Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Είναι κάτι επιστήμονες που αφιερώνουν τη ζωή τους σε ένα ζώο. Έναν χιμπατζή, έναν γορίλα, έναν από αυτούς τους πολύ έξυπνους παπαγάλους που δεν μιλάνε μεν αλλά λύνουν μαθηματικές ασκήσεις, ίσως ένα δελφίνι, μια φάλαινα όρκα, τέτοια. Ζουν μαζί τους, δένονται μαζί τους, και εκπαιδεύουν τα ζώα τους όλη μέρα, κάθε μέρα. Μερικοί, οι πιο αφοσιωμένοι, καταφέρνουν μάλιστα και τους μαθαίνουν να επικοινωνούν.
Έχουμε διαβάσει για περιπτώσεις ζώων που μετά από πολλά-πολλά κοπιαστικά χρόνια μαθητείας μπόρεσαν και «μίλησαν» στους επιστήμονες που τα υιοθέτησαν, αλλά και σε άλλους μάρτυρες, παρέχοντάς τους πολύτιμες εμπειρίες και γνώσεις γύρω από θέματα που αφορούν τον άνθρωπο, τον τρόπο λειτουργίας της σκέψης μας, το πώς επιλέγουμε να μάθουμε κάποια πράγματα και πώς όχι κλπ. κλπ. Άλλωστε, όλα αυτά γίνονται για εμάς, όχι για να μάθουν να μιλάνε τα συμπαθή ζωάκια.
Τώρα, πολλοί ίσως θυμάστε την Κόκο —και ποιος δεν την έχει δει σε τουλάχιστον ένα από τα δεκάδες ντοκιμαντέρ του National Geographic και άλλων αφιερωμένων στην οικολογία καναλιών όπου πρωταγωνίστησε—, τον θηλυκό γορίλα που πέθανε δυστυχώς προ τριών μηνών σε ηλικία 46 ετών. Είχε σπουδάσει, και είχε κατορθώσει να μάθει, τη νοηματική, καταφέρνοντας να συνθέτει τον λόγο της, να «επικοινωνεί» τη σκέψη της, αποδίδοντας με νοήματα περί τις 2.000 (!) αγγλικές λέξεις και φτιάχνοντας στην αρχή απλές και αργότερα πιο σύνθετες προτάσεις από αυτές — ένα απλησίαστο ρεκόρ.
Η Κόκο ήξερε επίσης να ζωγραφίζει (με τον τρόπο της — αλλά ασφαλώς καλύτερα από εμένα), της άρεσε πολύ να τραβά φωτογραφίες και αγαπούσε τα κατοικίδια. Καταλάβαινε πολύ καλά τι έκανε και μπορούσε να λύνει οποιαδήποτε άσκηση της έβαζαν οι επιστήμονες του The Gorilla Foundation, του οποίου υπήρξε ο πυρήνας και ο λόγος ύπαρξης επί δεκαετίες. Όπως μάλιστα δήλωσαν οι πενθούντες άνθρωποι του ιδρύματος, «Η Κόκο άγγιξε τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων ως πρέσβειρα του είδους της και ως σύμβολο για την επικοινωνία και την κατανόηση μεταξύ των ειδών. Ήταν αγαπητή και θα λείψει σε πολλούς».
Το άλλο όμως που συνέβη με την Κόκο, όπως και με όλα τα άλλα ζώα-θαύματα που μαθαίνουν να «μιλούν», να επικοινωνούν, να ζωγραφίζουν κ.ο.κ., το άλλο που συνέβη είναι ότι όλη αυτή η συσσωρευμένη γνώση, όλος αυτός ο λεκτικός πλούτος, ο επικοινωνιακός θησαυρός, με τον θάνατό τους χάνεται για πάντα — εξαφανίζεται, γίνεται καπνός. Ή μάλλον, κάτι ακόμη πιο θλιβερό: καμία από τις κτηθείσες με τόσο κόπο ικανότητές τους δεν είναι δυνατόν να διοχετευτεί σε ένα άλλο ζώο. Με τίποτε.
Οι προσπάθειες των επιστημόνων να εξαγάγουν συμπεράσματα για τις σημαντικές μελέτες τους σταματούν σε οποιοδήποτε σημείο έχουν φτάσει, ακόμη και στο πιο υψηλό —όπως με την Κόκο—, όταν το ζώο τους πεθάνει, από αρρώστια ή από γηρατειά. Έτσι, αν προτίθενται να συνεχίσουν την έρευνά τους, πρέπει πάλι να ξαναρχίσουν από την αρχή, από το μηδέν. Με ένα άλλο ζώο, που όταν το πάρουν στα χέρια τους θα είναι όπως όλα τα άλλα του είδους του. Και, εδώ που τα λέμε, δεν είναι εύκολο να βρεις μια δεύτερη Κόκο. Υπήρξε πολύ πιο έξυπνη από τον μέσο όρο. Οι πιθανότητες να πέσει ο ίδιος επιστήμονας πάνω σε ένα παρόμοιας ευφυΐας ζώο είναι στατιστικώς ασήμαντες. Και οι πιθανότητες να χαθεί μέσα στη ζούγκλα τού γελάνε κατάμουτρα.
Το πρόβλημα της μεταφοράς εξειδικευμένων γνώσεων εμείς —οι άνθρωποι, εννοώ— το έχουμε λύσει με μια ποικιλία τρόπων. Με τα βιβλία, με το σχολείο, με την εκπαίδευση, με τους υπολογιστές, με τη μεταφορά αρχείων πολυμέσων μέσω του διαδικτύου κλπ. Ουσιαστικά, εδώ και χιλιετίες, αφότου ο άνθρωπος άρχισε να γράφει, αλλά κυρίως τους τελευταίους αιώνες —και με οργιώδη ταχύτητα τις τελευταίες «ψηφιακές» δεκαετίες—, έχουμε καταφέρει να διατηρούμε μία πελώρια εποπτεία σε ένα βουνό γνώσεων. Και, επειδή κανείς άνθρωπος δεν είναι νησί, οι γνώσεις οιουδήποτε μεταλαμπαδεύονται ωφέλιμα και με εύκολο, πρόσφορο τρόπο σε όποιον τις ζητήσει και τις αξίζει. Σε όποιον δουλέψει για αυτές. Τίποτε δεν χάνεται.
Αλλά και όλα χάνονται.
Τι θέλω να πω. Επί παραδείγματι, εκατομμύρια άνθρωποι καταπιάνονται με τη μετάφραση κειμένων από μία γλώσσα σε μία άλλη. Αρκετοί από αυτούς, ας πούμε οι καλύτεροι, οι πιο άξιοι, παράγουν μοχθώντας έργα που δεν κομίζουν απλώς το πρωτότυπο έργο στη γλώσσα-στόχο με τρόπο εξαίσιο, αλλά συμπεριλαμβάνουν στο πόνημά τους αυτό και τους τρόπους που μετήλθαν για να το καταφέρουν. Είναι κάτι που φαίνεται, και που μπορείς να το «σπουδάσεις». Και να το μιμηθείς. Δεν είναι λίγοι αυτοί οι άξιοι άνθρωποι. Είναι πολλοί. Όμως, τι έχουμε τώρα εδώ; Παρατηρείται το εξής φαινόμενο: αναρίθμητοι άλλοι μεταφραστές, και μάλιστα μεταφραστές μίας νεότερης, μιας σύγχρονης γενιάς, παράγουν σωρηδόν κάκιστες μεταφράσεις. Και έτσι έχουμε πάντα μία γκρίζα ισορροπία: λίγα σπουδαία μεταφράσματα, πολλά καλά και τίμια, και μία πληθώρα ποδογραφημάτων. Αυτοί οι τελευταίοι δεν είναι λιγότεροι έξυπνοι από τους καλούς. Απλώς δεν χαλαλάνε τον πολύτιμο χρόνο τους για να μάθουν.
Το ίδιο παρατηρείται και στη δημοσιογραφία. Το παράδειγμα των παλαιοτέρων (παρένθεση: ας θυμηθούμε εδώ τον Σολωμό, που έλεγε ότι γράφει «κατά το μυστικό της τέχνης του και το παράδειγμα των παλαιοτέρων», δηλαδή με καλή και στέρεη γνώση της παραδοθείσας γραμματείας, διηθημένης με το θεϊκό ταλέντο του), το παράδειγμα των παλαιοτέρων, λοιπόν, οι δημοσιογραφικές γνώσεις, η επάρκεια και το ήθος «της Κόκο», πάνε χαράμι στις περισσότερες νέες δημοσιογραφικές γραφίδες. Και πάλι έχουμε την ίδια «διαχρονική» ισορροπία: κάποιους εξαιρετικούς και σπουδαίους δημοσιογράφους, αν και πάντα λίγους, πολλούς καλούς και τίμιους, και ένα τσούρμο ανθρώπους που δεν μπορούν. Δεν το 'χουν. Και που δεν τους νοιάζει να το αποκτήσουν. Δεν ξέρουν πού βρίσκονται και τι σημαίνει Δημοσίευσις. Τους λείπει εκείνο το απαραίτητο το ηθικό ανάστημα που περίσσευε από τους πρώτους.
Το φαινόμενο της Κόκο και του θανάτου της, ή τέλος πάντων της αδυναμίας μετάδοσης των γνώσεών της στις μεταγενέστερες γενιές (γιατί το θέμα αυτό δεν είναι εξελικτικό — ο Δαρβίνος δεν έχει σχέση με την εξέλιξη της Κόκο στη μάθηση), το παρατηρούμε σε όλους τους τομείς του επιστητού. Ας πούμε, στην πολιτική — όπου κάνει μπαμ. Και που όλο αρχίζουμε ξανά και ξανά από την αρχή, σαν να μην έχουμε ήδη καακτήσει τόσες κορυφές. Θυμηθείτε, αν θέλετε, για πόσο μεγάλους πολιτικούς έχετε ακούσει ή, καλύτερα, έχετε διαβάσει ή και θυμάστε οι ίδιοι. Μην πάτε μακριά, και μην πάτε πολύ πίσω. Ο 20ός αιώνας και η Ελλάδα αρκούν. Είμαι σίγουρος πως όλοι μπορείτε να αραδιάσετε πανεύκολα τουλάχιστον δέκα ή και είκοσι ονόματα σπουδαίων πολιτικών ανδρών και γυναικών, ανθρώπων που λάμπρυναν το κοινοβούλιο και άφησαν σπουδαία (πλην αδιάφορη για τους πολλούς) παρακαταθήκη.
Ε, και μετά σκεφτείτε τον Τσίπρα, και σκεφτείτε τον Καμμένο. Σκεφτείτε, όχι την Κόκο — αλλά τη ζούγκλα.