Καβάλησα το πρώτο πλοίο που απέπλευσε από Πειραιά και κατέβηκα στην Κρήτη. Όχι θα περίμενα. Από τον Δεκέμβρη δίχως να κατέβω στο νησί και ειδικά με απαγορευτικό επίσκεψης, ένιωσα σα να ξανάκανα την στρατιωτική μου θητεία στην Σκύρο. Αποβιβάστηκα στα Χανιά μ’ ένα σφίξιμο στην ψυχή γι αυτό που θα αντίκριζα. Ο μισός πλούτος του νησιού προέρχεται από τον τουρισμό, οπότε περίμενα να βρω σκοτεινιά και δυσθυμία. Έκανα λάθος.
Η πρώτη ματιά κατά μήκος του δυτικού βόρειου άξονα Χανιά-Κισσάμου ήταν πράγματι απογοητευτική. Άλλες χρονιές στα μέσα του Μαΐου ο τόπος έσφυζε από ζωή. Δεν υπήρχε ασφαλώς ο τουριστικός συνωστισμός του Αυγούστου, αλλά ήδη είχαν καταφθάσει τα πρώτα καραβάνια των τουριστών, αυτών που θέλουν καλύτερες τιμές από την full season ή είναι πιο ψαγμένοι ως προς τις επιλογές τους. Ακόμα και με τον λιγότερο κόσμο του Μαΐου πάντως, στην ατμόσφαιρα πλανιόταν η αίσθηση της αναμονής. Ο κόσμος χαμογελαστός, τα μαγαζιά έτοιμα, τα ξενοδοχεία φωτισμένα, οι ταβέρνες με τις μουσικές τους παρά τις λίγες παρέες. Αυτά πέρυσι και πρόπερσι.
Φέτος, η εξωτερική εικόνα από απογοητευτική ως τραγική. Ο ήλιος να λάμπει και τα πάντα να είναι κλειστά. Κάτι λίγα μαγαζιά εδώ κι εκεί να κάνουν κάποια μικροεπισκευή, αλλά η συντριπτική τους πλειοψηφία να είναι θεόκλειστη και σκοτεινή. Εμείς ξέρετε, τις κλειστές τουριστικές πόλεις τις έχουμε συνδέσει με τα κρύα και τις βροχές των Δεκέμβρηδων και των Γενάρηδων, ποτέ με την ζέστη, την ηλιοφάνεια και τις μακρόσυρτες ημέρες των Μάηδων. Αλλόκοτη εικόνα όταν την πρωτοβλέπεις. Σπαρακτική ενίοτε.
Πίσω από τα κατεβασμένα ρολά όμως, δεν βρήκα απελπισία παρεκτός ελαχίστων ειδικών περιπτώσεων. Ασφαλώς υπάρχει ο επαγγελματίας που χρωστά πολλά ή ο εργαζόμενος που είναι μεροδούλι-μεροφάι. Αυτοί έχουν πραγματικό τεράστιο σημερινό πρόβλημα. Αλλά η πλειοψηφία είναι πιο στωική. Προβληματισμένοι, δαγκωμένοι, αλλά όχι εντελώς απελπισμένοι. Αν έχει νόημα κάποια σύγκριση, το κλίμα δεν έχει καμιά σχέση με κείνο του 2010-12, όταν όλοι είχαμε την βεβαιότητα ότι θα τρέχαμε στα χωριά μας για να τρώμε κρεμμύδια ή ότι θα μεταναστεύσουμε στην Αγγλία για να επιβιώσουμε. Επαναλαμβάνω, αν έχει κάποιο νόημα η σύγκριση δεκαετιών, σήμερα δεν υπάρχει αυτό το κλίμα.
Κατ’ αρχήν υπάρχει μια υποδόρια ελπίδα ότι ένα κομμάτι της τουριστικής περιόδου θα διασωθεί. Όχι για κέρδος, αλλά για μείωση της ζημιάς. Για τα μέτρα αποστασιοποίησης και απολύμανσης σε ξενοδοχεία, μαγαζιά και παραλίες, υπάρχει μεν μουρμούρα η οποία όμως απευθύνεται στο υπερπέραν. Όλοι καταλαβαίνουν ότι αυτά είναι αναγκαίο να γίνουν, όσο κι αν θεωρούν ότι πρακτικά ισοδυναμούν με οικονομικό κραχ των επιχειρήσεων τους όπως τις ήξεραν και τις δούλευαν μέχρι τώρα. Όλοι οι επιχειρηματίες, ανεξαρτήτως μεγέθους αλλά πρωτίστως οι μικρότεροι, βρίσκονται σε αδιέξοδο. Ποιον να κατηγορήσουν όμως;
Τον Μητσοτάκη μπορούν να τον κατηγορήσουν ίσως διότι θα θελαν μεγαλύτερες και ευκολότερες ενισχύσεις, για την πανδημία όμως δεν μπορούν να του πουν κάτι. Ακόμα και οι πιο φανατικοί αντιπολιτευόμενοι, σ’ αυτό πάνε πάσο. Παραλλήλως, υπάρχει η γενικευμένη πεποίθηση ότι αν κάνουν υπομονή έναν χρόνο, το 2021 θα είναι θεαματικά καλύτερο. Και στον τουρισμό και παντού. Ούτε αυτό είναι σίγουρο εδώ που τα λέμε, αλλά τέλος πάντων σας περιγράφω αυτά που κατάλαβα από τα λόγια των ανθρώπων.
Εγώ θα ‘λεγα ότι στην αποφυγή της γενικευμένης απελπισίας έχει συμβάλει και η σχέση εμπιστοσύνης που δημιουργήθηκε ανάμεσα στην κυβέρνηση και τον λαό, αλλά ας το αφήσουμε αυτό στην άκρη. Ας πούμε ότι είναι υποκειμενική μου άποψη. Πάντως, η επιτυχής αντιμετώπισης της πανδημίας από την χώρα, δημιούργησε σε όλους μια αυτοπεποίθηση που σε άλλες εποχές δεν την είχαμε ως λαός. Αυτό, ανεξαρτήτως κομματικών προτιμήσεων και ιδεολογικών προσανατολισμών του καθενός, ίσως αποδειχθεί το ισχυρότερο εθνικό όπλο για το μέλλον μας.