Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Το πολιτικό brand του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πλέον καμία αξία. Στην πραγματικότητα, θυμίζει χρεοκοπημένη ελληνική ΔΕΚΟ που κανείς δεν θέλει να αγοράσει, αν το τίμημα ξεπερνάει το 1 ευρώ!
Παρόλα αυτά, και ο πρωθυπουργός και τα στελέχη του κόμματος δεν καταθέτουν τα όπλα. Σε μία αφελέστατη προσπάθεια καπηλείας των τοπικών εκλογών, ο υπουργός εσωτερικών Σκουρλέτης συνέταξε μία λίστα με υποψηφίους που υποθετικά διαθέτουν το χρίσμα του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί όμως αποποιήθηκαν την στήριξη και προτίμησαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους.
Πρόκειται σίγουρα για μία κίνηση πανικού, δεδομένου πως θα ήταν πιο σοφό να περιμένει την εκλογή κάποιου εξ αυτών για να διεκδικήσει μέρος της επιτυχίας του. Βλέποντας όμως, ότι ελάχιστοι αριστερόστροφοι υποψήφιοι θα κερδίσουν δήμους και περιφέρειες, σπεύδει από τώρα να περισώσει ό τι μπορεί από την χαμένη αξιοπιστία του κόμματος.
Μάταια, όμως. Γιατί κανείς δεν θέλει πια να είναι ΣΥΡΙΖΑ. Εκτός από όσους συνδέονται με το κράτος – το οποίο ακόμα ελέγχει το κόμμα- και δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Κανείς δεν θέλει να βρεθεί στο μέρος του ηττημένου και οι πάντες αναζητούν τρόπους απεγκλωβισμού τους από την ελεύθερη πτώση, πρώτα στις δημοτικές και μετά στις ευρωπαικές εκλογές.
Για να μιλήσουμε με όρους αγοράς, το brand που χτίστηκε πάνω στον λαϊκισμό και στην τιμωρητική διάθεση των ψηφοφόρων, δεν μπορεί πλέον να συνδεθεί με κανένα προϊόν της «πολιτικής αγοράς». Ούτε με την τοπική αυτοδιοίκηση ούτε με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε και με την διεκδίκηση της κεντρικής εξουσίας στο εσωτερικό της χώρας.
Η χρεοκοπημένη ΔΕΚΟ ΣΥΡΙΖΑ διασώζεται προς στιγμήν, επειδή «χρηματοδοτείται» από το κράτος. Κι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί για το συγκεντρωτικό ποσοστό που θα λάβει στις ερχόμενες εκλογές. Γιατί όπως συντηρούνται για δεκαετίες οι ΔΕΚΟ, ανάλογα θα μπορούσε να διασωθεί από την κατάρρευση και το κόμμα, μολονότι ως φορέας πολιτικής επιρροής είναι σχεδόν ανύπαρκτος στην ελληνική κοινωνία.
H «ετικέτα» δεν πουλάει αλλά η «επιχείρηση» συνεχίζει να εισπράττει τέλη και δανειοδοτείται από τα ταμεία του κράτους. Η «διοίκηση» απολαμβάνει την διαχείριση της εξουσίας και οι «εργαζόμενοι» ως «δημόσιοι υπάλληλοι» την μονιμότητά τους. Στο κάτω κάτω, αυτό έκαναν πάντα και ως συνδικαλιστές, σιτιζόμενοι από το γαλαντόμο ελληνικό Δημόσιο.
Υπάρχει περίπτωση να διατηρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ ποσοστά επιβίωσης, μολονότι δεν υφίσταται πλέον ως κόμμα; Ναι, αν αποδειχθεί ότι η σύνδεση με το κράτος εμπνέει, γοητεύει και εξαρτά ακόμα πολλούς Έλληνες που έχουν εθιστεί στον κρατισμό για δεκαετίες. Υπάρχει περίπτωση η διαφορά να μην είναι μεγάλη στις Ευρωεκλογές; Δεν αποκλείεται, εφόσον η αποχή κυμανθεί σε υψηλά επίπεδα και οι 17άρηδες ψηφίσουν «ψυχότροπα» κόμματα, όπως είναι το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή.
Σε κάθε περίπτωση, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε πως για πρώτη φορά στην πολιτική μας ιστορία ένα ανύπαρκτο κόμμα θα διεκδικήσει την επιβίωσή του στο πολιτικό σύστημα. Πώς ένας οργανισμός χωρίς υποψηφίους, χωρίς στελέχη και χωρίς συνειδητοποιημένους ψηφοφόρους, θα μπορέσει να σταθεί όρθιο για να παραμείνει με αξιώσεις στην προεκλογική περίοδο του καλοκαιριού και στη συνέχεια, στην αντιπολίτευση.
Στη χώρα που ένα χρεοκοπημένο κράτος συνεχίζει να υπερασπίζεται φανατικά τους λόγους της χρεοκοπίας τους, δεν αποκλείεται και ένα χρεοκοπημένο κόμμα- ΔΕΚΟ να συνεχίζει να υφίσταται εις βάρος του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας.
Λίγες μέρες μόνο έμειναν για να μάθουμε πόσο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον οι Έλληνες. Μπορεί στις δημοσκοπήσεις απλά να ντρέπονται να το πουν…