Στις αρχές Δεκεμβρίου 2019, όταν η Άγκελα Μέρκελ επισκέφθηκε το Άουσβιτς, αναρωτηθήκαμε γιατί μια πολιτικός που σε ολόκληρη την πολιτική της διαδρομή επέδειξε μοναδική και υποδειγματική ευαισθησία στα θύματα της ναζιστικής γενοκτονίας και υπήρξε η ίδια πολέμια του νεο-ναζισμού και του κομμουνιστικού αυταρχισμού (βλ.τις κάκιστες σχέσεις της με τον Πούτιν), άφησε αυτή την επίσκεψη για το τέλος της καριέρας της κι αφού είχε, σχεδόν, κατασκευάσει μια αφορμή για να το κάνει.
Φίλος που ξέρει πολύ καλά τα ευρωπαϊκά, δηλαδή τα γερμανικά θέματα, μας το εξήγησε σε μια φράση: «Αν πήγαινε νωρίτερα στο Άουσβιτς θα είχε πρόβλημα με τη δεξιά πτέρυγα του CDU και τους Χριστιανοκοινωνιστές κυβερνητικούς εταίρους».
Δεν έχουν περάσει ούτε δύο μήνες από εκείνη τη συζήτηση και η πολιτική κρίση που έχει ξεσπάσει στη Γερμανία με αφορμή όσα συνέβησαν στη Θουριγγία αφορά ακριβώς αυτό: το βαθμό που οι λαοί αισθάνονται δεσμευμένοι από την ιστορία τους. Στη Γερμανία για τους Χριστιανοδημοκράτες, μέχρι πριν από λίγες ημέρες, ήταν θέμα ταμπού κάθε επαφή με την ακροδεξιά, για οποιοδήποτε θέμα. Και αυτό το ταμπού το έσπασε στην πραγματικότητα η κάλπη και οι συσχετισμοί που ανέδειξε.
Τα ίδια και στην Ιρλανδία. Το Σιν Φέιν που στις εκλογές της Κυριακής αναδείχθηκε πρώτο κόμμα σε ψήφους, είχε ιδρυθεί ως πολιτικό σκέλος του Ιρλανδικού Απελευθερωτικού Στρατού, της αιμοσταγούς, τρομοκρατικής οργάνωσης IRA η δράση της οποίας δημιούργησε ποταμούς αίματος. Υπολογίζεται ότι μόνο τα χρόνια 1969-1994 δολοφονήθηκαν 1.800 άνθρωποι οι 600 από αυτούς ήταν πολίτες που χαρακτηρίστηκαν “παράπλευρες απώλειες”. Μπορεί το Σιν Φέιν να ιδρύθηκε με το αίτημα για τον αφοπλισμό του IRA αλλά οι δεσμοί μαζί του έκαναν απαγορευτική κάθε προοπτική να πρωταγωνιστήσει στα πολιτικά πράγματα της Ιρλανδίας. Ήταν ένα ζήτημα ταμπού, ένα ταμπού όμως που το έσπασε η κάλπη της Κυριακής. Μπορεί το Σιν Φέιν να έκανε μια καμπάνια με άξονα την κοινωνική ατζέντα αλλά οι νέοι ψηφοφόροι που δεν είχαν μνήμες από την εποχή της σκληρής τρομοκρατίας θεώρησαν ότι δεν δεσμεύονται από την ιστορία της χώρας τους και υπερψήφισαν το κόμμα που είχε γεννηθεί από τα σπλάχνα της τρομοκρατίας.
Συνηθίζουμε να βλέπουμε στην ιστορία έναν αποτροπαϊκό χαρακτήρα, δηλαδή την αντιμετωπίζουμε ως σκιάχτρο, κραδαίνοντας τη φρίκη του παρελθόντος για να αποτρέψουμε την επανάληψή της στο μέλλον. Φαίνεται όμως ότι αυτό δεν αρκεί. Και δώ που τα λέμε, γιατί να φοβηθεί κάποιος το παρελθόν όταν στο παρόν, μια κατάσταση του δημιουργεί ήδη φόβο και απελπισία και αισθάνεται ότι του αποστερεί κάθε προοπτική;
Ο φόβος της ιστορίας από μόνος του δεν αρκεί. Οι πολίτες απαιτούν εξηγήσεις για το παρόν τους και λύσεις για το μέλλον τους.
Οι πολίτες έχουν αποδεσμευτεί πλέον από την ίδια τους την ιστορία.