Η κ. Θάνου δεν είναι μια τυχαία τέως δικαστής. Ως πρόεδρος του Αρείου Πάγου και ως πρώην συνδικαλίστρια των δικαστών έχει άμεση επιρροή σε ένα κομμάτι του δικαστικού κλάδου. Αλλά, το σημαντικό είναι ότι δεν καλείται να υπηρετήσει έναν πρωθυπουργό ως θεσμό. Καλείται να υπηρετήσει το αντικοινοβουλευτικό σύστημα Πολάκη. Και το ξέρει.
Αυτή είναι η κορυφαία διαφορά μεταξύ του διορισμού της κ. Θάνου με τους διορισμούς άλλων δικαστικών στο παρελθόν στο γραφείο πρωθυπουργών. Κανείς από τους άλλους πρωθυπουργούς και τα κόμματά τους δεν είχαν στραφεί εναντίον του κοινοβουλευτισμού και της αστικής δημοκρατίας όπως στρέφονται οι υπουργοί αυτής της κυβέρνησης με την ανοχή και συχνά με τη σύμφωνη γνώμη του πρωθυπουργού.
Η κ. Θάνου ξέρει πολύ καλά τις εκφρασμένες θέσεις Πολάκη, Παππά, Σκουρλέτη, Μπαλαούρα, Μπαλάφα, Φωτίου, Σπίρτζη, Τσακαλώτου, Φίλη και άλλων υπουργών κατά της ασκούμενης δικαιοσύνης και υπέρ της υποταγής των εξουσιών σε μία που καθορίζει κεντρικά την πολιτική της χώρας. Και ξέρει τη κατακραυγή σύσσωμου του πρώην κλάδου της.
Η κ. Θάνου ξέρει πολύ καλά ότι αυτή η εκφρασμένη βούληση είναι του ΣΥΡΙΖΑ που κυβερνά και δεν είναι τυχαίων διάσπαρτων ατόμων. Επομένως ξέρει και αποδέχεται ότι η θέση που αναλαμβάνει δεν είναι απλώς μια θέση συμβούλου του πρωθυπουργού, αλλά μια θέση αμάχης με τους πρώην συναδέρφους της στη Δικαιοσύνη και με την αντιπολίτευση.
Και την αναλαμβάνει, πιθανώς για να γίνει πράξη αυτό που επαναλαμβάνει ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί Δικαιοσύνης και οι «επαναστάτες» των πανηγυριών σαν τον κ Πολάκη, ότι πρέπει να βρεθεί ένα «άλλο μονοπάτι» για να περάσει ό,τι αντισυνταγματικό και παράνομο έχει στο νου του ο ΣΥΡΙΖΑ και ο κολαούζος του οι ΑΝΕΛ. Η κ. Θάνου είναι προφανώς το «άλλο μονοπάτι».
Η πρόσφατη ιστορία της νέας κ. Προϊσταμένης δεν είναι και πολύ λαμπρή από άποψη κατάρτισης και αποτελεσμάτων. Πρότεινε την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης των ανώτατων δικαστών, που απαγορεύεται ρητά από το Σύνταγμα και έστρεψε εναντίον της και εναντίον των ανώτατων δικαστών όλους τους υπόλοιπους, και τους πολίτες.
Έφτιαξε μια διασπαστική συνδικαλιστική οργάνωση ανώτατων λειτουργών, που έστρεψε εναντίον της όλους τους άλλους δικαστές και εισαγγελείς της χώρας. Πήγε στον πρωθυπουργό με τους άλλους ανώτατους δικαστές και ζήτησε αυξήσεις μισθών την ώρα που οι πολίτες έχουν χάσει τους μισούς μισθούς τους. Αποδεικνύοντας ότι δεν έχει είτε ενδιαφέρον είτε επαφή με την πραγματικότητα της χώρας.
Ηγήθηκε του Αρείου Πάγου που νομιμοποίησε τις σφαγές μισθών και συντάξεων ως παράγωγα νόμιμων μνημονίων. Νομιμοποίησε την άρνηση καταβολής μισθών από τους εργοδότες ως «αναγκαίο κακό» της κρίσης!
Η πρόσληψή της στο πρωθυπουργικό γραφείο 10 μέρες μετά τη λήξη της θητείας της, δεν φανερώνει μόνο την διαχρονική ξεδιάντροπη πολιτική διαπλοκή της εκτελεστικής εξουσίας με τη δικαστική. Σε βάρος της φήμης της δικαστικής. Φανερώνει και την απουσία αντιστάσεων της δικαστικής εξουσίας να συμμετάσχει στη δική της απαξίωση. Η κ Θάνου δεν γνώρισε χτες τον πρωθυπουργό. Και δεν συνομίλησε χτες για πρώτη φορά μαζί του.
Από την άλλη πλευρά, αν κρίνει κανείς από τα νομικά ατοπήματα της κ Θάνου στη διάρκεια της θητείας της, η τέως δικαστής δεν έχει να προσφέρει κάτι σημαντικό στον πρωθυπουργό. Το όνομά της είναι ήδη απαξιωμένο. Αν, μάλιστα ήταν πίσω από τις παράνομες και αντισυνταγματικές κινήσεις της κυβέρνησης για τα κανάλια και το συνταξιοδοτικό, μάλλον ζημιά θα κάνει παρά καλό.
Τη μεγάλη ζημιά όμως την κάνει στη Δημοκρατία. Γιατί με την αποδοχή της νέας θέσης πριν καν κρυώσει η καρέκλα της στον Άρειο Πάγο υποχρεώνει κάθε πολίτη να πιστεύει ότι και όταν ήταν πρόεδρος του ανώτατου δικαστήριου, την κυβέρνηση υπηρετούσε.
Κι αυτό, παρά τις αμελέτητες ανακοινώσεις της κυβέρνησης ότι τέτοια πρόσληψη έχει επαναληφθεί, δεν έχει επαναληφθεί! Πρώτον γιατί ποτέ άλλοτε πρόεδρος ανώτατου δικαστήριου δεν διορίστηκε σύμβουλος πρωθυπουργού και μάλιστα αμέσως. Ακόμα και ο πρόεδρος του ΣτΕ κ Ρίζος διορίστηκε σύμβουλος του Προέδρου της Δημοκρατίας. Που δεν είναι κομματικό πρόσωπο.
Οι δικαστικοί Πικραμένος και Μενουδάκος προσλήφθηκαν σύμβουλοι Μητσοτάκη και Σημίτη μετά από άδεια του δικαστικού Συμβουλίου και πριν γίνουν πρόεδροι δικαστηρίων. Η περίπτωση Θάνου είναι μοναδική στα χρονικά διαπλοκής της εκτελεστικής με τη δικαστική εξουσία.
Αυτή η κατάπτυστη πρακτική να υπηρετεί η δικαστική εξουσία την εκτελεστική, ευτελίζοντας την ανεξαρτησία της στα μάτια των πολιτών δεν μπορεί να σταματήσει αν οι ίδιοι οι δικαστές δεν σέβονται πρώτοι το θεσμό που υπηρετούν περισσότερο από τις προσωπικές φιλοδοξίες τους. Και αν η ίδια η νομοθετική εξουσία δεν νομοθετήσει περιοριστικά μέτρα σ αυτή τη φάμπρικα.
Οι πρόεδροι των ανώτατων δικαστηρίων, όταν συνταξιοδοτηθούν, μπορούν να μετέχουν σε ένα συμβουλευτικό όργανο των πρωθυπουργών, έτσι ώστε να υπηρετείται η πολυφωνία και η ανεξαρτησία από κομματικές βλέψεις. Και να μην υπάρχουν οι υπόγειες διαδρομές δικαιοσύνης και κυβέρνησης. Όπως με την κ Θάνου. Κι αυτό δεν θέλει κόπο. Θέλει διακομματική βούληση.
Η κ Θάνου ξέρει ποια πολιτική της ζητείται να υπηρετήσει. Δυσφήμισης της δικαστικής εξουσίας και διάλυσης του Τύπου. Όσα επιδιώκουν όλες οι αντιδημοκρατικές κυβερνήσεις. Ήδη, η φιέστα που οργάνωσε στο Χίλτον για τα …182 χρόνια του Άρειου Πάγου, που ήταν στην πραγματικότητα μια άπελπις προσπάθεια να μη φύγει από το Σώμα έτσι, αξέχαστη, μαρτυράει μια έλλειψη σοβαρότητας. Δεν είναι τυχαίο που ενέπνευσε τον πρωθυπουργό. Σ αυτό μοιάζουν.
Γ Παπαδόπουλος- Τετράδης