Του Σταύρου Κωνσταντίνιδη*
Στην ταινία «Ο Ευτυχισμένος Όσκαρ», που παίζεται αυτές τις μέρες στις κινηματογραφικές αίθουσες, ο ταλαντούχος Ρούπερτ Εβερετ, μεταφέρει με ευαισθησία και τρυφερότητα τα τελευταία χρόνια της πολυκύμαντης και θυελλώδους ζωής του μεγάλου θεατρικού συγγραφέα Όσκαρ Ουάιλντ. Παρότι είναι τα δύο τελευταία χρόνια της κατάρρευσής του, μετά την αποφυλάκισή του, και βασανίζεται από τους δαίμονες των παθών και των αντιφάσεων της ζωής του, ο μεγάλος αισθητίστας συγγραφέας παραμένει υπέρκομψος στυλιστικά και εκλεπτυσμένος υφολογικά, και αναγάγει σε αισθητική απόλαυση κάθε επαφή του με τον κόσμο γύρω του, ακόμη και την ύστατη στιγμή που αυτός συντρίβεται. Κλείνοντας τα μάτια τα βάζει με την ταπετσαρία. Είναι ο Όσκαρ Ουάιλντ, με τη γνωστή στρεψόδικη και ανατρεπτική ευφυΐα του, που είπε: «Η εξωτερική εμφάνιση κάθε ανθρώπου είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να μην την κρίνουμε. Το προφανές είναι το αληθινό».
Το αν φοράς ή δεν φοράς γραβάτα, δεν είναι γεγονός που μπορεί να σε κάνει ούτε περήφανο, ούτε να σε ρίξει σε κατάθλιψη. Γενικώς δεν είναι ζήτημα που προκαλεί ψυχικές και συναισθηματικές διεργασίες. Δεν είναι καν θέμα αυτοαναφορικού σχολιασμού. Είναι απλώς μία ενδυματολογική έκφραση στην ιδιωτική σφαίρα, που μπορεί να λάβει διαστάσεις πεζότητας ή να εκτοξευτεί ως ένα περίτεχνο παιχνίδισμα φιλαυτίας, αλλά που υπακούει σε κάποιους κανόνες στη δημόσια ζωή, πολύ δε μάλλον όταν εκπροσωπείς μία ολόκληρη κοινωνία, ένα κράτος.
Αν όμως ένας πρωθυπουργός σε συνέντευξή του σε Ρώσο δημοσιογράφο (λίγο πριν συναντήσει τον Πούτιν) έχει την ανάγκη λεκτικά να επιδείξει την αγραβατοσύνη του στα μεγαλύτερα φόρα του κόσμου, στον Λευκό Οίκο ή στο Κρεμλίνο, δηλώνει σίγουρα ψυχαναλυτικά έναν υφέρποντα αυτοθαυμασμό, και εντέλει είναι σαν να μιλάει με σπουδή για τη γραβάτα που δεν φοράει. Προς τι η υπόμνηση ενός τόσου ασήμαντου πράγματος; Στο κάτω κάτω είναι τόσο προσωπικό, μία ενδυματολογική ιδιαιτερότητα. Τώρα γιατί βάζει μαντιλάκι (ακόμη χειρότερο σύμβολο του ελιτισμού του νεοφιλελευθερισμού) ως γραβατικό αντίβαρο, είναι ένα ερώτημα. Κι όμως το σχολιάζει γιατί στα σοβαρά το θεωρεί κάτι αξιοσημείωτο και βαρυσήμαντο. Το θεωρεί έτσι μάλλον έναν υπέρτατο συμβολισμό αντίστασης και εναλλακτικότητας, μια επαναστατική πράξη, μία γροθιά στο κατεστημένο του καπιταλισμού.
Και τι να έκαναν δηλαδή, να τον έβγαζαν έξω; Δεν γίνεται, καθώς είναι ανεκτικός ο πολιτισμός του σύγχρονου κόσμου. Η περίπτωση να θεωρείται γραφικός και να σκάνε ένα γελάκι συμπάθειας πίσω από την πλάτη του, μάλλον τη θεωρεί απίθανη.
Στην ιστορία πάντως της Αριστεράς, η γραβάτα δεν χρειάστηκε ως φαίνεται να εργαλειοποιηθεί ως σύμβολο αντίστασης ή αμφισβήτησης του κατεστημένου, στην προ Τσίπρα εποχή. Κανείς δεν είχε τη φαεινή ιδέα του. Εκτός αν δεν το σκέφτηκαν. Αντίθετα, τα ιερά τέρατα Μαρξ, Εγκελς, Λένιν, Τρότσκι τη φέρουν με απαράμιλλα δεσίματα και μεγάλη φροντίδα στον λαιμό. Ο Στάλιν κάνει την εξαίρεση, προτιμώντας πιο μιλιτέρ ενδυματολογικές πατίνες (σε πιο ΑΝΕΛ βερσιόν!), αναγκαίες πιθανώς για τις ανάγκες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και του μετέπειτα ψυχρού, δεν καταφέρεται πάντως σε κανένα καθοδηγητικό πόνημά του με βαναυσότητα εναντίον της.
Οι επόμενοι ηγέτες της Σοβιετικής Ένωσης επανέρχονται στην απόλυτη κανονικότητα, από τον αποσταλινοποιητή Χρουστσόφ και τον άχρωμο Μπρέζνιεφ μέχρι τον ανατροπέα των ψευδαισθήσεων Γκορμπατσόφ. Αλλά και στην Ελλάδα, πέραν του Ζαχαριάδη που δεν θα μπορούσε να μην ακολουθήσει τη μανιέρα του μέντορα - πατερούλη, οι υπόλοιποι ηγέτες τη διατηρούν σταθερά και απαρέγκλιτα εν μέσω εμφυλίου, άλλοι σε πιο σοφιστικέ εκδοχή, όπως ο προδομένος από το κόμμα του Πλουμπίδης και άλλοι σε πιο ζεν πρεμιέ γραμμή, όπως ο αδικοχαμένος ήρωας και γοητευτικός Νίκος Μπελογιάννης. Στη μεταπολίτευση, Φλωράκης και Κύρκος αισθάνονται το ίδιο άνετα και ακομπλεξάριστα μέσα στην περιβολή τους, όπως ακριβώς και ο sic Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Στην Ευρώπη οι μεγάλοι Γάλλοι διανοητές, ο γίγαντας Ζαν Πολ Σαρτρ και ο εστέτ Αλμπερτ Καμί επαναστατούν, κοντεύοντας να αλλάξουν τον κόσμο, πάντα με προχωρημένες γραβάτες και υπέροχα κοστούμια, και στη μοδάτη Ιταλία ο μεταρρυθμιστής και κομψός Ενρίκο Μπερλίνγκουερ κρατάει εμβληματικά τη δυνατή του σκέψη μέσα στο σχήμα κοστούμι - γραβάτα.
Αλλά αφήνοντας στην άκρη τις χιουμοριστικές ακροβασίες, δεν θα υπήρχε λόγος για όλη αυτή την ενδυματολογική φιλολογία, εάν δεν υπήρχε ισχυρή συνάφεια με το πολιτικό λεξιλόγιο και την επιχειρούμενη εννοιολόγηση του Σύριζα. Ο Σύριζα πολιτεύεται ενίοτε και ενδυματολογικά, σκέφτεται όπως ντύνεται. Θέλει ακόμη και σε αυτό το επίπεδο να αναγάγει έναν δήθεν ενδυματολογικό εξαιρετισμό, σε σημαίνουσα γλώσσα βαθυστόχαστων υπαινιγμών. Θέλει η μη γραβάτα να είναι η γραφή του ασυμβίβαστου, του επαναστάτη του δήθεν αντικομφορμιστή.
Για όποιον μπορεί να διαβάσει βέβαια καλύτερα κάτω από τις γραμμές, όπως θα έλεγε και ο Οσκαρ Ουάιλντ, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τι άλλο να υποθέσει κάποιος, ενθυμούμενος τις ροκ-χίπστερ εμφανίσεις του Βαρουφάκη το πρώτο εξάμηνο στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, σε απόλυτη εναρμόνιση με τον παρδαλό πολιτικό λόγο, που έθετε σε πρώτη γραμμή την αμφισβήτηση και την ψευδοεπαναστατικότητα, τον εξυπναδικισμό και τον λεκτικό βολονταρισμό, τις ασυναρτησίες της θεωρίας των παιγνίων και της αχρείαστης προκλητικότητας. Πώς να μη σκεφτεί κανείς πως αυτός ο υπερφίαλος λεκτικός βερμπαλισμός του Κατρούγκαλου δεν είναι ασύνδετος με τον εσωτερικό ψυχισμό ενός ναρκισσευόμενου ανθρώπου που υποδύεται τον αριστερό δανδή με τις επιτηδευμένες ομοχρωμίες ή αντιχρωμίες ποσέτ και γραβατών.
Ξαναγυρίζοντας στον πρωθυπουργό Τσίπρα, ο οποίος μιλάει τελικά περισσότερο για γραβάτες και από αυτούς που τις φορούν, καταλαβαίνουμε πως αυτή η αφελής και παιδαριώδης υπόμνηση δεν είναι τίποτα άλλο παρά η διατήρηση του διπλού λόγου, της θέσης και του αντιθέτου της, της νοηματικής στρέβλωσης και αναβάπτισης των λέξεων, και εντέλει του παραλόγου της συνύπαρξης του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ ταυτόχρονα σε ένα κοστούμι. Ένα κοστούμι χωρίς γραβάτα.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 14ης Δεκεμβρίου
Φωτογραφία: intime.news