Του Τάσου Ι. Αβραντίνη*
Επανέρχομαι για μία ακόμη φορά στο θέμα της ιδιωτικοποίησης της καθαριότητας, με αφορμή την ανάληψη καθηκόντων από τους νέους δημάρχους. Εάν θέλει κανείς να αναζητήσει εύκολα επιχειρήματα υπέρ της ιδιωτικοποίησης, δεν έχει παρά να ασχοληθεί με την τραγική ελληνική εμπειρία της δημοτικής υπηρεσίας καθαριότητας και τα αθώα «θύματά» της, δηλαδή τους κατοίκους των πόλεων αλλά και τις ίδιες τις πόλεις.
Ιδιωτικοποιήστε, λοιπόν, τώρα την καθαριότητα. Τα ερωτήματα είναι αμείλικτα: πού ακούστηκε ένα νοικοκυριό να μην έχει λόγο για τον τρόπο που θα διαχειριστεί τα απορρίμματά του; Γιατί ο πολίτης να μην μπορεί να επιλέξει την εταιρεία που θα τα διαθέσει, όπως συμβαίνει στις περισσότερες προηγμένες χώρες; Πώς είναι δυνατόν αντιδραστικά συνδικάτα να αποφασίζουν ανεξέλεγκτα εις βάρος της τσέπης μας και της δημόσιας υγείας σε αγαστή συνεννόηση με άβουλους, φοβισμένους ή συνεργαζόμενους δημοτικούς άρχοντες;
Γιατί ανεχόμαστε να έχουμε τόσο βρόμικες πόλεις και συγχρόνως η δημοτική καθαριότητα να στοιχίζει στους πολίτες, τρεις ή τέσσερις φορές περισσότερο από ό,τι θα στοίχιζε εάν είχε παραχωρηθεί σε ιδιώτες; Γιατί αποδεχόμαστε τα απορρίμματα στον 21ο αιώνα να θεωρούνται «σκουπίδια» και όχι εμπορεύσιμο είδος, πολλές φορές μάλιστα προς εξαγωγή σε άλλες χώρες; Η αγορά απορριμμάτων είναι μια πραγματικότητα σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο.
Τι πρέπει να γίνει; Πρώτα, το εύκολο, η κυβέρνηση να τροποποιήσει άμεσα τη νομοθεσία, ώστε να επιτρέπεται στους δήμους να αναθέσουν την καθαριότητα σε ιδιωτικές εταιρείες, χωρίς τις προϋποθέσεις που θέτει σήμερα ο νόμος.
Δεύτερον, και ακόμη πιο σημαντικό, χρειάζεται μια μεγάλη νομοθετική πρωτοβουλία ιδιωτικοποίησης της καθαριότητας και τροποποίησης του περιφερειακού σχεδιασμού για τα απορρίμματα, ώστε να δημιουργηθεί επιπλέον ανταγωνισμός στις υπηρεσίες καθαριότητας και ο κάτοικος της πόλης μόνος του ή σε συνεργασία με άλλους -στο πλαίσιο π.χ. της πολυκατοικίας του ή της γειτονιάς του- να μπορεί να επιλέξει τον τρόπο διαχείρισης των απορριμμάτων του και την εταιρεία με την οποία θα συνεργαστεί.
Σ' αυτή την ελεύθερη αγορά απορριμμάτων, οι τιμές για κάθε κατηγορία αποβλήτου διαμορφώνονται από τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Όποιο ποσό πληρώσει ο πολίτης για αγορά υπηρεσιών καθαριότητας, συμψηφίζεται με τα δημοτικά τέλη, ενώ για όσους παράγουν λιγότερα απόβλητα προβλέπεται επιβράβευση με απαλλαγές από αυτά. Η καθαριότητα εξατομικεύεται πλήρως. Στο τέλος της χρονιάς, ο πολίτης θα πάρει αναλυτική βεβαίωση από την εταιρεία με την οποία συνεργάζεται (λ.χ. για τον όγκο και το βάρος των απορριμμάτων του), καθώς και τιμολόγιο για τα ποσά που κατέβαλε ή εισέπραξε από αυτή.
Από τις εταιρείες αποκομιδής απορριμμάτων δημιουργείται μητρώο στερεών αποβλήτων και ανακυκλώσιμων υλικών, απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη και τη λειτουργία μιας αγοράς δικαιωμάτων ρύπανσης για κάθε πόλη ή περιφέρεια.
Η συζήτηση για τα «σκουπίδια» αφορά τον περασμένο αιώνα. Μιλάμε για εμπορεύσιμα απόβλητα και ταυτοχρόνως για ουσιαστική προστασία του περιβάλλοντος μέσω του μόνου αποτελεσματικού τρόπου προστασίας, του μηχανισμού της αγοράς. Άλλωστε πώς μπορούμε να αγνοούμε αυτό που η οικονομική θεωρία έχει δεκαετίες τώρα αποδείξει, ότι η παροχή υπηρεσιών από δημόσιους φορείς είναι ποιοτικά χειρότερη και οικονομικά ασύμφορη σε σχέση με τις υπηρεσίες που προσφέρει η ιδιωτική οικονομία;
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 6 Σεπτεμβρίου