Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς που οι υπήκοοί του τον αγαπούσαν πολύ, γιατί έτσι είχαν μάθει από τους πατεράδες τους και από τους παππούδες τους. Όμως αυτός αρρώστησε μια μέρα και ξάφνου έπαψε να χορταίνει την αγάπη τους: του φαινότανε λίγη και λειψή. Έτσι, τους έβαλε διάφορες δοκιμασίες, γιατί η αγάπη τους ήταν σαν το ψωμί και σαν το νερό γι' αυτόν, του είπαν οι γιατροί και οι μάγοι του, ήταν σαν τον αέρα και σαν τα πλούτη και τους θησαυρούς. Και η αγάπη του λαού του ήταν το μόνο φάρμακο που μπορούσε να τον κρατήσει στη ζωή.
Έστειλε λοιπόν τους εισπράκτορές του και ζήτησαν με τη βία και τις φωνές και πήραν τη δεκάτη από κάθε έναν, είχε δεν είχε φορολογηθεί, είχε δεν είχε άλλο για να δώσει, είχαν δεν είχαν δώσει γεννήματα τα χωράφια του, είχαν δεν είχαν γεννήσει τα ζωντανά του, είχε δεν είχε πουλήσει την πραμάτεια του. Και τότε ο λαός ένιωσε πράγματι να αναβλύζει από μέσα του μια ακόμη πιο μεγάλη αγάπη για τον βασιλιά τους, και γέμισαν οι άνθρωποι με δάκρυα χαράς — γιατί πώς αλλιώς μπορεί κανείς να αποδείξει την αγάπη του αν δεν πληρώσει και δεν ξαναπληρώσει γι' αυτήν; Και έγινε μεγάλη γιορτή τότε στην πόλη, και μοιράστηκε δωρεάν κρασί σε όλους από το παλάτι.
Και ο βασιλιάς τονώθηκε και χάρηκε, μα έπειτα από δυο μερόνυχτα αισθάνθηκε πάλι μόνος και χωρίς αγάπη, εξαθλιωμένος και ετοιμοθάνατος. Κι έτσι έστειλε τώρα τους ραβδούχους του να χτυπήσουν τον λαό, άντρες και γυναίκες, παιδιά και μεγαλυτέρους, αθώους και ενόχους, για να βγει κι άλλη αγάπη από μέσα τους. Κι όπως τα ραβδιά και τα μαστίγια έπεφταν πάνω στις πλάτες τους και τις γέμιζαν πληγές και αίμα που έτρεχε γάργαρο, πράγματι τόσο περισσότερο τον αγαπούσαν εκείνοι, και τόσο πιο πολύ χαίρονταν που πονούσαν και υπέφεραν γι' αυτόν — γιατί πώς αλλιώς μπορεί κανείς να αποδείξει την αγάπη του αν δεν πονά κι αν δεν υποφέρει γι' αυτήν; Και έγινε μεγάλη γιορτή τότε στην πόλη, και μοιράστηκε δωρεάν κρασί και κρέας σε όλους από το παλάτι.
Και ο βασιλιάς χάρηκε από τα νέα και πήρε όντως τ' απάνω του. Μα ύστερα από λίγο η αρρώστια και η ταραχή του πήρανε πάλι το επάνω χέρι, και ο βασιλιάς έπεσε ξανά με πυρετό και με άγρια όνειρα στο κρεβάτι του. Και τότε διέταξε τη φρουρά του να βγει στην πόλη και να τρέξει στα χωριά, και να πιάσει τη δεκάτη των ανθρώπων τούτη τη φορά, να δει τι θα γινόταν μ' αυτή την κρυμμένη τους αγάπη. Και είπε να τους φέρουν στην πόλη και να τους πετάξουν στα μπουντρούμια του κάστρου του, στα σκοτεινά, ανήλιαγα, υγρά μπουντρούμια του κάστρου του, εκεί όπου ακόμα και οι δεσμοφύλακες έτρεμαν να μπουν, και να τους ξεχάσουν εκεί για πάντα. Και οι φυλακισμένοι στα σκοτεινά, ανήλιαγα και υγρά μπουντρούμια του κάστρου άνοιξαν τότε με τα νύχια την καρδιά τους για να δει και να μάθει ο βασιλιάς πόσο πολύ, πόσο απόλυτα και τελεσίδικα τον αγαπούσαν, και η αγάπη τους γινόταν πεταλούδες από αίμα που έψαχναν να βρουν τον βασιλιά και να τον προσκυνήσουν — γιατί πώς αλλιώς μπορεί κανείς να αποδείξει την αγάπη του αν δεν φυλακιστεί και αν δεν χάσει την ελευθερία του γι' αυτήν; Και έγινε μεγάλη γιορτή τότε στην πόλη, και μοιράστηκε δωρεάν κρασί και κρέας σε όλους από το παλάτι, και ήρθαν και μπάντες και έπαιζαν μουσική.
Και πράγματι τονώθηκε τότε ο βασιλιάς, και χάρηκε το είναι του και σηκώθηκε από το κρεβάτι ολόλαμπρος. Μα και πάλι όχι για πολύ, γιατί λίγες μέρες κράτησε μονάχα όλο αυτό, κι ύστερα ξανάπεσε και πάλι στα ροζιασμένα δάχτυλα και στη φρίκη της αρρώστιας. Και τότε έβγαλε μεγάλη διαταγή να ετοιμάσουν οι στρατηγοί τα στρατόπεδα, και να βάλουν τελάληδες και προσταγές ότι γινόταν πόλεμος με τους γείτονες, για να δει αν θα κατάφερνε έτσι να τρυγήσει την κρυμμένη αγάπη του λαού του. Και οι άντρες έτρεξαν αμέσως να καταταχτούν, και να φτιάχνουν λόχους, τάγματα και μεραρχίες, και βγήκαν στις δημοσιές πάνω σε άμαξες και σε άλογα και μουλάρια, ή πεζοί οι περισσότεροι, με ένα σπαθί κι ένα κοντάρι, μ' ένα βαρύ σιδερένιο κράνος και μ' έναν πλεχτό θώρακα στο στέρνο, και πέρασαν τα σύνορα με μεγάλη φωνή και έπεσαν πάνω στα ξένα χωριά και τα έκαψαν με τρελά μάτια. Μέχρι που ήρθε με μεγαλύτερες φωνές και με αλαλαγμούς κι έπεσε απάνω τους ο ξένος στρατός, με άρματα, ιππικό και βαρύ οπλισμό, με τόξα και δόρατα και βαλλίστρες, με ελέφαντες και άγρια σκυλιά, με ακροβολιστές και καταπέλτες, και τους πετσόκοψαν και τους έσφαξαν και τους έκοψαν τα κεφάλια και τους κυνηγούσαν όπως ο λύκος κυνηγάει το ελάφι. Και ο λαός φλεγόταν πια και άστραφτε από αγάπη, και χαιρόταν με κάθε πληγή από εχθρικό ξίφος και με κάθε καινούργιο χαλασμένο σώμα — γιατί πώς αλλιώς μπορεί κανείς να αποδείξει την αγάπη του αν δεν πολεμήσει και δεν χάσει τη ζωή του γι' αυτήν;
Και τότε ο βασιλιάς έγινε τελείως καλά. Και άφησε επιτέλους τα διαμερίσματά του και βγήκε στον εξώστη του παλατιού και σκύβοντας κάτω, στην πλατεία του εμπορίου, έδωσε διαταγή να γίνει μεγάλη γιορτή στην πόλη, και να μοιραστεί δωρεάν κρασί και κρέας σε όλους από το παλάτι, και να 'ρθουν μπάντες να παίξουν μουσική και ακροβάτες να κάνουν ακροβατικά και μάγοι να κάνουν μαγείες. Μα είδε άδεια την πλατεία του εμπορίου ο βασιλιάς, αδειανή και να χάσκει σαν το μάτι του γυμνού καύκαλου. Και μόνο ένα παιδάκι απέμενε κάπου στη μέση της, μες στα σκουπίδια και τα χαλάσματα, που μόλις τον αντίκρισε σήκωσε τα χέρια και ξερίζωσε την καρδιά του να του τη δώσει κι αυτό, να δείξει πόσο τον αγαπούσε. Γιατί δεν ήξερε να κάνει τίποτε άλλο, ούτε και είχε απομείνει πια τίποτε για να γίνει. Κι όπως βγήκε η καρδιά του παιδιού, του τελευταίου παιδιού, και σπαρτάρησε στον αέρα, βγήκε και η καρδιά του βασιλιά, λες και δυο άλλα χέρια, έξαλλα, του την τράβηξαν με τη βία μέσα από το στήθος και την πέταξαν στην πλατεία.
Κι όπως περνούσε από κει ένα σκυλί, μύρισε την καρδιά του βασιλιά, κι έφυγε τρέχοντας από κοντά της, γιατί ήταν μια καρδιά άρρωστη, που δεν χόρταινε την αγάπη.
ΥΓ. Θυμήθηκα αυτό το παλιό παραμύθι από τη συλλογή των A. Siadis και K. Athan (1963) όταν άκουσα για την αύξηση του ΕΝΦΙΑ (ειδικά τού ΕΝΦΙΑ) και των διοδίων (ειδικά των διοδίων) από τη θηριώδη κυβέρνηση των Τσίπρα-Καμμένου — για το ροκάνισμα και των πιο κουτσουρεμένων συντάξεων — για τα θηριώδη και πλαστά υπερπλεονάσματα — και για τα πατροπαράδοτα Αριστερά μπαχτσίσια της «13ης σύνταξης» και των επιδομάτων που θα μοιράσει στο εκστασιασμένο πόπολο τα Χριστούγεννα πετώντας τα από τον εξώστη του Μαξίμου. Αν υπάρχει βέβαια μέχρι τότε. Όχι πόπολο: αν υπάρχει μέχρι τότε αυτή η θηριώδης κυβέρνηση.