Του Γιώργου Φιντικάκη
Στο παρά πέντε της εξόδου από το μνημόνιο, και το μήνυμα που εκπέμπεται είναι ότι η κυβέρνηση έχει αποτύχει να δημιουργήσει εγκαίρως προϋποθέσεις στιβαρής ανάκαμψης της οικονομίας.
Αντί να δίνει βάρος στις μεταρρυθμίσεις, καλλιεργεί υποσχέσεις για φιλολαϊκά μέτρα, όπως αυξήσεις μισθών, ελαφρύνσεις και διορισμούς, τομείς στους οποίους φαίνεται ότι εστιάζει το περίφημο "ελληνικό μνημόνιο", το οποίο και συναντά ισχυρές ενστάσεις από Βρυξέλλες, Φρανκφούρτη και Βερολίνο. Στο μόνο, όπως λέγεται, ότι συμφώνησαν στις συναντήσεις των τελευταίων ημερών Αθήνα και πιστωτές, είναι ότι πρέπει να υπάρξει μία στενή μεταμνημονιακή σχέση, όχι όμως με τους "κανόνες" που προωθεί η ελληνική πλευρά.
Στο νήμα της εξόδου από το πρόγραμμα, και στον απόηχο των τελευταίων δηλώσεων του Πρωθυπουργού ότι ανατέλλει μια νέα εποχή ελπίδας και αισιοδοξίας με το πέρασμα στη μεταμνημονιακή εποχή, το Liberal ζήτησε τη γνώμη πέντε γνωστών ακαδημαϊκών από το χώρο της οικονομίας. Του Δημήτρη Βαγιανού (London School of Economics), του Κώστα Μήλα (Πανεπιστήμιο του Liverpool), του Θεόδωρου Πελαγίδη (Πανεπιστήμιο Πειραιά), του Παναγιώτη Πετράκη (ΕΚΠΑ), και του Γιώργου Παγουλάτου (Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών).
Κοινός παρονομαστής των απόψεων και των πέντε, είναι ότι συνεχίζουμε να τρώμε από τις σάρκες μας, και ότι μετά από τόσα χρόνια μνημονίων, παλιές και νέες παθογένειες της οικονομίας κρύβονται σαν βόμβες κάτω από το χαλί, έτοιμες να ενεργοποιηθούν ανά πάσα στιγμή. Πολλώ δε μάλλον, όταν το 87,7% των οφειλετών στην Εφορία, δηλαδή 3,5 εκατομμύρια, εμφανίζουν ληξιπρόθεσμες οφειλές κάτω των 5.000 ευρώ. Δηλαδή ο μισός οικονομικά ενεργός πληθυσμός της χώρας είναι "οικονομικά αιχμάλωτος" για λιγότερο από 5.000 ευρώ.
Σε μια στιγμή όπου η Ελλάδα βρίσκεται με το ένα πόδι έξω από το μνημόνιο, και οι συνομιλητές μας συμφωνούν ότι ελάχιστες από τις ουσιαστικές, και όχι τυπικές, για κάτι τέτοιο προϋποθέσεις, έχουν πραγματικά εκπληρωθεί. Απόρροια φόρων, και χρεών, η καταναλωτική εμπιστοσύνη παραμένει υποτονική, στις επενδύσεις οι επιδόσεις είναι χαμηλές, ενώ στις μεταρρυθμίσεις επικρατεί η νοοτροπία της απλής εκπλήρωσης των προαπαιτουμένων.
Αρκεί δηλαδή αυτά να βγαίνουν από τη λίστα των εκκρεμοτήτων (μέσω της ψήφισης κάποιου νόμου ή την έκδοση κάποιας υπουργικής απόφασης), δίχως να νοιάζεται κανείς για το πραγματικό τους αντίκτυπο σε οικονομία και κοινωνία. Ας μην μας προκαλεί επομένως έκπληξη, όπως σημειώνει με νόημα εις εκ των πανεπιστημιακών, ότι το βασικό σενάριο πολλών διεθνών αναλυτών για την επόμενη δεκαετία, μιλά για χαμηλό μέσο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, της τάξης του 1%-1,5%.
Και επειδή η Ελλάδα έχει αρκετό ακόμη δρόμο να διανύσει προκειμένου να κερδίσει την εμπιστοσύνη επενδυτών και αγορών, κάποιοι εκ των συνομιλητών μας, τονίζουν πόσο μεγάλη χρησιμότητα θα είχε η ένταξη μας μετά τον Αύγουστο σε μια προληπτική γραμμή πίστωσης. Με τη διαφορά ότι οι δανειστές, ούτε που θέλουν να ακούν για κάτι τέτοιο, αφού θα σήμαινε νέο Πρόγραμμα για την Ελλάδα, κάτι που η ελληνική κυβέρνηση – αντιστρέφοντας την πραγματικότητα - το διαφημίζει ως επίτευγμά της.
Μέτριες επιδόσεις, χαμηλοί ρυθμοί την επόμενη δεκαετία
Στην απουσία όλων εκείνων των ενδείξεων ότι η Ελλάδα είναι σε θέση να σταθεί στα πόδια της, αναφέρεται ο Δημήτρης Βαγιανός, καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο London School of Economics. Μπορεί όπως λέει, το 2017 να αυξήθηκε το ΑΕΠ κατά 1,4% και οι επενδύσεις κατά 9,6% ή να μειώθηκαν ελαφρά τα κόκκινα δάνεια, αλλά η βελτίωση δεν είναι ικανοποιητική, ως μέρος της γενικότερης εικόνας. Αφενός ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ήταν από τους χαμηλότερους στην ευρωζώνη, ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο, αφού η οικονομία υπολειτουργεί. Αφετέρου το εμπορικό ισοζύγιο παραμένει ελλειμματικό και με ελαφρά αυξανόμενη τάση, παρά την μεγάλη εσωτερική υποτίμηση από την αρχή της κρίσης. Την ίδια στιγμή το επιχειρηματικό περιβάλλον χειροτερεύει: Στην κατάταξη Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα έχει χάσει 10 θέσεις από το 2015, ενώ είχε κερδίσει 51 την περίοδο 2009-2014. Τα φορολογικά και ασφαλιστικά βάρη για επιχειρήσεις και εργαζομένους είναι από τα υψηλότερα στον ΟΟΣΑ, η δομή και τα κίνητρα στο Δημόσιο δεν έχουν ουσιαστικά αλλάξει, ενώ σε τομείς, όπως η Παιδεία, έχει σημειωθεί σημαντική οπισθοδρόμηση. Δεν θα πρέπει επομένως να μας εκπλήσσει, σημειώνει ο κ. Βαγιανός, ότι το βασικό σενάριο πολλών διεθνών αναλυτών, μιλά για χαμηλό μέσο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά την επόμενη δεκαετία, γύρω στο 1% με 1,5%.
Χάρτινος πύργος το επενδυτικό αφήγημα
Στην υστέρηση που παρουσιάζουν οι μεταρρυθμίσεις, στέκεται ο Κώστας Μήλας, επικεφαλής του Ερευνητικού Τομέα στο Τμήμα Οικονομικών, Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, του Πανεπιστήμιου του Liverpool. Σαν παράδειγμα φέρνει την απόφαση της Uber να αναστείλει τη λειτουργία της με ιδιώτες οδηγούς στην Ελλάδα, γεγονός που δείχνει, όπως λέει, πόσο περιοριστικοί είναι οι κανονισμοί στη λειτουργία των άμεσων ξένων επενδύσεων. Σύμφωνα με το αντίστοιχο δείκτη του World Economic Forum (2017-2018), η Ελλάδα κατατάσσεται στην ...115 θέση , δηλαδή 17 θέσεις κάτω από την Δημοκρατία του Κονγκό. Σε έναν άλλο δείκτη, αυτόν που μετρά την "ποιότητα θεσμών και κανονισμών" (regulatory quality) της Παγκόσμιας Τράπεζας, και ο οποίος καταγράφει την ικανότητα ενός κράτους να εφαρμόζει πολιτικές οι οποίες παροτρύνουν την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, βρισκόμαστε (μεταξύ 215 χωρών) σε χειρότερη θέση από την Αλβανία. Τέλος, το Global Competitiveness Report του World Forum μας κατατάσσει, το 2017-2018, στην 106η θέση μεταξύ 137 κρατών σε σχέση με το κατά πόσον εμπιστευόμαστε τους πολιτικούς μας ηγέτες. "Όταν ούτε εμείς οι Έλληνες, δεν εμπιστευόμαστε την πολιτική μας ηγεσία, είναι δυνατόν να ελπίζουμε ότι επενδυτές θα ρισκάρουν εδώ τα όποια κεφάλαια τους, όταν η τύχη τους θα εξαρτάται από την αμφισβητήσιμη φερεγγυότητα των κυβερνώντων ;", διερωτάται ο κ. Μήλας.
Τρώμε τις σάρκες μας
Σε μια πιο πολιτική προσέγγιση, λόγω και της διπλής του ιδιότητας, ως καθηγητή Οικονομικής Ανάλυσης του Πανεπιστημίου Πειραιά και ταυτόχρονα συμβούλου μακροοικονομίας του Προέδρου της ΝΔ, ο Θεόδωρος Πελαγίδης, επισημαίνει ότι η κυβέρνηση ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την επιβίωσή της, καθώς και για το πως θα πλήξει τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Και προσθέτει ότι στο πλαίσιο αυτό, και με την ένοχη ανοχή των εταίρων και πιστωτών, η κυβέρνηση δημιουργεί τη δική της προληπτική πιστωτική γραμμή με θύμα την ανάπτυξη, αλλά με σκοπό να διατηρήσει προσεχώς ανοικτή την πιθανότητα μιας έστω "μαλακής σύγκρουσης" με τους δανειστές. Είναι στο πλαίσιο της προσπάθειάς της να επεκτείνει τον χρόνο ζωής της, αν και όταν βρει ένα παράθυρο να μοιράσει μερικά λεφτά στους πελάτες της, αφού -όπως ο ίδιος επισημαίνει- δεν υπάρχει καμία σοβαρή προοπτική ουσιαστικής ανάκαμψης της οικονομίας και των εισοδημάτων. Οι τράπεζες δεν μπορούν να δανείσουν, η εθνική αποταμίευση ούτε κατά διάνοια επαρκεί και οι ξένες επενδύσεις συνεχίζουν να είναι ελάχιστες. "Σαν αποτέλεσμα, τρώμε τις σάρκες μας αφού οι αποσβέσεις είναι περισσότερες, και περιορίζοντας το φυσικό κεφάλαιο, η παραγωγικότητα υστερεί συνεχώς", καταλήγει ο κ. Πελαγίδης, προσθέτοντας ότι εδώ που φτάσαμε, η χώρα χρειάζεται μια φιλελεύθερη κυβέρνηση που θα ρυθμίσει από την αρχή την οικονομία, και εν συνεχεία θα διαπραγματευτεί δυναμικά ξανά με τους πιστωτές για τα σπασμένα της εποχής ΣΥΡΙΖΑ.
Το επόμενο τρίμηνο θα μας φανεί πολύ μεγάλο
Σειρά από αιτίες που καθιστούν απαραίτητη μια έξωθεν ομπρέλα στήριξης μετά τον Αύγουστο, κατονομάζει ο Παναγιώτης Πετράκης, καθηγητής Οικονομικών Επιστημών στο ΕΚΠΑ. Στο εσωτερικό, κρίσιμα για τις εξελίξεις θα είναι τα μακροοικονομικά μεγέθη του α' τριμήνου, τα επικείμενα αποτελέσματα των stress tests των τραπεζών και οι πλειστηριασμοί. Στο εξωτερικό μέτωπο, είναι η ανησυχία για τα εθνικά θέματα (Σκοπιανό, Ελληνοτουρκικά), και οι επιπτώσεις τους στην οικονομία. Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσει κανείς την αναμενόμενη άνοδο των επιτοκίων, και τις αποφάσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους. Όσο για τις μεταρρυθμίσεις, θεωρεί λογικό ότι δεν έχουν ακόμη φανεί, αφού η απόδοσή τους εκτείνεται συνήθως από πέντε έως δέκα χρόνια, εφόσον βεβαίως στο μεταξύ δεν ανατραπούν. "Για όλους τους παραπάνω λόγους, η πιο λογική αναμενόμενη εξέλιξη, θα ήταν η ένταξή μας σε μια προληπτική γραμμή πίστωσης ή ένα υβριδικό σχήμα επίβλεψης για περιορισμένο χρονικό διάστημα, στου οποίου τα οικονομικά και κοινωνικά κόστη, έχουμε, έτσι και αλλιώς, συμφωνήσει", τονίζει ο κ. Πετράκης.
Μετά από τέτοια ύφεση, η οικονομία θα έπρεπε να καλπάζει
Στα δύο πρόσωπα της ελληνικής οικονομίας αναφέρεται από τη πλευρά του ο Γιώργος Παγουλάτος, καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Χαρακτηρίζει αφενός ως θετική εξέλιξη τη μεγέθυνση 1,4% που κατέγραψε πέρυσι το ΑΕΠ, αφετέρου όμως ως απογοητευτική επίδοση, αν συγκριθεί τόσο με τις αρχικές προβλέψεις, όσο και με το ρυθμό μεγέθυνσης της υπόλοιπης ευρωζώνης. Βλέποντας την ακόμη μεγαλύτερη εικόνα, μιλά για την αρνητική τα τελευταία χρόνια αποταμίευση ως ποσοστό επί του διαθέσιμου εισοδήματος, που μειώθηκε περαιτέρω το 2017 (σε -7,5%) λόγω της υπερφορολόγησης, την ιδιωτική κατανάλωση που για τον ίδιο λόγο παρέμεινε στάσιμη, και τον δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης που βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο όλης της ΕΕ-28. Και μπορεί, η περυσινή ασθενική ανάπτυξη να στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά στην αύξηση των επενδύσεων (σε μεταφορικό και μηχανολογικό εξοπλισμό), που μειώνουν κάπως το τεράστιο κενό αποεπένδυσης των τελευταίων ετών, όμως η αύξηση των εξαγωγών (μεταποίηση και τουρισμός) απέτυχε να συμβάλει θετικά στο ΑΕΠ, καθώς αντισταθμίστηκε από την αντίστοιχη αύξηση των εισαγωγών. Κατά τον κ. Παγουλάτο, «μετά από μια τόσο βαθιά και παρατεταμένη ύφεση, και τόσο εκτεταμένη προσαρμογή, η οικονομία θα έπρεπε να καλπάζει. Όμως η έλλειψη δυναμισμού υπονομεύει την προσπάθεια να κερδηθεί η εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών, ως απαραίτητη προϋπόθεση επιβίωσης στη μεταμνημονιακή εποχή».