Toυ Παναγιώτη Καρκατσούλη
Αποτελεί κοινό τόπο ότι ο υπερβάλλων ζήλος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να εφαρμόσει τα μέτρα λιτότητας, με βασικά εκείνα που αφορούν την υψηλή φορολόγηση των παραγωγικών Ελλήνων και τις ανηλεείς περικοπές στις συντάξεις, συνάντησε την πρόδηλη, ενίοτε δε τη σκανδαλώδη, συναίνεση των δανειστών.
Αποτελεί, επίσης, κοινότατο τόπο ότι τα άλλα δύο τμήματα των μνημονίων, διακηρυγμένα ως αναπόσπαστο τμήμα τους από μιας αρχής, δηλαδή η ανάπτυξη και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αποτέλεσαν τους πτωχούς συγγενείς της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Πλην, όμως, το μνημονιακό αφήγημα έπρεπε για προφανείς επικοινωνιακούς λόγους να δίνει έμφαση και στα δύο έσχατα τμήματά του, διότι μόνον αυτά μπορούσαν να χρυσώσουν το χάπι των δραστικών περικοπών.
Εγκαταστάθηκε, με τη συναλλαγή αυτή, ένα ιδιόμορφο modus operandi μεταξύ των δανειστών και της κυβέρνησης: Εκείνοι έκαναν ότι νοιάζονταν και προέβαιναν σε συστάσεις ή και σε χαρακτηρισμούς κάποιων δράσεων που είχαν σχέση με την ανάπτυξη ή με τον τρόπο αναδιοργάνωσης του κράτους ως προαπαιτούμενων ενεργειών. Εννοείται ότι δεν υπήρχε καμία συνέπεια για τη μη εκπλήρωση των στόχων ή τη μη επίτευξη των αποτελεσμάτων. «Για τα μάτια του κόσμου», κατά το κοινώς λεγόμενο, οι δράσεις και συστάσεις επανέρχονταν στην επόμενη αναθεώρηση ή συμπλήρωση.
Ισως η πιο εξόφθαλμη απόδειξη των ισχυρισμών μας να είναι το νέο, συμπληρωματικό μνημόνιο που έδωσε στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι μεταρρυθμίσεις που αναφέρονται εκεί αποτελούν ένα συμπίλημα δράσεων, άλλες εκ των οποίων έχουν αναφερθεί και στο παρελθόν, αλλά μηδέποτε υλοποιήθηκαν, ενώ άλλες, γενικές κι αόριστες, παραπέμπονται στο μέλλον.
Η Ελλάδα πρέπει να εφαρμόσει κάποιες μεταρρυθμιστικές δράσεις που μπορεί να βελτιώσουν, σε σημεία, μερικά από τα πολλά ελλείμματά της, πλην όμως όλες αυτές μαζί ούτε συγκροτούν ένα ενιαίο όλον ούτε αποτελούν ιδιοκτησία της εθνικής κυβέρνησης ούτε, το κυριότερο, διαγράφουν μια πειστική προοπτική για τη χώρα που να αξιοποιεί τις δυνάμεις της και τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα.
Υπό την έννοια αυτή, το μέλλον παραμένει ασαφές και γκρίζο και, πάντως, εδραιώνεται και μεγεθύνεται η αίσθηση ότι οι θυσίες μας δεν έπιασαν τόπο.
Σήμερα, μια ανάσα πριν από την τυπική έξοδο, οι ανησυχούντες και προβληματισμένοι Ελληνες γνωρίζουμε ότι το ελληνικό σύστημα διακυβέρνησης, ο πελατειακός κρατισμός, έμεινε ανέπαφο στον πυρήνα του. Με ψαλιδισμένες τις δυνατότητές του να μπορεί να μοιράζει αφειδώς δημόσιο χρήμα μεν, με άθικτους τους μηχανισμούς δικτύωσης και αναπαραγωγής του, δε.
Εξηγήσεις γι'' αυτόν τον «πανωλεθρίαμβο» μπορούν να δοθούν πολλές: Από την ανακούφιση των δανειστών ότι μπορούν να ξεφορτωθούν ένα οχληρό και άλυτο πρόβλημα, μέχρι την αποδοχή μιας γκρίζας προοπτικής για τη χώρα σ' έναν ευρύτερο καταμερισμό προοπτικών και ευκαιριών μέλλοντος.
Αρκεί, μάλλον, να είναι εξασφαλισμένη η δημοσιονομική πειθαρχία και μαζί μ' αυτήν ο δρόμος για την επιστροφή των δανείων. Είναι μια αμυντική στρατηγική περιχαράκωσης που θα διασφαλίζει ότι η χώρα δεν θα ξανακυλήσει εκ νέου στου κακού τη σκάλα.