Ο τίτλος του σημερινού σημειώματος θα μπορούσε να είναι: «Αυτοί που πρόδωσαν τον όρκο του Ιπποκράτη».
Λόγος γίνεται φυσικά για εκείνους τους γιατρούς, οι οποίοι υπηρέτησαν όχι τον άνθρωπο, μα την εξουσία, σε μία προσπάθεια ηθικής και φυσικής εξόντωσης εκείνων που είχαν την τόλμη να σκέφτονται διαφορετικά.
Το ημερολόγιο έγραφε 10 Οκτωβρίου 1961, όταν τέθηκε σε ισχύ η «Οδηγία για την κατεπείγουσα νοσηλεία ψυχικά ασθενών, οι οποίοι αποτελούν δημόσιο κίνδυνο», εγκεκριμένη από το Υπουργείο Υγείας της ΕΣΣΔ (αρθ. Πρωτοκόλλου 04-14/32) με τη σύμφωνη γνώμη της Εισαγγελίας και του Υπουργείου Εσωτερικών.
Η εγκύκλιος αυτή, ουσιαστικά, νομιμοποιήσουμε την εξωδικαστική στέρηση της ελευθερίας και την άσκηση βίας σε βάρος της υγείας των ανθρώπων. Κοντολογίς, ήταν η αποθέωση της αυθαιρεσίας της εξουσίας.
Διαβάζοντας αυτό το έγγραφο, μαθαίνουμε πως ο φερόμενος ως ασθενής μπορούσε να μεταφερθεί σε ψυχιατρική κλινική χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του, αλλά και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των συγγενών και επιμελητών του «μόνο με την εμφανή ένδειξη επικινδυνότητας» για τον ίδιο και το περιβάλλον του.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα της εποχής η έννοια «των πράξεων δημοσίου κινδύνου, οι οποίες αποτελούν ιδιαίτερο κίνδυνο για την κοινωνίας» περιελάμβαναν πράξεις όπως «αντισοβιετική προπαγάνδα και αγκιτάτσια, διάδοση γνωστών εκ των προτέρων ψευδών ειδήσεων, οι οποίες συκοφαντούν το σοβιετικό κρατικό και κοινωνικό σύστημα», είναι προφανές ότι οποιοσδήποτε αντιφρονών μπορούσε να κηρυχθεί ως ψυχικά ασθενής. Εκείνη ακριβώς την εποχή, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης, αποφάσισε την κατασκευή ενός ολόκληρου δικτύου ψυχιατρείων - φυλακών, υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εσωτερικών.
Ας επιστρέψουμε όμως στην εγκύκλιο, η οποία κατοχύρωνε εκτεταμένες αρμοδιότητες στους ψυχιάτρους, ανάλογα βέβαια με τις απόψεις και τη στάση τους απέναντι στην εξουσία. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως στο κείμενο της εγκυκλίου δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στην επαγγελματική επάρκεια των γιατρών, στη διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης των ασθενών, στη διαδικασία αναθεώρησης της διάγνωσης, της ψηφοφορίας των μελών της αρμόδιας επιτροπής, την πρωτοκόλληση της απόφασης κ.λπ. Το κείμενο αυτό, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η νομική (αν μπορούμε να το πούμε αυτό χωρίς ειρωνεία) κατοχύρωση του τεκμηρίου ανικανότητας προς δικαιοπραξίες των ψυχικά ασθενών. Κατ’ αυτόν, όμως τον τρόπο, παραβιαζόταν βάναυσα το δικαίωμα υπεράσπισης και η αναθεώρηση των αποφάσεων, καθώς επίσης και η καταστρατήγηση της διαφάνειας των αποφάσεων. Ήταν μία άμεση απειλή για τα ανυπεράσπιστα εκείνα πρόσωπα, εναντίον των οποίων θα ξεκινούσε μία ψυχιατρική δίωξη και τα οποία δεν θα είχαν κανένα μέσο να αντισταθούν στην κατάχρηση εξουσίας.
Οι κανόνες που έθεσαν οι υπηρεσίες του κράτους στον τομέα της ψυχιατρικής ήταν και η νομική (ή μήπως η παρά-νομική) βάση μίας εκστρατείας διώξεων που εκτυλίχθηκε κατά των αντιφρονούντων.
Η εμφάνιση αυτής της εγκυκλίου του Υπουργείου Υγείας, κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν. Λίγο καιρό πριν, ο Νικήτας Χρουστσόφ είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο στην κομματική εφημερίδα «Πράβντα» στο οποίο ανέφερε: «μπορούμε να πούμε πως και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι πολεμούν τον κομμουνισμό... αυτοί οι άνθρωποι, προφανώς, δεν έχουν καλή ψυχική κατάσταση».
Το σύνθημα δόθηκε μέσα από τα πιο επίσημα χείλη. Από εκεί και πέρα, η κομματική νομενκλατούρα και η κρατική γραφειοκρατία, ανέλαβαν τα υπόλοιπα. Ξεκίνησε μία συστηματική πρωτοφανής εκστρατεία, με τη βοήθεια ψυχιατρικών επιτροπών, να κηρύξουν ψυχικά ασθενείς ανθρώπους, χωρίς να τους δίνουν το δικαίωμα να παραστούν σε δίκη. Όπως ήταν φυσικό, η παγκόσμια κοινή γνώμη ξεσηκώθηκε, προκλήθηκε τεράστιος θόρυβος με μοναδική θλιβερή εξαίρεση τα Κομμουνιστικά Κόμματα, τα οποία λόγω οικονομικής τους εξάρτησης από το ΚΚΣΕ, αρνήθηκαν όχι μόνο να καταδικάσουν αυτές τις πρακτικές, αλλά ούτε καν να τις συζητήσουν. Μοναδική επωδός της «επιχειρηματολογίας» τους ήταν πως πρόκειται για «δυσφημιστική της Ε.Σ.Σ.Δ. εκστρατείας, ενορχηστρωμένης από τη CIA». Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί πως στη χώρα μας, το κυριότερο επιχείρημα των προπαγανδιστών της σοβιετικής πραγματικότητας ήταν πως η πολιτική αυτή είναι πιο ανθρώπινη από την αντίστοιχη δυτική, γιατί ο παραβάτης του νόμου θεωρείται ψυχικά ασθενής που πρέπει να τύχει θεραπείας και φροντίδας και όχι ποινικού κολασμού.
Ήταν όμως αυτή η πολιτική πρωτόγνωρη για τη Σοβιετική Ένωση;
Η απάντηση είναι αρνητική, αφού από τα πρώτα κιόλας χρόνια, μετά τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους, έγιναν πολλές απόπειρες «αξιοποίησης» των ψυχιατρείων για πολιτικούς λόγους. Από τις πρώτες περιπτώσεις που θησαυρίζονται στις ιστορικές δέλτους ήταν εκείνη της Μαρίας Σπιριντόνοβα, ηγετικής μορφής του Κόμματος των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών, την οποία βίαια έκλεισαν στο ψυχιατρικό νοσοκομείο Πρετσιστένσκαγια με διαταγή του «σιδερένιο» Φέλιξ Ντζερζίνσκι το 1921.
Η χρήση της κατασταλτικής ψυχιατρικής καταγράφεται και στη τρομερή και τρομακτική δεκαετία του 1930. Για πολιτικούς κρατούμενους χρησιμοποιήθηκε το 10 ειδικό σωφρονιστικό νοσοκομείο Καζάνσκαγια, αρμοδιότητας του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων της Ε.Σ.Σ.Δ. Σε αυτό κρατήθηκαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα πολλοί ψυχικά ασθενείς, αλλά και άνθρωποι χωρίς την παραμικρή ένδειξη πως χρήζουν νοσηλείας. Στις δεκαετίες του 1940 και 1950 υπήρχαν πολλές σωφρονιστικές ψυχιατρικές κλινικές, όπως εκείνη που λειτουργούσε στο κτίριο των πρώην γυναικείων φυλακών στο Λένινγκραντ. Αντίστοιχα, είχαμε ψυχιατρικές κλινικές στη διαβόητη φυλακή Μπουτίρκα στην Μόσχα, αλλά και στην πόλη της Σιβηρίας Τομσκ.
Στις ψυχιατρικές αυτές κλινικές, τόσο κατά τη σταλινική περίοδο, όσο και κατά τα πρώτα χρόνια της μετασταλινικής ΕΣΣΔ, ήταν φυλακισμένοι για πολιτικούς λόγους ο πρώην πρόεδρος της Εσθονίας Κωνσταντίν Πιατς, το γνωστό κομματικό στέλεχος Σ. Π. Πίσαρεφ, ο στρατηγός της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. Πάβελ Σουντοπλάτοφ, ο οποίος διακρίθηκε για την συμμετοχή του στις σταλινικές διώξεις και μετά το 1953 υποκρίθηκε πως πάσχει ψυχικά για να αποφύγει τη λογοδοσία στα κομματικά όργανα και στα δικαστήρια. Ανάμεσα στους τροφίμους αυτών των ιδρυμάτων, βρίσκουμε τον εξάδελφο του Α’ γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος του Ισραήλ Μικούνις, τον πρώην επιτελάρχη του γενικού επιτελείου του πολεμικού ναυτικού, ναύαρχο Λ. Μ. Γκάλλερ, το διάσημο σοβιετικό μηχανικό αεροσκαφών Α. Ν. Τουπόλεφ.
Κύριο χαρακτηριστικό της σοβιετικής ψυχιατρικής ήταν το ενισχυμένο πρόγραμμα κατασκευής ψυχιατρικών νοσοκομείων. Έτσι, το 1935 συνολικά στην Ε.Σ.Σ.Δ. είχαμε 102 ψυχιατρικά νοσοκομεία με 33.772 κλίνες. Το 1955 ο αριθμός αυτός έφτασε τα 200 νοσοκομεία με 116.000 κλίνες, το 1962 με 1974 ο αριθμός των κλινών από 222.600 έφτασε τις 390.000.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και συγκεκριμένα στις 29 Απριλίου 1969, ο τότε πανίσχυρος αρχηγός της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. Γιούρι Αντρόποφ κατέθεσε στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος ένα σχέδιο για την επέκταση του δικτύου των ψυχιατρικών κλινικών και την πρόταση για καλύτερη αξιοποίησή τους προκειμένου να υπερασπιστούν τα συμφέροντα του σοβιετικού κράτους και του πολιτικού του συστήματος. Αντίστοιχες, άκρως απόρρητες, ήταν οι αποφάσεις της Κ.Ε. του κόμματος και του υπουργικού συμβουλίου.
Για την ιστορία και μόνο αξίζει να αναφέρουμε πως Ειδικά Ψυχιατρικά Νοσοκομεία κατά τη δεκαετία του 1930 ιδρύθηκαν με πρωτοβουλία του Α. Βισίνσκι, γνωστού εισαγγελέα από τις δίκες της Μόσχας.
Τα Ειδικά Ψυχιατρικά Νοσοκομεία ήταν απόρρητα και ανήκαν στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εσωτερικών, ουσιαστικά δηλαδή ανεξέλεγκτα τόσο από ιατρικής όσο και από νομικής πλευράς. Στην πραγματικότητα, λειτουργούν με ευθύνη της 5ης Διεύθυνσης της Επιτροπής Κρατικής Ασφάλειας, για αυτό και οι αποφάσεις εγκλεισμού σε αυτά, λαμβάνονταν από τα στελέχη της και όχι από γιατρούς.
Είναι μεγάλος ο κατάλογος των αντιφρονούντων που «φιλοξενήθηκαν» σε αυτά τα «ιδρύματα». Ανάμεσα τους ήταν ο μετέπειτα νομπελίστας ποιητής Ιωσήφ Μπρόντσκι, η ποιήτρια Νατάλια Γκορμπανέφσκαγια, η οποία μαζί με άλλους έξι διαμαρτυρήθηκε τον Αύγουστο του 1968 στην Κόκκινη πλατεία για την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, ο μαθηματικός και ποιητής Αλεξάντρ Γιεσένιν-Βολπίν και άλλοι.
Θύματα της κατασταλτικής ψυχιατρικής στην Ε.Σ.Σ.Δ., ήταν πολιτικοί ακτιβιστές, αντιφρονούντες, εκπρόσωποι εθνικών μειονοτήτων, πολίτες που ήθελαν να μεταναστεύσουν, πιστοί διαφόρων δογμάτων, μέλη ομάδων μη λογοκριμένης τέχνης, εργάτες που διεκδικούσαν τα δικαιώματά τους, άνθρωποι με διαφορετικό από τον παραδοσιακό ερωτικό προσανατολισμό.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, συνολικά στην Ε.Σ.Σ.Δ. «απόλαυσαν» τις φροντίδες της κατασταλτικής ψυχιατρικής, περίπου 2.000.000 άνθρωποι.
Η Περεστρόικα του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, έθεσε τέλος σε αυτή την πρακτική. Από το 1988 άρχισαν σταδιακά να δίνουν «εξιτήρια» στους ασθενείς, μετά από πρωτοβουλία της Παγκόσμιας Ψυχιατρικής Εταιρείας.
Το 1988 - 1989 με απαίτηση δυτικών ψυχιάτρων, ετέθη ως ένας από του όρους για την εισδοχή μελών στην Παγκόσμια Ψυχιατρική Εταιρίας να διαγραφούν από τις καταστάσεις των ψυχικά ασθενών στην Ε.Σ.Σ.Δ. περίπου δύο εκατομμύρια άνθρωποι. Ο όρος έγινε αποδεκτός κι εμείς μάθαμε την αλήθεια.
Κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες της ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης το ένα τρίτο των πολιτικών κρατουμένων ήταν «ασθενείς» ψυχιατρικών νοσοκομείων. Ανάμεσα σε αυτούς χιλιάδες αντιφρονούντες, ωστόσο αυτοί αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου για τα εκατομμύρια των σοβιετικών πολιτών που έγιναν θύματα της ολοκληρωτικής, σοβιετικής ψυχιατρικής.