Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Τον Απρίλιο του 2013, ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Τόκιο, Ρομπέρτο Όσι, είχε δημοσιεύσει μια έρευνα στο περιοδικό του London School of Economics, στην οποία είχε αναφέρει πως η κρίση που τότε εστιαζόταν στην Ελλάδα και στην Κύπρο, θα μεταφερόταν με μαθηματική ακρίβεια και στην Ιταλία.
Αναφερόταν στην βουβή κατάρρευση της Ιταλικής Οικονομίας, καθώς υποστήριζε πως η Ιταλία δεν βρισκόταν σε κατάσταση «severe recession» αλλά «in deep depression». Με δημόσιο χρέος πάνω από 2 τρισ. ευρώ και μεγαλύτερο από το 130% του ιταλικού ΑΕΠ, η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, βρίσκεται εδώ και χρόνια σε μια διαδρομή που δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί βιώσιμη. Η παρέμβαση της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) σε μια προσπάθεια έμμεσης στήριξης του χρέους, δεν θα μπορέσει να διατηρηθεί για πολύ. Η ΕΚΤ διοχέτευε ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα μέσω του μηχανισμού LTRO και η ρευστότητα αυτή πέρναγε με τη σειρά της στη δευτερογενή αγορά ιταλικών ομολόγων, από τη οποία αποχωρούσαν οι Γερμανικές και Γαλλικές τράπεζες ρευστοποιώντας τα ιταλικά ομόλογα που είχαν στα χαρτοφυλάκια τους.
Στην πραγματικότητα η Ιταλία πτώχευσε το καλοκαίρι του 2011, όταν τα επιτόκια των ομολόγων είχαν ξεφύγει από κάθε έλεγχο με αποτέλεσμα η Ιταλία να βρεθεί προσωρινά εκτός αγορών. Τότε ίσχυσε το «too big to fail» και οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί στήριξαν την Ιταλία, ελπίζοντας πως κάποια στιγμή η χώρα θα μπορούσε να ενταχθεί σε ένα καθεστώς κανονικότητας ώστε να αναζητήσει κεφάλαια από τους διεθνείς πιστωτές.
Η λέξη «μεταρρυθμίσεις», ακούστηκε τότε για πρώτη φορά στα αυτιά της Ιταλικής κοινωνίας. Μεταρρυθμίσεις στην κεντρική αλλά και στην περιφερειακή γραφειοκρατία, μεταρρυθμίσεις στην τοπική αυτοδιοίκηση, μεταρρυθμίσεις στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης, στην παιδεία, στην αγορά εργασίας, στο ρυθμιστικό πλαίσιο της επιχειρηματικότητας, δηλαδή μια επιστροφή στον τρόπο που ήταν δομημένη και οργανωμένη η Ιταλική οικονομία και κοινωνία στη δεκαετία του '50. Όμως ακόμα και ο Μπερλουσκόνι την εποχή της κοινοβουλευτικής παντοδυναμίας του, αδυνατούσε να νομοθετήσει οποιαδήποτε μεταρρύθμιση ακόμα και υπέρ της επιχειρηματικότητας, καθώς συναντούσε μεγάλη κοινωνική αντίσταση που καθρεφτιζόταν στη σύνθεση της κοινοβουλευτικής ομάδας του. Ουσιαστικά η μόνη μεταρρύθμιση που έγινε ήταν της κυβέρνησης Μόντι, η λεγόμενη «riforma Fornero», που αφορούσε στο συνταξιοδοτικό και οδήγησε χιλιάδες εργαζόμενους εκτός εργασίας δίχως συνταξιοδοτικά δικαιώματα.
Η αντίσταση της Ιταλικής κοινωνίας απέναντι στον εκσυγχρονισμό και στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και η αδυναμία των πολιτικών στο να αντιληφθούν, να υιοθετήσουν και να επικοινωνήσουν την επιτακτικότητα αυτών των αλλαγών, οδήγησε σταδιακά σε οικονομικά αδιέξοδα, σε καταρρεύσεις τραπεζών, σε αδυναμίες πληρωμών. Το αποτέλεσμα, είναι η αναρρίχηση των ευρωσκεπτικιστών και των λαϊκιστών στην ιταλική πολιτική σκηνή, που έχουν σαφώς συγκρουσιακή λογική σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη οικονομική συγκυρία.
Μήπως το παράδειγμα της Ιταλίας, θα πρέπει να μας διδάξει ως προς το τι μπορεί να επιφυλάξει η ιστορία για εμάς, αν δεν κινηθούμε με ταχύτητα και θρασύτητα απέναντι στην αρτηριοσκλήρωση, στην αδυναμία ανάγνωσης της πραγματικότητας και στην αναβλητικότητα; Η Ελλάδα είναι μικρή, δεν φέρει πλέον ιδιαίτερο συστημικό βάρος και έτσι το «too big to fail», δεν ισχύει στην περίπτωση της.