Η γενιά που ξύπνησε από τις ψευδαισθήσεις της απότομα

Η γενιά που ξύπνησε από τις ψευδαισθήσεις της απότομα

Φέτος όλοι λέμε ότι γιορτάζουμε «διαφορετικά» Χριστούγεννα ! Που πάει να πει, «ξεκαβαλικέψαμε» από τις ψευδαισθήσεις μας, χάσαμε τις βεβαιότητές μας, προδοθήκαμε από την τεχνολογία, ισοπεδωθήκαμε από το φόβο, πανικοβληθήκαμε από το άγνωστο. Φέτος, λησμονηθήκαμε από φίλους και εγκαταλειφθήκαμε από συγγενείς. Βλέπουμε να κρατούν απόσταση, όσοι παλιά, έπεφταν πάνω μας. Στέκονται μακριά μας, οι κάποτε «κολλητοί» μας. Ακόμα και ο θάνατος, έγινε πιο κρύος και αποκρουστικός (λες και ήταν ποτέ οικείος).

Μήπως, λοιπόν, φέτος, είναι καιρός να πάρουμε τη ζωή μας στα σοβαρά; Συνήθως στοχεύουμε σε μια ζωή, θεωρητική, εξωπραγματική, χολυγουντιανή, ασπόνδυλη. Και χάνουμε τις λεπτομέρειες ετούτης, της δικής μας. Χάνουμε τη ζωή, πίσω από το νόημά της.

Που είναι αυτή καθ’ αυτή η ζωή μας. Ο Χριστὸς είπε: «... εγώ ήρθα για να ζήσετε»! Να δημιουργήσετε, να χαρείτε, να απολαύσετε τον κόσμο με υγεία πνευματική, την αγάπη χωρίς καχυποψίες, τον έρωτα χωρίς εγωϊσμό, την οικογένεια χωρίς κατακτητικότητα, τα παιδιά χωρίς επιβλητικότητα. Να αγωνιστείτε να εξασφαλίσετε όσα σας δίνουν ικανοποίηση (που δεν μειώνεται), όσα σας ανεβάζουν (χωρίς κρατούμενα), όσα σας περιβάλλουν (χωρίς ενοχές), όσα σας συντροφεύουν (χωρίς τύψεις).

Σ ’ένα Συναξάρι γράφει πως κάποιος μοναχός περιφρονούσε την καθημερινότητά του κι όταν ο γέροντάς του του το επεσήμανε, είπε: «γέροντα, εγώ νοιάζομαι για την άλλη ζωή, τον παράδεισο». Τότε ο σοφός μονολόγησε: «πώς θα ζήσεις στον παράδεισο, εσύ που δεν ξέρεις να ζήσεις εδώ;»

Η πανδημία μας δίδαξε πολλά. Η ουσία είναι ο άνθρωπος. Αυτός ο άσημος, ο μικρός, ο ιδιότροπος, ο στριφνός, ο υποχρεωτικά... διπλανός μου. Όσα είναι έξω από την ουσία του, είναι η εξουσία του. Όσα είναι «πέριξ της ουσίας» του, είναι η περιουσία του. Η εξουσία και η περιουσία του, δεν είναι δικά του και γι’ αυτό, με αυτά δεν είναι ο εαυτός του. Η ουσία του ανθρώπου είναι ό,τι είναι ο καθένας. Όπως κι αν είναι. Χωρίς φτιασίδια και ψιμύθια. Όταν δεν φοβάται, ούτε ντρέπεται. Όταν γελάει κι όταν κλαίει. Όταν πονάει κι όταν χαίρεται. Όταν συμπαθεί κι όταν μισεί. Όταν αγαπάει κι όταν ερωτεύεται. Όταν καταναλώνει κι όταν στερείται. Όταν λογικεύεται κι όταν παραλογίζεται. Και πάνω απ’ όλα όταν ξέρει τις διαστάσεις του, ότι κάποτε είναι μικρός αλλά πάντα είναι και άπειρος. Ότι είναι από χρυσάφι και άργυρο, αλλά πάντα έχει και λίγο άχυρο μέσα του.

Στην καραντίνα δεν αντέχουμε τη μοναξιά, επειδή δεν αντέχουμε τον εαυτό μας. Βλέπουμε για πρώτη φορά τη γύμνια μας, επειδή μέχρι τώρα φορούσαμε μάσκες υποκρισίας. Τρωγόμαστε με τους οικογενείς μας, όταν ζούμε παράλληλες ζωές μ’ εκείνους. Μελαγχολούμε επειδή δεν μάθαμε να προσευχόμαστε στο Θεό. Χάσαμε το αυτονόητο, εξορίσαμε την κοινή λογική, βαυκαλιζόμαστε με τα fake news επειδή δεν αντέχουμε την πραγματικότητα που χτίσαμε.

Την καραντίνα, δεν θα την ξεχάσουμε, θα την κουβαλάμε μέσα μας για πάντα κι όταν τη διηγούμαστε, τότε οι νεώτεροι θα μας κοιτάζουν περίεργα. Με συμπάθεια. Θα μείνουμε ως η γενιά που ξύπνησε από τις ψευδαισθήσεις της απότομα. Που γκρεμίστηκε από τα ξυλοπόδαρα της ευτυχίας της. Που γεννήθηκε ξανά μετά τον θάνατο του εγωϊσμού της.

Χριστούγεννα είναι, μην με παρεξηγείτε που ελπίζω στη γέννηση μιας νέας αλήθειας που μέχρι τώρα πνίγαμε στα γεννοφάσκια της. Τα Χριστούγεννα κρύβουν μέσα τους ομορφιά και ζωντάνια. Προοπτική και συνέχεια.

Καλά, Χριστούγεννα, λοιπόν.