Οι γελοίες σκηνές που παρακολουθήσαμε τις τελευταίες ημέρες από τους τηλεοπτικούς μας δέκτες, σχετικά με τις εκδηλώσεις για την επέτειο του Πολυτεχνείου, ήταν σαν να βγήκαν μέσα από ασπρόμαυρες ταινίες του παλαιού ελληνικού κινηματογράφου. Σκηνές, που μόνο οργή και θυμό προκάλεσαν στους δοκιμαζόμενους, από τη πανδημία και από το lockdown, πολίτες.
Ήταν σα να αναστήθηκε ο Αλέκος Τζανετάκος που υποδυόταν πάντοτε το ρόλο του playboy, με το cabrio αυτοκίνητο και τα πλουμιστά μπλουζάκια, που προκαλούσε με τη συμπεριφορά του και εισέπραττε απίστευτες σφαλιάρες καθ’ όλη τη διάρκεια των ταινιών στις οποίες συμμετείχε. Ήταν σα να αναστήθηκε ο Κώστας Χατζηχρήστος και να ερμήνευε τον ρόλο του Ζήκου με τα κλασσικά και αμίμητα «παλεύεις, ρε;» και «κρατείστε με, να μην τον δείρω». Και ήταν σαν ο αγανακτισμένος τίμιος εργάτης Νίκος Ξανθόπουλος, να μάζευε το πουκάμισο, που του έσκισε ο αστός εργοδότης Γιώργος Μούτσιος.
Οι προκλητικές δηλώσεις Βαρουφάκη: «θα πάμε στην πορεία, τους προκαλώ να μας χτυπήσουν», θύμιζαν λίγο από Τζανετάκο και λίγο από Χατζηχρήστο. Στην ουσία όμως αποτελούσαν μια απεγνωσμένη κραυγή αναζήτησης προσοχής και ενδιαφέροντος.
Οι θλιβερές δηλώσεις Παφίλη, με τη επίδειξη του σκισμένου πουκάμισου, ως σκισμένης και ατιμασμένης αγωνιστικής παντιέρας: «ήθελαν να μας τσακίσουν αλλά δεν θα το βουλώσουμε», αποτελούσαν ένα κράμα Χατζηχρήστου και Ξανθόπουλου. Στην ουσία, αποτελούσαν μια επιβεβαίωση της μουμοποιημένης επαναστατικής επαγρύπνησης, που χαρακτηρίζει τους κομματικούς υπαλλήλους του ΚΚΕ.
Και τώρα που το σόου τελείωσε, θα πρέπει ήδη να σκαρφίζονται την αφορμή για την επόμενη παράσταση τους, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο θα προσπαθήσουν να τραβήξουν την προσοχή των πολιτών όταν και όποτε τους δοθεί μια νέα ευκαιρία.
Πραγματικά υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι θα μπορούσε να απασχολεί του πολίτες αυτής της χώρας, το αποτέλεσμα των προκλήσεων Βαρουφάκη και των κομματικών υπαλλήλων του ΚΚΕ προς τα ΜΑΤ; Πραγματικά υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι Βαρουφάκης και οι κομματικοί υπάλληλοι του ΚΚΕ, υπερασπίζονται κάτι περισσότερο από κάποια άδεια πουκάμισα;
Το σκισμένο πουκάμισο και το ηρωικό χαστούκι, δεν αγγίζουν παρά ελάχιστους γραφικούς ή εξαρτώμενους μισθολογικά από τα κόμματα τους. Το σήμερα και πολύ περισσότερο το αύριο, δεν μπορεί να έχει ως σημεία αναφοράς, αυτά τα σημάδια οπισθοδρομισμού. Ακόμα και στον χώρο της διαμαρτυρίας και της πολιτικής ή ακτιβίστικης παρέμβασης, όλα γίνονται μέσω διαδικτύου, μέσω των κοινωνικών δικτύων και μέσω άλλων ψηφιακών εργαλείων και όχι με κομματικές λιτανείες.
Και το κυριότερο. Οι νέοι δεν μπορούν να εμπιστευτούν τον Βαρουφάκη που έκλεισε τις τράπεζες και κατέστρεψε δεκάδες επιχειρήσεις. Που κατέστρεψε τους γονείς τους και διέλυσε τις ακτίνες ελπίδας για τους ίδιους. Που έκτισε την καριέρα του ως συγγραφέας, με πειράματα που έκανε πάνω μας στο καταστροφικό πρώτο εξάμηνο του 2015.
Κι φυσικά οι νέοι, δεν μπορούν να εμπιστευτούν ένα κόμμα που προσπαθεί να ξεθάψει σκουριασμένα εργαλεία και ξεπερασμένες λογικές από τα βάθη του περασμένου αιώνα. Του οποίου τα συνθήματα παραμένουν τα ίδια και απαράλλαχτα, σε ένα κόσμο που αλλάζει ταχύτατα κάθε μέρα. Κι ένα κόμμα που αδυνατεί να ερμηνεύσει και να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις του 21ου αιώνα.
Άλλωστε από την εποχή του ασπρόμαυρου κινηματογράφου που αντιγράφουν, περάσαμε με τη σειρά, στο έγχρωμο cinema, στο cinemascope, στα digital movies, στο 3D και στο Netflix.