέτοχος με καταστατική μειοψηφία στον ΔΕΣΦΑ (34%). Αυτονόητα κάθε απομείωση της αξίας του ή προσβολή της αξίας περιουσιακών του στοιχείων και επενδύσεων λειτουργεί αυτονόητα εις βάρος ενός περιουσιακού στοιχείου στο οποίο πρόκειται να μετέχει με άμεσο τρόπο το Δημόσιο.

Βάσει των προβλέψεων του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου, αποκλειστικά αρμόδια τόσο για τον προσδιορισμό των τιμολογίων πρόσβασης τρίτων, όσο επίσης και για τη διαμόρφωση της μεθοδολογίας διαμόρφωσης τους είναι η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, η οποία και είναι επιφορτισμένη με την έγκριση των στοιχείων που υποβάλλει ο Διαχειριστής για την περιουσιακή του βάση (ως προς την αξία των παγίων, τυχόν επιχορηγήσεων κ.ά.). Αυτό ρητά υπαγορεύεται τόσο από την ευρωπαϊκή οδηγία για τον διαχωρισμό των δικτύων του φυσικού αερίου (άρθρο 41 στην οδηγία 2009/73 και άρθρο 13 στον Κανονισμό 715/2009) και την εναρμόνιση της οδηγίας με το εθνικό δίκαιο (άρθρο 88 στον Ν. 4001/11).

Επί της ουσίας και από την «πίσω πόρτα» η κυβέρνηση «επιβάλλει» στον αρμόδιο Ρυθμιστή να επανυπολογίσει το ποσό που καλείται να ανακτήσει ο Διαχειριστής για τη χρήση των υποδομών και τις επενδύσεις του. Πρόκειται για ακόμη μία κίνηση ελέγχου και υποβάθμισης του ρόλου της αρμόδιας ανεξάρτητης αρχής στον κλάδο της ενέργειας, της ΡΑΕ, η οποία ξεκίνησε με το επί της ουσίας «ξήλωμα» της προηγούμενης σύνθεσης της Ολομέλειας, και της αντικατάστασης της με στελέχη της αρεσκείας της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου.

Η κυβέρνηση προχωρά σε αυτήν την ενέργεια επικαλούμενη τον αριθμό του 68% για αυξήσεις που σε διαφορετική περίπτωση πρόκειται να προκύψουν στα τιμολόγια χρήσης του ΕΣΦΑ, οι οποίες αφενός αφορούν αποκλειστικά το σκέλος του κόστους χρήσης των υποδομών (το οποίο αποτελεί το 3,5% του συνολικού τιμολογίου ΦΑ, το οποίο με την εν λόγω αύξηση πρακτικά μεταφράζεται σε ένα πραγματικό μεσοσταθμικό ύψος αύξησης περί το 1,5 - 2%) και αφετέρου στα επόμενα έτη θα μειωθούν εκ νέου σημαντικά με βάση την εκτιμώμενη μελλοντική αύξηση της ζήτησης φυσικού αερίου.

Ειδικότερα, προτείνεται με αυθαίρετο τρόπο η μείωση της «ανακτήσιμης διαφοράς» των 829 εκατ. ευρώ που έχει λαμβάνειν ο ΔΕΣΦΑ από προηγούμενα χρόνια. Βάσει της τροπολογίας, αφαιρούνται για τα έτη 2012-15 από τον υπολογισμό της Ρυθμιζόμενης Περιουσιακής Βάσης (ΡΒΠ) του Διαχειριστή Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ) οι επιχορηγήσεις, οι οποίες είχαν ενσωματωθεί στο μετοχικό κεφάλαιο του Διαχειριστή κατά τη σύσταση της εταιρείας το 2007. Ως εκ τούτου, μειώνεται η ΡΒΠ του Διαχειριστή για τα παραπάνω έτη, κατά περίπου 200 εκατ. ευρώ. Επιπλέον με την τροπολογία η ανακτήσιμη διαφορά των ετών 2006 - 2010, η οποία είχε οριστεί το 2012 σε 319 εκατ. ευρώ, επανακαθορίζεται στα 213 εκατ. ευρώ.

Αυτό που απομένει να φανεί είναι η στάση τόσο των ευρωπαϊκών θεσμών απέναντι σε μία τέτοιου είδους ενέργεια, όσο και των επενδυτών που εμπλέκονται στη διαδικασία αποκρατικοποίησης του ΔΕΣΦΑ, και οι οποίοι διατήρησαν ζεστό μέχρι σήμερα το ενδιαφέρον τους, παρά τα προσκόμματα της πολιτικής αστάθειας και των καθυστερήσεων από τις ευρωπαϊκές αρχές ανταγωνισμού.

* Ο κ. Ασημάκης Παπαγεωργίου είναι οικονομολόγος, πρ. υφυπουργός Ενέργειας.