Του Γιάννη Στεφανίδη*
Τα ελληνοτουρκικά έχουν καταλάβει περίοπτη θέση στην επικαιρότητα το τελευταίο διάστημα. Η πυκνότητα και η ένταση των σχετικών ειδήσεων και, ιδίως, του σχολιασμού τους δημιουργεί την εικόνα ότι συντελείται μια επικίνδυνη ποιοτική μεταβολή στην πολιτική της Τουρκίας έναντι της Ελλάδος και της Κύπρου.
Πέρα από τις δηλώσεις τούρκων ιθυνόντων, τα νέα δείγματα έμπρακτης κλιμάκωσης της τουρκικής αμφισβήτησης των θέσεων Ελλάδος και Κύπρου για τα ζητήματα της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης αποτελούν η αποστολή πολεμικών και ερευνητικών σκαφών στην κυπριακή ΑΟΖ και το πρόσφατο μνημόνιο για την οριοθέτηση θαλάσσιων δικαιοδοσιών μεταξύ των κυβερνήσεων Άγκυρας και Τρίπολης.
Ας σταθούμε σε μία πτυχή της προβληματικής που αναπτύσσεται εσχάτως στη χώρα μας, σχετικά με την ικανότητα της Ελλάδος να αποτρέψει ή να απαντήσει επιτυχώς σε έμπρακτη αμφισβήτηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων από την Τουρκία.
Προφανώς επειδή αμφισβητείται η ικανότητα αυτή, προτείνονται μέτρα ενίσχυσής της. Εκτός από το διπλωματικό κεφάλαιο της χώρας, το οποίο η κυβέρνηση επιχειρεί να αξιοποιήσει, πυκνώνουν οι φωνές για ένα νέο πρόγραμμα εξοπλισμών, προκειμένου να καλυφθεί μέρος τουλάχιστον της τουρκικής υπεροπλίας.
Η Ελλάδα έχει επανειλημμένα επιδοθεί σε ανταγωνισμούς εξοπλισμών με τον εξ ανατολών γείτονά της, από την εποχή του Χαρίλαου Τρικούπη, αν όχι νωρίτερα. Ο ανταγωνισμός αυτός διακόπηκε, όταν οι σχέσεις των δύο χωρών γνώρισαν θεαματική βελτίωση μετά το 1930 ή όταν, στη διάρκεια της όξυνσης του Κυπριακού, η Ελλάδα παρέμενε απολύτως εξαρτημένη από την αμερικανική στρατιωτική βοήθεια. Αυτό άλλαξε το 1973, όταν, εν μέσω της πετρελαϊκής κρίσης και μετά τον εντοπισμό κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, η Τουρκία αμφισβήτησε την υφαλοκρηπίδα των νησιών του Αιγαίου.
Έκτοτε, οι δύο χώρες επιδόθηκαν σε ένα «σπιράλ» εξοπλισμών που τις κράτησε σταθερά στην κορυφή των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ από πλευράς αμυντικών δαπανών, με σοβαρό κόστος για την οικονομική τους υγεία. Η Τουρκία επιβράδυνε το πεντάλ μετά το 2000, αφότου έριξε το βάρος στην έξοδό της από τη χειρότερη οικονομική κρίση της ιστορίας της. Η Ελλάδα μείωσε δραστικά τις δικές της αμυντικές δαπάνες μετά το 2009, ως συνέπεια της δικής της, παρατεταμένης κρίσης. Από το 2015, αδυνατεί να παρακολουθήσει την κατά 50% αύξηση του τουρκικού προϋπολογισμού για την άμυνα.
Παρένθεση: Ασχέτως επιπέδου εξοπλισμών, η Ελλάδα έχει συμμετάσχει σε αρκετούς πολέμους από το 1897 (ο «ατυχής» ελληνοτουρκικός) έως το 1950-54 (ο πόλεμος της Κορέας), για να μην αναφερθούμε στο στρατιωτικό φιάσκο της Κύπρου, το 1974. Όποτε η συμμετοχή της σε πόλεμο είχε νικηφόρα έκβαση, αυτό συνέβαινε όχι διότι διέθετε υπεροπλία έναντι του αντιπάλου αλλά επειδή είχε ισχυρούς συμμάχους (Βαλκανικοί, Α΄ και Β΄ Παγκόσμιοι Πόλεμοι). Το αντίθετο συνέβη όποτε πολέμησε μόνη της, συνήθως με την Τουρκία.
Όσοι απευθύνουν σήμερα έκκληση για ένα νέο γύρο ανταγωνισμού εξοπλισμών οφείλουν να απαντήσουν σε μια σειρά από προαπαιτούμενα ερωτήματα:
Πρώτον, ποια θα ήταν μια εύλογη οροφή των αυξημένων αμυντικών δαπανών, ή, με άλλα λόγια, πόσα πρέπει να ξοδέψουμε σε οπλικά συστήματα ικανά να αποτρέψουν ή να απαντήσουν αποτελεσματικά στην εξ ανατολών απειλή;
Δεύτερον, πόσες αμυντικές δαπάνες αντέχει η ελληνική οικονομία χωρίς να ανατρέψει το εύθραυστο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και χωρίς να απολέσει εντελώς την όποια αναπτυξιακή δυναμική διαθέτει;
Τρίτον, πόση πρόσθετη φορολογία ή μείωση των κοινωνικών παροχών και άλλων δαπανών είναι διατεθειμένη να υποστεί η ελληνική κοινωνία προκειμένου να δεχτεί αύξηση των εξοπλισμών;
Τέταρτον, σε ποιο βαθμό είναι διατεθειμένη η ελληνική κοινωνία να δεχτεί τις συνέπειες μιας αυξημένης στρατιωτικής ετοιμότητας, που δεν περιορίζονται μόνο στα άψυχα οπλικά συστήματα αλλά και στην εμπλοκή έμψυχου δυναμικού, που θα κληθεί να υπηρετήσει την πατρίδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και, ενδεχομένως, να θυσιαστεί σε ένα θερμό επεισόδιο;
Πέμπτον, ποιες ασφαλιστικές δικλείδες έχουν θεσπιστεί προκειμένου να εκμηδενιστεί το περιθώριο διακίνησης μαύρου χρήματος που σημειώθηκε σε προηγούμενες εξάρσεις εξοπλιστικών προμηθειών;
Πειστικές απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά είναι δύσκολες, αν όχι αδύνατες. Ασφαλώς, όταν απειλείται η εδαφική ακεραιότητα της χώρας, το χρέος μας είναι να την υπερασπιστούμε με κάθε κόστος. Έργο, λοιπόν, της κυβέρνησης είναι να κρίνει αν υπάρχει τέτοια απειλή και να ενημερώσει τον ελληνικό λαό.
Αν η απειλή δεν είναι άμεση, τότε η κυβέρνηση καλείται να θέσει φραγμό στην ακατάσχετη κινδυνολογία που βλάπτει το οικονομικό κλίμα πολλαπλώς και ωθεί αρκετούς πατριώτες να βγάλουν τις οικονομίες τους στο εξωτερικό.
Και όσο η απειλή δεν είναι άμεση, πρώτη προτεραιότητα για την όποια κυβέρνηση παραμένει η ανάταξη της οικονομίας, έπειτα από δέκα χρόνια στασιμοχρεοκοπίας. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση η εκτίμηση ότι, χωρίς ισχυρή οικονομία, η εμπλοκή της Ελλάδος σε νέο εξοπλιστικό σπιράλ θα υπονομεύσει αργά ή γρήγορα τις αντοχές της απέναντι σε μια χώρα που διαρκώς αναπτύσσεται οικονομικά και δημογραφικά.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση καλά κάνει και στρέφεται στους συμμάχους και τους εταίρους μας – στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τις «τριγωνικές» συνεργασίες με Κύπρο, Αίγυπτο και Ισραήλ, αλλά το ΝΑΤΟ. Ενδεχομένως ηχεί παράδοξα, αλλά το γεγονός ότι έχει αποφευχθεί ο πόλεμος παρά τις αλλεπάλληλες και, ενίοτε, οξύτατες αντιπαραθέσεις μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας από το 1955, δεν είναι άσχετο με τη συμμετοχή των δύο άσπονδων γειτόνων στην ίδια συμμαχία υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Το χειρότερο θα ήταν αν, με αφορμή τα ελληνοτουρκικά, διάφορες πλευρές επιδιώξουν να κερδίσουν πόντους έναντι της κοινής γνώμης. Ο πρωθυπουργός, που συχνά αναφέρεται στην παρακαταθήκη του Ελευθέριου Βενιζέλου, ας έχει υπόψη τη ρήση του μεγάλου πολιτικού, όταν προκλήθηκε να αναλογιστεί το πολιτικό κόστος από την προσέγγισή του με την Τουρκία του Κεμάλ, το 1930:
«Την κοινήν γνώμην αν δεν την έχω σύμφωνον, εννοώ να την διαπαιδαγωγήσω και όχι να παρασύρωμαι από αυτήν».
*Ο Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής Διπλωματική Ιστορία στη Νομική του ΑΠΘ