Της Εύας Στάμου
Οι βομβιστικές εκρήξεις δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο στην ιστορία του Μάντσεστερ. Ως πρότυπο φιλελεύθερης, προοδευτικής πόλης, το Μάντσεστερ ήταν από τους κύριους στόχους των αεροπορικών βομβαρδισμών των Ναζί, ενώ τη δεκαετία του '90 επλήγη από τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις του IRA που διέλυσαν το κέντρο της – εκεί που λίγο αργότερα χτίστηκε ο συναυλιακός χώρος του Manchester Arena.
Με αφορμή το πρόσφατο τρομοκρατικό χτύπημα στο Μάντσεστερ, διαβάζουμε πλείστες αναλύσεις για τα λάθη και τα ιστορικά εγκλήματα της Δύσης, καθώς και για τα χαρακτηριστικά των δυτικοθρεμμένων μαχητών του Ισλάμ.
Αρκετά από αυτά τα κείμενα, αντί να αναλύουν κάτι, εκφράζουν πιθανόν τις προσωπικές ενοχές που αισθάνεται ο συντάκτης τους ως κάτοικος της Δύσης, με αποτέλεσμα να συσκοτίζεται έως έναν βαθμό η αλήθεια αλλά και –ακούσια- να παρέχονται δικαιολογίες για τις αποτρόπαιες πράξεις εγκληματιών που φαίνεται ότι στερούνται ολοκληρωτικά την ενσυναίσθηση, την ικανότητα δηλαδή που διακρίνει τον άνθρωπο από τα κτήνη.
Καταλαβαίνω ότι αρκετοί θεωρούν πως, ασκώντας μονομερή κριτική στις πολιτικές τής Δύσης, αντιστέκονται στον επεκτατισμό και τον καταναλωτισμό, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι στην πραγματικότητα συμβάλουν τόσο στην διατήρηση της συνωμοσιολογίας, όσο και στην απενοχοποίηση εγκληματικών συμπεριφορών.
Κανείς δεν αμφισβητεί την προσπάθεια μεγάλων Δυτικών κρατών -και βεβαίως, της Ρωσίας- να ελέγξουν προς οικονομικό τους όφελος τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της Ανατολής. Το να υποστηρίζει όμως κάποιος ότι η αποικιοκρατία και οι Σταυροφορίες του Μεσαίωνα είναι ο λόγος που κάποιοι μουσουλμάνοι, οι οποίοι έχουν αναθραφεί στην καρδιά της Ευρώπης, τελούν μαζικούς φόνους, είναι ύποπτα αφελές.
Η άποψη ότι τα εγγόνια των Πακιστανών «με το μαγαζάκι της γωνίας» που γεννήθηκαν στη Βρετανία νιώθουν αδικημένα επειδή οι κοινωνίες στις οποίες ζουν τα έχουν καταδικάσει να αναπαράγουν τους επαγγελματικούς και κοινωνικούς ρόλους των παππούδων τους, έχει να κάνει περισσότερο με μία 'λογοτεχνική' προσέγγιση του θέματος και λιγότερο με μία σοβαρή κοινωνιολογική ανάλυση.
Στη Βρετανία, συχνά η κοινωνική ανέλιξη των μουσουλμάνων είναι ραγδαία. Οι περισσότεροι νέοι Πακιστανικής καταγωγής, για παράδειγμα, έχουν πανεπιστημιακά πτυχία, οι γυναίκες γνωρίζουν ελευθερίες που δεν θα μπορούσαν ποτέ να βιώσουν στο μέρος καταγωγής τους, οι οικογενειακές τους επιχειρήσεις ανθούν συνεισφέροντας αδρά στην οικονομία της χώρας.
Τα εγγόνια του Πακιστανού με το corner-shop δεν κληρονομούν οπωσδήποτε τη δουλειά του παππού τους: γίνονται γιατροί, καθηγητές, δικηγόροι, μεγαλοεπιχειρηματίες. Διότι στην Ευρώπη, σε αντίθεση με τις χώρες του Ισλάμ, είναι εφικτό να ανέλθει κάποιος κοινωνική τάξη, χωρίς αυτό να καθορίζεται με βάση τη φυλετική, την εθνική ή τη θρησκευτική του ταυτότητα.
Οι νεαρές και οι νεαροί που αποφασίζουν να ενστερνιστούν την ιδεολογία του Ισλαμικού Κράτους μην έχοντας στην πλειονότητά τους ποτέ επισκεφθεί τις χώρες καταγωγής των προγόνων τους, αδυνατούν να συλλάβουν τους τρόπους με τους οποίους εκδηλώνεται η βαναυσότητα εν ονόματι του Ισλάμ στην καθημερινότητα των συνομήλικών τους. Οι ίδιοι απολαμβάνουν μια σειρά από πνευματικά και υλικά αγαθά που τους προφέρει η διαβίωση σε μια κοινωνία όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ανεξιθρησκεία, η δημοκρατία, η δικαιοσύνη, η ισότητα των φύλων, παρά τις ατέλειες στην εφαρμογή τους, αποτελούν ύψιστες αρχές. Οι όποιοι περιορισμοί βιώνουν, οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στους άγραφους νόμους και στα ήθη της δικής τους θρησκείας και κουλτούρας.
Έχοντας μία διαστρεβλωμένη εικόνα για το τι πραγματικά ισχύει στην «αγνή κι εξωτική» Ασία και κουβαλώντας τον διχασμό που τους κληροδότησαν οι οικογένειές τους, νιώθοντας ανίκανοι να διαχειριστούν την ελευθερία τους, γίνονται ευήκοοι δέκτες της σκληρής κριτικής που ασκείται στον δυτικό τρόπο ζωής όχι μόνο από την Ανατολή, μα και από την ίδια τη Δύση.
Τα κηρύγματα μίσους του Ισλάμ αλλά και η αυτοκριτική των δυτικών όπως συχνά εκφράζεται μέσα από τις προκλητικές εξυπνάδες των Μέσων Μαζικής Δικτύωσης, κατά του καταναλωτικού μοντέλου ζωής που έχει υιοθετηθεί από τις Δυτικές κοινωνίες, οι ενοχές των Ευρωπαίων, η έλλειψη υπερηφάνειας για όσα θετικά έχει επιτύχει μέσα στους αιώνες ο Δυτικός πολιτισμός, συμβάλλουν δυστυχώς, στην κατάρρευση τής ήδη θρυμματισμένης επαφής των επίδοξων «ηρώων» του Ισλάμ με την πραγματικότητα.
Το δικαίωμα στην κριτική αποτελεί βασική διάσταση της ελευθερίας της έκφρασης που απολαμβάνουμε οι πολίτες των Δυτικών κοινωνιών. Ωστόσο η μονόπλευρη κι επιδερμική κριτική κατά της δημοκρατικής παράδοσης της Ευρώπης, από λαϊκιστές πολιτικούς και δημοσιογράφους, με σκοπό τον εντυπωσιασμό ενός εύπλαστου κοινού, καταφέρνει το τελειωτικό πλήγμα στη σκέψη κάποιων νέων που – όπως έχει ήδη φανεί από ακροαματικές διαδικασίες σε Βρετανικά δικαστήρια -- βρίσκονται κοντά στην πλήρη νοητική και ψυχική αποδιοργάνωση.
*Η κ. Εύα Στάμου είναι συγγραφέας και Δρ Ψυχολογίας. Δίδαξε Ψυχιατρική Ηθική στο Πανεπιστήμιο του Manchester κι εργάστηκε στην Ψυχιατρική Κλινική του York. Έχει εκπροσωπήσει την Ελλάδα σε διεθνή φεστιβάλ βιβλίου και λογοτεχνικά κείμενά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα δανικά, και τα λιθουανικά. Πρόσφατα έργα της: Ageing and Female Identity in Midlife (Scholars' Press, 2013), Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας (Gutenberg, 2014) και το μυθιστόρημα Η εκδρομή (Αρμός, 2016).