Η νομική και κατεξοχήν η συνταγματολογική επιστήμη έχει συχνά μια ισοπεδωτική και για αυτό στρεβλωτική προσέγγιση της πραγματικότητας: Ανάγει τα πάντα στον γενικό και ενιαίο κανόνα, ενώ η πραγματικότητα συνήθως τον κατακερματίζει και τον καθιστά κατά τις περιστάσεις, πρωτίστως δε κατά τους συσχετισμούς πολιτικής και κοινωνικής δύναμης, επιδεκτικόν εξαιρετικά αποκλινουσών μεταξύ τους εφαρμογών.
Χαρακτηριστικότατη η καταγραφή των πρωθυπουργικών αρμοδιοτήτων, τις οποίες όλα τα συντάγματα των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών περιγράφουν ενιαίως, ειδικά ως προς την προνομία του προέδρου της κυβέρνησης να εισηγείται ελευθέρως στον ρυθμιστή του πολιτεύματος τη σύνθεση ή την ανασύνθεση του υπουργικού συμβουλίου, δηλαδή επί της ουσίας να επιλέγει τους υπουργούς που θέλει.
Στην πραγματικότητα, όμως, όλες οι πρωθυπουργικές εξουσίες –κατεξοχήν δε η κρισιμότατη συγκεκριμένη- εξαρτώνται, ως προς τη δυνατότητα ελεύθερης άσκησής τους, από πλήθος ποικιλλόντων παραγόντων. Στους φοιτητές μου συνήθιζα να κατονομάζω διψήφιο αριθμό παραμέτρων εκ των οποίων –ισχυριζόμουν πως- εξαρτάται η πρωθυπουργική ισχύς.
Όσον αφορά, λοιπόν, τον σημερινό πρωθυπουργό –ο οποίος ήδη δηλοποίησε την πρόθεσή του σύντομα να προχωρήσει σε ανασχηματισμό, δηλαδή στην άσκηση της πιο καθοριστικής εκ των αρμοδιοτήτων του- πιστεύω πως συγκεντρώνει στο πρόσωπό του όλους τους παράγοντες ισχύος που μπορεί να διαθέτει ο επικεφαλής της κυβέρνησης, πλην μιας και μόνον, δηλαδή του ότι δεν υπήρξε ιδρυτής του κυβερνώντος κόμματος…
Κατά τα λοιπά…
Διαθέτει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και ηγείται μονοκομματικής κυβέρνησης… (Θυμίζω πως οι επικεφαλής συμμαχικών κυβερνήσεων ενίοτε δεν μπορούν να επιλέξουν ούτε τους καν επικεφαλής υπουργείων, τα οποία έχουν κατανεμηθεί στο κόμμα τους: κάποτε η επιθυμία του Σαμαρά να προσφέρει υπουργείο στον Βορίδη προσέκρουσε σε αντιδράσεις κυβερνητικού εταίρου της ΝΔ…).
Κέρδισε ο ίδιος τις εκλογές και δεν διαδέχτηκε, βάσει αποφάσεως κομματικών οργάνων, τον εκλογικό νικητή, όπως ο Ράλλης το 1980 ή ο Σημίτης τον Ιανουάριο του 1996 (ο οποίος, μάλιστα, αρχικά δεν ήταν ούτε καν ηγέτης του κόμματος…).
Εξελέγη ηγέτης της ΝΔ κόντρα σε κάθε εσωκομματικό σύστημα ισχύος και δεν ωθήθηκε στην ηγεσία από κάποιους κομματικούς βαρόνους, όπως συνέβη –εν μέρει τουλάχιστον- με τον Κώστα Καραμανλή…
Έδωσε πρωτοφανή εκλογική άνοδο στο κόμμα του, η οποία ως ποσοστό άγγιξε το 42% (από περίπου 28% σε περίπου 40%...).
Διαθέτει για έξι ακόμη μήνες τη δυνατότητα να «εκβιάζει» τους δυστροπούντες, με απειλή εκλογών με λίστα, κάτι που διασφαλίζει την απόλυτη πειθαρχία εσωκομματικά…
Υπάρχουν βέβαια αντίπαλα ενδοκομματικά κέντρα ισχύος –πρωτίστως οι περισσότερο ή λιγότερο συμπαγείς ομάδες των προσκείμενων σε παλαιότερους κομματικούς αρχηγούς- αλλά δεν υπάρχει σοβαρό όμορο κόμμα να τους υποδεχθεί, εάν αυτοί αποφάσιζαν να μετατρέψουν την όποια δυσαρέσκειά τους σε ρήξη. Ο Βελόπουλος δεν θεωρείται σοβαρός, δεν μπορεί να πατήσει όπως ο Καμμένος σε ένα κύμα αντισυστημικής αγανάκτησης και δεν έχει σίγουρες έδρες να προσφέρει: σε άλλες εκλογικές περιφέρειες θα εκλέξει βουλευτές αν ο Βαρουφάκης ξαναμπεί στη Βουλή και σε άλλες εάν ο κοινοβουλευτικός βίος της χώρας στερηθεί της παρουσίας Εκείνου που έπαιξε τη μοίρα της με βάση τη θεωρία των παιγνίων…
Αν η εκλογική επιτυχία του σημερινού πρωθυπουργού σημαντικά αναβάθμισε την εσωκομματική ισχύ του, κάποιες πανθομολογούμενες –αναγνωριζόμενες και διεθνώς, δημοσκοπικώς δε επιβεβαιωμένες- κυβερνητικές επιτυχίες του, τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική, την έχουν απογειώσει. Και η σχεδόν πασιφανής στην κοινωνία διαφορά σοβαρότητας με το προηγούμενο κυβερνητικό σχήμα την έχει θωρακίσει. Η δε δημοσκοπικά προεξοφλούμενη δυνατότητά του να ξανακερδίσει στην κάλπη, εφόσον η επαναπροσφυγή σε αυτήν γίνει στο ορατό μέλλον, τον καθιστά για τα κοινοβουλευτικά στελέχη του κόμματός τους πολιτική μετοχή προσφερόμενη για επένδυση βαθέος χρόνου…
Το πρόσωπο που ασκεί καθήκοντα πολιτειακού ρυθμιστή είναι προσωπική επιλογή του, δεν διέθετε μάλιστα το ίδιο κανένα ίδιο πολιτικό κεφάλαιο νωρίτερα, άρα δύσκολα θα του έφερνε θεσμικά προσκόμματα (ή θα αρνείτο να τον συνδράμει) σε όποια θεσμικοπολιτική πρωτοβουλία του…
Αναρίθμητους ακόμη παράγοντες της σημερινής ισχύος του Μητσοτάκη θα μπορούσα να μνημονεύσω, που τον καθιστούν ίσως τον τρίτο ισχυρότερο πρωθυπουργό της Μεταπολίτευσης (μετά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου στην πρώτη θητεία τους κυρίως…).
Τώρα αν αυτός θέλει να χρησιμοποιήσει το τεράστιο κεφάλαιο που συγκέντρωσε για να μειώσει την παρουσία των τεχνοκρατών στο κυβερνητικό σχήμα ή για να ξαναπροσφέρει υπουργικό θώκο σε αρχικά δυστροπήσαντες γόνους «μεγάλων» πολιτικών οικογενειών, ε…, γι’ αυτό συγκεντρώνει κανείς κεφάλαιο, για να μπορεί να το διασπαθίζει κατά βούληση…