Του Γιώργου Αγγελόπουλου
Ο Σι Τζιπίνγκ είναι ένας μεγάλος ηγέτης, από αυτό το είδος ηγετών που κάνουν τους λαούς να νομίζουν πως αποκτώντας έναν τέτοιον, το έθνος τους θα δοξαστεί και θα κυριαρχήσει. Μάλιστα ο Σι δεν έχει καν τα ελλατώματα του Βλάντιμιρ Πούτιν ή του Ντόναλντ Τραμπ που παρουσιάζονται πολύ πιο γραφικοί ως φιγούρες. Η στιβαρότητα του Σι συνάδει με εκείνη του κινεζικού πολιτισμού που εκπροσωπεί.
Πίσω, βέβαια, από αυτή την κυρίαρχη σοβαρότητα, κρύβεται ένα απολυταρχικό καθεστώς για το οποίο τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι κάτι σαν καπιταλιστική παραξενιά. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος ανταγωνιστικότητας της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία. Σε συνθήκες που κάνουν εργαζόμενους να πηδάνε από τα παράθυρα, που παρακολουθείται η διαδικτυακή παρουσία των πολιτών και που οποιοσδήποτε δείχνει να διαφωνεί με την κυβέρνηση βρίσκεται φυλακή, σε μια χώρα που ο κεντρικός σχεδιασμός των περασμένων δεκαετιών την κατέστησε πάφτωχη, το τελευταίο που μπορεί να υπάρξει είναι εργασιακές ή κοινωνικές διεκδικήσεις.
Αυτά εξαργυρώνει η Κίνα ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Παράλληλα, ενισχύει τη θέση της κρατώντας τεχνητά φθηνό το νόμισμά της, άρα τεχνητά φτωχούς τους πολίτες της. Λογική απόφαση: μια διευρυνόμενη μεσαία τάξη θα διεκδικήσει πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες, οδηγώντας την τελευταία κομμουνιστική αυτοκρατορία στη δημοκρατία ή στην καταστροφή.
Ως τότε, ο Σι και ο κινεζικός αυταρχισμός που εκπροσωπεί θα γίνονται δεκτοί μετά βαΐων και κλάδων από ηγέτες της δύσης που ομνύνουν στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες. Και καλά, οι ηγέτες οφείλουν στα πλαίσια του ρεαλισμού και του διπλωματικού πρωτοκόλλου να καταπιούν τη γλώσσα τους. Οι πολίτες, όμως;
Οι έλληνες σίγουρα έχουμε μακρά παράδοση διαμαρτυρίας ενάντια σε παγκόσμιους ηγέτες. Σε αμερικανούς, φυσικά. Είναι νωπές οι μνήμες της καταδίκης παρωδίας κλίντον από τον δικαστή κώστα καζάκο και τον εισαγγελέα σταύρο κοντονή.
Παρωδία – ξεπαρωδία, το μήνυμα πέρασε: φονιάδες των λαών αμερικάνοι.
Για τους κινέζους, δεν έχουμε να πούμε τίποτα;