Του Γιάννη Κίτη *
Ασφαλώς χρειαζόμαστε δάση. Αλλά, να οργανώνει το κράτος αυτοψίες προς πιθανή ανακάλυψή τους ακόμα και σε περιοχές σαν του πρώην αεροδρομίου στο δήμο Ελληνικού; Και να εξαρτά από τα πορίσματα τέτοιων αυτοψιών το αν θα παρέχει ή όχι την έγκριση του σε αντίστοιχα επενδυτικά σχέδια; Αυτό νομίζω ότι είναι κάτι παραπάνω και από συστηματικός παραλογισμός: μια σκέτη δυστοπία σαν εκείνες που θα συναντούσες στις σελίδες του Τζώρτζ Όργουελ.
Για να καταλάβουμε πως φτάσαμε εκεί, θα διερευνήσουμε μερικά από τα στοιχεία που έχουν προσδώσει στην έννοια του δάσους σχεδόν μαγικό περιεχόμενο και ακαταμάχητο σθένος, καθιστώντας την ικανή να απολαμβάνει αντιμετώπιση όχι πολύ διαφορετική από εκείνη που θα είχε αν ήταν αγελάδα στην Ινδία.
Είναι πρώτα απ' όλα το ίδιο το παρελθόν των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, που χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη φυσική και πολιτισμική ασυμβατότητά τους ως προς το υπόδειγμα της κλασσικής δασολογικής επιστήμης που προέρχονταν από τις πράγματι αρκετά διαφορετικές συνθήκες της κεντροδυτικής Ευρώπης και τη συνακόλουθη δυσκολία των πρωτοπόρων δασολόγων να τη διαδώσουν και να απολαύσουν τον ανάλογο σεβασμό. Πρόκειται τελικά για την ανάγκη και την επιλογή των ιδίων των ειδημόνων, να στηριχθούν σε σχετικά στρατηγήματα, περιλαμβανομένης της ιδέας του να συστήνουν φιλοδασικές οργανώσεις, οι οποίες να αναδασώνουν και κυρίως : να προπαγανδίζουν.
Μια από τις πρώτες τέτοιες οργανώσεις ήταν η Φιλοδασική Ένωση Ιταλίας, που ιδρύθηκε προς τη τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Σε αυτή, όπως θα παρατηρούσε λίγο αργότερα, με μιμητική διάθεση, ο «πρώτος» των λιγοστών τότε Ελλήνων δασολόγων, Ν. Χλωρός, συμμετείχαν ως ιδρυτές «πάσαι ανεξαιρέτως αι επιστημονικαί, πολιτικαί και στρατιωτικαί αρχαί» της χώρας. Η μορφή της συμμετοχής ήταν τέτοια που η Ένωση αυτή θα είχε την τιμητική της επί των ημερών του Μουσολίνι, οπότε και ο σχετικός ενθουσιασμός έφτασε στο σημείο να συνθηματολογεί για την αναδάσωση μέχρι και του Βεζούβιου!
Η Ελλάδα ακολούθησε αμέσως μετά, με την ίδρυση της Φιλοδασικής Ένωσης Αθηνών, και πρώτο πρόεδρο το διάδοχο του προαναφερθέντος κου Χλωρού, Ν. Σάμιο ενώ επίτιμη πρόεδρος, τοποθετήθηκε η μέλλουσα βασίλισσα Σοφία. Η πρωτοβουλία αυτή συνοδεύτηκε από το Νόμο ΒΨΜ/1900 «Περί δημιουργίας δασικών φυτειών εντός και πέριξ κατοικημένων περιοχών και περί αναδασώσεων εν γένει» μέσω του οποίου προβλέφθηκαν τέτοιες οργανώσεις τουλάχιστον σε κάθε πρωτεύουσα νομού.
Αν και η συμμετοχή στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ τόσο «πάνδημη» όσο στην Ιταλία ευτύχησε να υποστηριχθεί και από τον αρχικά πολέμιό της, και κατά κοινή ομολογία κορυφαίο όλων των Ελλήνων δασολόγων, Π. Κοντό (1896-1940). Όπως κάθε «καλή» προπαγάνδα, η Ένωση στόχευσε εξ αρχής στη φαιά ουσία και το εξουσιαστικό μέλλον της χώρας: την μαθητιώσα νεολαία. Σύμφωνα με το δασολόγο-ιστορικό Γρίσπο, ο Κοντός διακρίνεται ιδίως για το ότι προέβη στην «πατραγαθία» του να προβάλλει την Ελλάδα της εποχής του 1821 ως τάχα καλυμμένη από δάση μέχρι και στο 50% σχεδόν της επιφάνειάς της, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν πάνω από 20-25%, για να μπορεί έτσι να κεντρίζει το φιλότιμο των συμπατριωτών του υπό τύπο «ορίστε μέχρι και οι Τούρκοι τους οποίους αρεσκόμεθα να αναφέρουμε ως απολίτιστους, περιποιούνταν καλύτερα τα δάση»!
Επίσης η κίνηση ευτύχησε να έχει στις τάξεις της μια ακόμα εξαιρετικά δυναμική προσωπικότητα, τη Καίτη Αργυροπούλου, η οποία είχε σπουδάσει στη Ρώμη την εποχή κορύφωσης του εκεί φιλοδασικού κινήματος και ανέλαβε την Φιλοδασική Ένωση Αθηνών, σαν νέα πριγκίπισσα, καθ' όλα τα μεταπολεμικά χρόνια και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970. Έτσι ως έχουσα άμεση πρόσβαση στους σχετικούς κύκλους μπόρεσε ομού με τα συγγράμματα του Π. Κοντού να επηρεάσει άμεσα το κείμενο που είναι μέχρι σήμερα ο βασικός εγγυητής του ότι το δάσος στην Ελλάδα έχει στάτους ιερής αγελάδας: Το σύνταγμα του 1975!
* Ο κ. Γιάννης Κίτης είναι Ερευνητής, Πολιτικός Επιστήμονας, MSc London School of Economics.