Τη Δημήτρη Καμπουράκη
Φαντάζεστε να είχαν αιφνιδιαστεί χθες οι αστυνομικοί και οι αντιεξουσιαστές να είχαν ανακαταλάβει την έπαυλη Κούβελου; Η αντιπολίτευση θα μιλούσε για φιάσκο και ανικανότητα. Τώρα που οι αστυνομικοί μπήκαν μπροστά και τους απώθησαν, προφανώς θα υπήρχαν καμιά πενηνταριά κινητά στημένα γύρω-γύρω, μήπως και πιάσουν καμιά «αστυνομική υπερβολή». Κανένα σπρώξιμο, κάποια σφαλιάρα ή κανέναν κλομπ υψωμένο πάνω από κεφάλι εφήβου.
Για να δούμε την επομένη το ενσταντανέ, ως ντοκουμέντο του εκφασισμού που προωθεί η κυβέρνηση ή ως απόδειξη της αστυνομοκρατίας που έχει ήδη επικρατήσει ολοκληρωτικά. Φυσικά, οι πανέτοιμες αυτές κάμερες δεν έπιασαν ούτε τον μπαχαλάκια που έριχνε τραπεζοκαθίσματα στους αστυνομικούς, ούτε τον αντιεξουσιαστή που έσπαζε την βιτρινούλα του παγωτατζίδικου, ούτε το φρικιό που διέλυε τα ακυρωτικά μηχανήματα του ηλεκτρικού λες και ήταν ιδιοκτησία της οικογένειας του και τα έκανε ότι γούσταρε.
Τα «ντοκουμέντα» είναι πάντα από την μια πλευρά. Ο Ραγκούσης ποτέ δεν θα ανεβάσει στο fb μια έντρομη γιαγιά που τρέχει να σωθεί διότι βγαίνοντας από την εκκλησία στις 11 το πρωί βρέθηκε στο κέντρο των επεισοδίων. Τα Συριζοτρολς ποτέ δεν θα ανοίξουν μια διαδικτυακή συζήτηση για το δικαίωμα (ή το αδίκημα) του κουκουλοφόρου να ρίχνει μολότωφ στην μέση της αγοράς. Ούτε ο Τσίπρας θα ποστάρει ποτέ την σπαρακτική κραυγή του μικρομαγαζάτορα που βλέπει να του κατεβάζουν το μαγαζί από το οποίο σκόπευε να βγάλει το ψωμί του Χριστουγεννιάτικα.
Λες και όταν φωνάζει ένας σκηνοθέτης στους αστυνομικούς «αφήστε με» είναι η απόλυτη απόδειξη ότι ζούμε σε φασιστικό καθεστώς, αλλά η σπαρακτική κραυγή ενός φούρναρη του Αμαρουσίου που βλέπει έντρομος το βιός του να καταστρέφεται και την σωματική του ακεραιότητα να κινδυνεύει, είναι πορδή που δεν αξίζει να της δίνουμε σημασία.
Προφανές είναι πως οι αστυνομικοί δεν είναι αγγελούδια. Αν ήταν θα είχαν διασκορπιστεί στις φάτνες για να ψάλλουν το ωσαννά της γέννησης και δεν θα είχαν πιάσει τις γωνιές γύρω από τις καταλήψεις περιμένοντας να γίνουν στόχος κουκουλοφόρων. Αλλά εδώ πρέπει εν τέλει να πάρουμε μια συλλογική απόφαση: Ως κοινωνία θα παραδώσουμε αυτονομία στο κράτος των μπαχαλάκηδων ή θα το διαλύσουμε; Μέσος όρος δεν υπάρχει, εδώ που φτάσαμε. Διότι την πενταετία που πέρασε, οι τύποι έγιναν κανονικό κράτος. Κι όταν δυο κράτη κάνουν πόλεμο, δεν τον κάνουν με τριαντάφυλλα και με «ω αγαπητέ»…