Του Λέανδρου Ρακιντζή, Αρεοπαγίτη ε.τ
Η υπόθεση Νovartis έχει εξελιχθεί σένα τεράστιο κουβάρι με πολλά παρακλάδια πολιτικά, δικαστικά, επικοινωνιακά, κοινωνικά, που κανένας δεν μπορεί να προβλέψει, πως θα επιλυθούν. Υπάρχουν πολλές εναλλακτικές λύσεις, που εξαρτώνται από πολιτικές συγκυρίες. Μετά τη σύσταση της προανακριτικής επιτροπής η υπόθεση βρίσκεται αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της κυβέρνησης και έχει ένα μήνα προθεσμία, που μπορεί να παραταθεί, για την έκδοση του πορίσματος. Σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος, όπως έχει ερμηνευθεί και εφαρμοσθεί από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο η ποινική δίωξη για τα αδικήματα της δωροδοκίας και απιστίας μελών της κυβερνήσεως πρέπει να ασκηθεί εντός ορισμένου χρόνου, που έχει ήδη παρέλθει και ως εκ τούτου τα σχετικά αδικήματα των πολιτικών προσώπων έχουν παραγραφεί και δεν θα έπρεπε να αποσταλεί για αυτά η υπόθεση στη Βουλή.
Κατά την άποψη όμως του Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Παπαγγελόπουλου, το αδίκημα της δωροδοκίας δεν έχει παραγραφεί, γιατί δεν συνδέεται άμεσα με την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων. Δεν νομίζω, ότι η άποψη αυτή θα ευσταθήσει, γιατί είναι αντίθετη προς τη ρητή διατύπωση του άρθρου 86 του Σ. και την μέχρι τώρα νομολογία, αλλά αυτό προϋποθέτει ψήφο κατά συνείδηση των βουλευτών. Εάν οι κατηγορίες για απιστία και δωροδοκία των πολιτικών προσώπων κηρυχθούν απαράδεκτες λόγω παραγραφής η προανακριτική επιτροπή θα επιστρέψει την υπόθεση στη εισαγγελέα διαφθοράς για να διερευνήσει την κατηγορία για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, αλλά μόνο για αυτό που προέρχεται από τη Νovartis και όχι από άλλη πηγή, διότι δεν έχει άδεια της Βουλής για αυτό.
Εάν γίνει δεκτό ότι το αδίκημα της δωροδοκίας δεν έχει παραγραφεί, τότε η βασιμότητα της κατηγορίας θα εξετασθεί από την προανακριτική επιτροπή, οπότε οι τρεις υπό προστασία μάρτυρες θα πρέπει να καταθέσουν ενώπιον της επιτροπής χωρίς ψευδώνυμα και κουκούλες, γιατί δεν είναι νοητό για το κύρος της Βουλής να επιτραπεί το αντίθετο. Δεν νομίζω, ότι μόνον από τις καταθέσεις των τριών μαρτύρων χωρίς να βρεθούν τα χρήματα της δωροδοκίας σε λογαριασμούς των πολιτικών προσώπων μπορεί να προκύψουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή τους στο ειδικό δικαστήριο, γιατί όπως είπε το 1965 στη Βουλή ο Νίκος Μπακόπουλος, τότε Υπουργός Δικαιοσύνης του Γ. Παπανδρέου η μοιχεία και η δωροδοκία μόνον επ' αυτοφώρω αποδεικνύονται.
Εάν παρά ταύτα παραπεμφθούν, τότε η κατηγορία θα είναι τελείως έωλη. Συνεπώς εάν αποφασισθεί η παραπομπή, τότε θα πρέπει να παραταθούν οι εργασίες της προανακριτικής επιτροπής για να μπορέσει η εισαγγελεύς διαφθοράς να βρει ενοχοποιητικά στοιχεία. Προσωπική μου άποψη, ότι την κυβέρνηση δεν την συμφέρει η παράταση των εργασιών της προανακριτικής επιτροπής, γιατί η υπόθεση τουλάχιστον επικοινωνιακά θα χάσει το momento της, ο κόσμος θα κορεσθεί από τη σκανδαλολογία και θα αδιαφορήσει.
Άλλωστε, όπως ακούω τις εντυπώσεις από τη συζήτηση στη Βουλή έκλεψε η απολογία του κ.Πικραμένου, ενώ δυσμενή σχόλια είχαν τα γέλια του κ. Πολάκη. Υπάρχουν βάσιμες αιτιάσεις, ότι κατά τη προδικασία της υπόθεσης συνέβησαν δικονομικές ακυρότητες και παρατυπίες, για τις οποίες δεν υπάρχει τώρα στάδιο εξετάσεως τους, αλλά θα εξετασθούν με το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που θα εκδοθεί με το πέρας των ανακρίσεων, εάν υπάρξει. Η έρευνα από την εισαγγελέα διαφθοράς για το μαύρο χρήμα απαιτεί μια μακρά και επίμονη διαδικασία, χωρίς εκ των προτέρων να μπορεί να προσδιορισθεί ο χρόνος που απαιτείται ,πάντως θα πρέπει να τελειώσεις πριν τις επόμενες εκλογές για να βρίσκεται η πολιτική ζωή της χώρας υπό ομηρεία. Κατά της εισαγγελέως διαφθοράς και των βοηθών της έχουν υποβληθεί από όλα σχεδόν τα πολιτικά πρόσωπα μηνύσεις για σοβαρότατα αδικήματα. Δεν μπορώ να προβλέψω την τύχη των μηνύσεων αυτών, αλλά εκείνο που είναι βέβαιο, ότι η εισαγγελεύς διαφθοράς και οι βοηθοί της δεν μπορούν να ενεργούν ανακριτικές πράξεις κατά των μηνυτών τους, διότι θα προκαλέσουν υπόνοιες μεροληψίας και απόλυτης ακυρότητας των πράξεων τους και πρέπει να δηλώσουν κατά το άρθρο 23 του Κ.Ποιν, Δ. αποχή. Σε αντίθετη περίπτωση είναι βεβαία η καταδίκη της χώρας μας από το ευρωπαϊκό δικαστήριο για παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ περί δικαίας δίκης.
Προς αποφυγή λοιπόν των περιπλοκών αυτών είναι σκόπιμο και αναγκαίο να συγκληθεί η ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών και να ορίσει εφέτη ανακριτή για τη διεξαγωγή των ανακρίσεων του εγκλήματος για το ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος. Ο θεσμός του εφέτη ανακριτή προβλέπεται από το άρθρο 29 του Κ.Π.Δ., έχει λειτουργήσει με επιτυχία στο παρελθόν, είναι δε γενικής αρμοδιότητας για όλα τα αδικήματα ακόμη και τα της διαφθοράς και παρέχει περισσότερα εχέγγυα αμεροληψίας. Οι μηνύσεις των πολιτικών προσώπων κατά των συγκαλυμμένων μαρτύρων του άρθρου 253Β Κ,Π,Δ, πρέπει να εξετασθούν αμέσως και να μη τεθούν κατά το άρθρο 45 Β στο αρχείο με πράξη του Αντ\α Α.Π. ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, διότι κατά τα δημοσιεύματα δεν απέκτησαν νομίμως την ιδιότητα αυτή και διότι δεν προσέφεραν τίποτε το ουσιώδες για τη διαλεύκανση της υποθέσεως, γιατί οι πράξεις της απιστίας και δωροδοκίας ήσαν παραγεγραμμένες, οι δε πράξεις του ξεπλύματος του βρώμικου χρήματος αποδεικνύονται μόνο με την ανεύρεση του χρήματος που προέρχεται από δωροδοκία και όχι από αόριστες μαρτυρικές καταθέσεις χωρίς μάλιστα να κατανομάζονται οι πηγές των πληροφοριών τους ,οπότε σύμφωνα με το άρθρο 224 Β Κ.Π.Δ. δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη, δηλαδή παρεσχέθηκε η ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος σε μάρτυρες των οποίων οι καταθέσεις δεν λαμβάνονται υπόψη και για τις καταθέσεις αυτές.
Συνεπώς οι διατάξεις περί μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος πρέπει να εφαρμόζονται με περίσκεψη και φειδώ. Δεν μπορώ να προβλέψω τη κατάληξη της όλης υποθέσεως, που θα απασχολεί με τα παρακλάδια της για πολλά χρόνια τα δικαστήρια, αλλά είναι πιθανόν, όπως έγινε και στο παρελθόν, με νόμο να παραγραφούν όλα τα σχετικά αδικήματα πριν να εκδικαστούν αμετάκλητα.