Δύσκολη η οικονομική εξίσωση και για το 2022. Εκεί που περιμέναμε από το 2019 να αναταχθεί η ελληνική οικονομία μετά από την τετραετία των εμμονικών και ιδεοληπτικών πειραματισμών της κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου, ήρθε το κτύπημα της πανδημίας, ο ρωσικός ενεργειακός εκβιασμός και η Ρωσική πολεμική εισβολή στην Ουκρανία, να ανακόψει τη δυναμική, που είχε εν τω μεταξύ αποκτηθεί.
Ο προϋπολογισμός που είχε ψηφίσει η Βουλή, έχει ήδη ξεπεραστεί και το μεγαλύτερο μέρος των στοιχείων του χρειάζεται αναθεώρηση. Η βασική παραδοχή του προϋπολογισμού για το 2022, ήταν ότι η μέση μεταβολή του πληθωρισμού θα ήταν της τάξης του +0,9%. Με βάση όμως τα σενάρια του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, για την εκτίμηση του πληθωρισμού, προκύπτει και μια σημαντική μεταβολή του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ.
Σενάριο Α: πληθωρισμός στο 6,99% και αύξηση ΑΕΠ στο 3,58%
Σενάριο Β: πληθωρισμός στο 7,43% και αύξηση ΑΕΠ στο 2,75%
Σενάριο Γ: πληθωρισμός στο 11,01% και αύξηση ΑΕΠ στο 2,21%.
Το ποιο σενάριο είναι πιο πιθανό, θα εξαρτηθεί από μια σειρά από παράγοντες, οι βασικότεροι εκ των οποίων είναι η διάρκεια του πολέμου, οι δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής, καθώς και η νομισματική πολιτική που θα ακολουθήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Σε περίπτωση που ακολουθηθεί μια περιοριστική νομισματική πολιτική η οικονομία θα οδηγηθεί σε χαμηλότερο πληθωρισμό, αλλά και σε χαμηλότερη ανάπτυξη. Αντιθέτως, μια πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική θα προσέδιδε μια περαιτέρω ώθηση στους ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά θα επιβάρυνε περισσότερο το δημόσιο χρέος.
Βασική προτεραιότητα της κυβέρνησης, παραμένει η διατήρηση του πρωτογενούς ελλείμματος στα επίπεδα του 1,5%. Με απώτερο σκοπό τη συγκράτηση του χρέους και την επάνοδο της Ελλάδας στην πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα μέσα στο 2023. Πράγμα όμως αρκετά δύσκολο, αφού θα υπάρξει αύξηση των δαπανών λόγω των επιδοματικών πολιτικών για την κάλυψη του ενεργειακού κόστους, με ταυτόχρονη υποχώρηση από την πλευρά των εσόδων, λόγω της αποκλιμάκωσης των ρυθμών ανάπτυξης.
Αλλά και ο τομέας των δημοσιονομικών δυνατοτήτων για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας και των νοικοκυριών είναι περιορισμένος, παρ’ όλο που είναι διάχυτη η εντύπωση, ότι θα υπάρξει μια παράταση της ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και για το 2023 και ότι πιθανότατα θα ακολουθήσει η εξαίρεση των στρατιωτικών δαπανών από τους υπάρχοντες αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες.
Εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται, ότι ούτε τα πάνω από 30 δισ. που «έριξε» η κυβέρνηση στη μάχη κατά της οικονομικής κρίσης λόγω της πανδημίας, μέσω ενισχύσεων και επιδομάτων, στάθηκαν ικανά να βάλουν φρένο στο ύψος των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο. Με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές να συνεχίζουν να αυξάνονται ξεπερνώντας και τα 112 δισ. ευρώ και τις ρεαλιστικά εισπράξιμες από αυτές, να βρίσκονται στα 27 δισ. ευρώ, η εικόνα είναι ιδιαίτερα επιβαρυντική.
Μέσα σε αυτό, το όχι και τόσο ενθαρρυντικό κλίμα, η πλειοδοσία ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, για το ποιος θα προσέφερε περισσότερα ενισχυτικά μέτρα στους πολίτες, φαντάζει εντελώς παράταιρη και άχρηστη.
Δυστυχώς, κάθε φορά που εκτιμούμε ότι έχουν αφήσει πίσω μας τα χειρότερα, με κάποιο δυσάρεστα μαγικό τρόπο, τα χειρότερα εμφανίζονται και πάλι μπροστά μας και μάλιστα σε επιβαρυμένη έκδοση.