Του Νίκου Σολομήτρου*
Καθ' όλη την διάρκεια του προγράμματος προσαρμογής της Ελλάδας αναζητούνται οι λόγοι που εμποδίζουν την οικονομία της χώρας μας να ανακάμψει καθώς και οι λόγοι που η συρρίκνωση που επέφερε το πρόγραμμα προσαρμογής στην περίπτωση μας ήταν κατά πολύ βαθύτερη εκείνης στις υπόλοιπες χώρες που βρέθηκαν σε ανάλογα προγράμματα. Απάντηση σε αυτό μπορεί να δώσει η αντιπαραβολή μιας διάστασης της οικονομίας της Ελλάδας με την αντίστοιχη εκείνης της Πορτογαλίας.
Η περίπτωση της κρίσης της χώρας μας, όπως και της Πορτογαλίας, έχουν καταχωρηθεί στην κατηγορία της «απότομης παύσης» (sudden stop) στις ιδιωτικές κεφαλαιακές εισροές μέσω των οποίων οι δύο χώρες χρηματοδοτούσαν το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους.
Ένας τρόπος που μπορεί να εκφραστεί το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι ως η διαφορά μεταξύ αποταμιεύσεων και επενδύσεων. Αυτό σημαίνει πως μια χώρα που παρουσιάζει έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επενδύει περισσότερα κεφάλαια από αυτά που της επιτρέπουν οι εγχώριες αποταμιεύσεις, είτε μέσω της αύξησης του εξωτερικού χρέους, είτε μέσω της προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων (είτε μέσω των εισροών κοινοτικών κονδυλίων στην περίπτωση των χωρών-μελών της ΕΕ).
Τα συσσωρευμένα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών για την περίοδο 1980 -2015 (καθώς για τις προηγούμενες δεκαετίες δεν υπάρχουν ελεύθερα δημοσιευμένα δεδομένα) για Ελλάδα και Πορτογαλία ουσιαστικά ταυτίζονται.
Πηγή: IMF, ίδιοι υπολογισμοί
Αυτό που έχει τεράστια σημασία όμως και δεν καθίσταται εμφανές από μια απλή ματιά στο αθροιστικό ύψος των ελλειμμάτων, είναι ποιου είδους επενδύσεις χρηματοδοτήθηκαν από αυτές τις εισροές. Αυτό θα καθορίσει αν ένας κύκλος ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και η αντίστοιχη αύξηση του εξωτερικού χρέους παρήγαγε τουλάχιστον διατηρήσιμα οφέλη για την οικονομία μιας χώρας ή αν πρόκειται περί μιας χαμένης ευκαιρίας.
Στην Ελλάδα λοιπόν, μέχρι και την αρχή της παρούσας κρίσης, το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων αντί να κατευθυνθεί σε παραγωγικές επενδύσεις είχε κατευθυνθεί στις επενδύσεις σε κατοικίες. Ως παραγωγικές επενδύσεις ορίζουμε τις επενδύσεις σε Εξοπλισμό (equipment) και σε Mη-Οικιστικές Κατασκευές και Έργα Πολιτικού Μηχανικού (non-residential construction and civil engineering) (επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό, εξοπλισμό μεταφορών, κτήρια γραφείων, ξενοδοχείων, εργοστάσια, έργα υποδομής). Το 2015 ήταν η πρώτη χρονιά που οι παραγωγικές επενδύσεις ξεπέρασαν σε αθροιστική βάση τις επενδύσεις σε κατοικίες. Αυτό φυσικά οφείλεται στην καθίζηση της οικοδομικής δραστηριότητας τα τελευταία χρόνια και όχι στην σημαντική αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων.
Πηγή: AMECO, ίδιοι υπολογισμοί
Αντίθετα, στην περίπτωση της Πορτογαλίας οι παραγωγικές επενδύσεις υπερτερούν αρκετά των επενδύσεων σε κατοικίες.
Πηγή: AMECO, ίδιοι υπολογισμοί
Ακριβώς αυτό το γεγονός έκανε το Πορτογαλικό μοντέλο ανάπτυξης πιο διατηρήσιμο από το αντίστοιχο Ελληνικό. Η συγκεκριμένη κατηγορία επενδύσεων παρουσιάζει υψηλότερες πιθανότητες να αποδώσει επαναλαμβανόμενα οφέλη (και διατηρήσιμες θέσεις εργασίας) στο μέλλον σε αντίθεση με τις επενδύσεις σε κατοικίες τα οφέλη των οποίων στην οικονομική δραστηριότητα είναι συνήθως περιορισμένα μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής τους. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την σύγκριση της πορείας του ΑΕΠ των δύο χωρών τα τελευταία χρόνια, αφού εν μέσω της διόρθωσης παρόμοιου μεγέθους εξωτερικών ανισορροπιών η ύφεση που προέκυψε στην Πορτογαλία ήταν πολύ μικρότερη.
Πηγή: Eurostat, ίδιοι υπολογισμοί
Αξίζει να αναφερθεί πως, από όλες τις χώρες της ΕΕ για τις οποίες υπάρχουν σχετικά στοιχεία που καλύπτουν την περίοδο από το 1970 μέχρι σήμερα, η Ελλάδα είναι πρώτη με διαφορά όσον αφορά το αθροιστικό ποσοστό του ΑΕΠ που κατευθύνθηκε σε επενδύσεις σε κατοικίες.
Πηγή: AMECO, ίδιοι υπολογισμοί
Την δεκαετία του 2000 αρκετές χώρες βίωσαν φούσκες στην αγορά κατοικίας. Η Ελλάδα παρουσιάζει την πρωτοτυπία πως τα συγκεκριμένα συμπτώματα τα παρουσίασε όχι για μερικά χρόνια αλλά για μερικές δεκαετίες. Η εν λόγω στρέβλωση δεν της επέτρεψε να χτίσει μια φυσιολογική παραγωγική βάση ενώ την κατέστησε, περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, εξαρτημένη από τις κεφαλαιακές εισροές. Φυσικό αποτέλεσμα αυτού ήταν, μόλις αυτές σταμάτησαν, το στρεβλό παραγωγικό μοντέλο της χώρας να καταρρεύσει.
Αυτός είναι ο λόγος που η οικονομία της χώρας μας, σε αντίθεση με όλες τις υπόλοιπες χώρες που ακολούθησαν παρόμοια προγράμματα προσαρμογής, δυσκολεύεται να ανακάμψει και να μπει σε ένα κανάλι διατηρήσιμης μεγέθυνσης. Όσο οξύμωρη και αν ακούγεται η ύπαρξη μιας οικονομίας χωρίς παραγωγική βάση, αυτό ακριβώς είναι η Ελλάδα. Μια οικονομία στην οποία σπαταλήθηκε ένα ιδιαίτερα μεγάλο ύψος κεφαλαίων που εισέρρευσε τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς αυτά δεν αξιοποιήθηκαν για την οικοδόμηση ενός βιώσιμου εμπορεύσιμου τομέα. Η ύπαρξη του θα εξασφάλιζε τόσο την ευημερία των επόμενων γενεών όσο και την βιωσιμότητα των κοινωνικών δομών της χώρας. Δυστυχώς, το ζητούμενο που επικράτησε και διαμόρφωσε το μοντέλο της χώρας ήταν η αναζήτηση της άμεσης ευημερίας.
* Ο κ. Νίκος Σολομήτρος είναι οικονομολόγος, MSc.