Η γελοιότητα ως πολιτική

Η γελοιότητα ως πολιτική

Του Σταύρου Κωνσταντινίδη 

«Δεν γίνεται κανένας γελοίος με αυτό που είναι, αλλά με αυτό που προσποιείται ότι είναι», λέει ο φιλόσοφος. Παρά τη θεσμική καχεξία ενός κράτους, το οποίο επιχειρεί να βρει ταυτότητα μέσα στο ευρωπαϊκό στερέωμα ασθμαίνοντας και τρέχοντας συνεχώς πίσω από τις εξελίξεις, ποτέ άλλοτε -τουλάχιστον στη Μεταπολίτευση- μία χώρα δεν σύρθηκε σε τέτοια γελοιότητα όσο το κατάφερε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.

Γελοιότητα δεν είναι η βλακεία, ούτε η ανικανότητα ούτε η έλλειψη κατανόησης και αίσθησης των πραγμάτων. Είναι η προσποίηση πως η ζωή είναι αλλιώς, χωρίς να ντρέπεσαι ότι αισθητικά καταπέφτεις στα μάτια των θεατών. Εν προκειμένω της διεθνούς και ελληνικής πολιτικής σκηνής. Γελοιότητα είναι το αστείο και φαιδρό ταυτόχρονα, το ασήμαντο και παράλογο, η προσβολή και απαξίωση της κοινής λογικής, ο κακός θεατρινισμός σε σοβαρή σκηνή θεάτρου.

Ο λόγος του στημένου διαζυγίου υπήρξε ο ίδιος με τον λόγο του ανάρμοστου γάμου. Δηλαδή, ο ωμός κυνισμός της κατάκτησης και διατήρησης της εξουσίας. Μια δήθεν Αριστερά όταν προετοίμαζε την επέλαση προς τα ανάκτορα καταλάβαινε προς ο πολιτικός της γάμος θα έπρεπε να στηρίζεται στη βάση του παραλογισμού, της ελαφράς και χαλαρής συνείδησης και του εθνικολαϊκισμού.

Το πρόσχημα ήταν η αντιμνημονιακότητα, η ακραία και αντιδραστική Δεξιά, οι ΑΝΕΛ, οι τέλειοι παρτενέρ. Το ίδιο ίσχυε με τον σικέ χωρισμό. Το πρόσχημα υπήρξε η ιδεολογική διάσταση, ο στόχος όμως η παραμονή στις καρέκλες της εξουσίας και η πολιτική διάσωση, έστω και μέσα από τραγελαφικές διαδικασίες, αλληλοδανεισμούς βουλευτών, εξευτελίζοντας την κοινοβουλευτική θεσμικότητα, γελοιοποιώντας τη συνταγματική τάξη και την ελάχιστη πολιτική σοβαρότητα.

Έτσι προκύπτει μια κυβέρνηση σε απόλυτη θεσμική παρακμή, με πολιτικά ρετάλια και ξεφτίσματα και έναν πούρο και όψιμο δήθεν αντιπολιτευτικό «Μακεδονομάχο» Καμμένο, να ψάχνει σανίδα σωτηρίας.

Θεατρική παράσταση

Τις προηγούμενες ημέρες η θεατρική παράσταση εντός και εκτός Βουλής τα είχε όλα. Δάκρυα, συναίσθημα, μελό, σασπένς, εθνικό φρόνημα, εξάρσεις και συνειδησιακές κωλοτούμπες. Κοινός παρονομαστής, η σημειολογία της γελοιότητας.

Σκηνή 1: Ο Καμμένος παίρνει θεία μεταλαβή στην εκκλησία πρωί πρωί της Κυριακής, διαπραγματεύεται την αποχώρηση φορτισμένος και συγκινημένος, δανείζει κάποιους υπουργούς και κρατάει ατιμωρητί τους ελάχιστους απαραίτητους βουλευτές, για να συνεχίσει να υπάρχει ως πολιτικός αρχηγός. Η αριθμητική αυτή οδήγησε στο μαγικό 151, Δανέλλη συνυποβοηθούντος. Δύο Μιράζ σκίζουν τον αττικό ουρανό, η Κόλλια-Τσαρουχά δακρύζει αποχαιρετώντας την Αλεξάνδρεια. Σαν τελευταίες πράξεις της κωμωδίας.

Σκηνή 2: Ο πρωθυπουργός ορίζει αντικαταστάτη του Καμμένου τον εν ενεργεία αρχηγό ΓΕΕΘΑ, ναύαρχο Αποστολάκη. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης του θυμίζει ότι την τελευταία φορά που επελέγη εν ενεργεία αρχηγός για τη θέση του υπουργού Αμυνας ήταν στην πρώτη κυβέρνηση της δικτατορίας το 1967. Ο Μητσοτάκης είναι σαφές πως δεν συγκρίνει τα πρόσωπα, αλλά τις κυβερνήσεις οι οποίες επέλεξαν στην κάθε περίπτωση.

Ο πρωθυπουργός ξεσπά θιγόμενος, παριστάνοντας ότι δεν καταλαβαίνει και διολισθαίνει τη συζήτηση ως δήθεν σύγκριση προσώπων. Είναι πιθανό να μην αντιλαμβάνεται την τεράστια σημασία που έχει στην εξέλιξη των θεσμών ο διαχωρισμός του Στρατού από την Πολιτική, όπως προφανώς δεν το αντιλαμβάνεται και στην περίπτωση Δικαιοσύνης και Πολιτικής.

Σκηνή 3: «Καθίστε κάτω, τώρα μιλάει ο πρωθυπουργός», είπε ο Τσίπρας, στη Βουλή. Κάθε φορά στην ιστορία που γίνεται αυτή η υπερφίαλη αυτοεπίκληση σε τρίτο πρόσωπο, είναι η αρχή ενός τέλους. Από την ψυχανάλυση είναι γνωστό ότι η αυτοαναφορικότητα σε τρίτο πρόσωπο συμβαίνει στη βρεφική ηλικία πριν από την επίγνωση του εγώ. Το μωρό λέει: «Θέλει γάλα» εννοώντας τον εαυτό του. Οι γονείς ξέρετε, από εμπειρία. Συμβαίνει τότε λοιπόν, αλλά και όταν η αλαζονεία και ο ασυγκράτητος ναρκισσισμός οδηγούν τελικά στην ενήλικη αποπροσωποίηση.

Σκηνή 4: Λίγα εκατοντάδες μέτρα παραπέρα, στο Μέγαρο Μουσικής, στήνεται το κεντροαριστερό άνοιγμα, όπως το φαντασιώνεται ο απαλλαγμένος πια από τον Καμμένο, ΣΥΡΙΖΑ.

Οι όψιμοι και διαπρύσιοι τελάληδες, Μπίστης, Ραγκούσης, Δανέλλης και λοιποί δεν καταλαβαίνουν άραγε ότι η κομψότητα και η αισθητική του αυτοεξευτελισμού κάθε ιδεολογικής μεταστροφής είναι εξίσου σημαντική, ίσως και σημαντικότερη στη δημόσια σφαίρα, από το αναφαίρετο δικαίωμά τους να πιστεύουν ό,τι θέλουν.

Όταν λοιπόν σου συμβαίνει μία τέτοια εσωτερική ανατροπή στη ζωή, θα έλεγα ότι πας για ένα φρεσκάρισμα ψυχανάλυσης, σιωπάς για λίγο καιρό, συνομιλείς με τη συνείδησή σου, δεν πας να τραγουδήσεις στο Μέγαρο Μουσικής. Τόση ασυγκράτητη βουλιμία πια. Τι διαφορά έχουν όμως τότε από τον Καμμένο; Αντεστραμμένα είδωλα είναι.

Η συμφωνία των Πρεσπών 

Ας μη γελιόμαστε. Όπως και να περιστρέψεις τα κριτήρια, πολιτικά, ιστορικά, φιλοσοφικά, ψυχαναλυτικά, κοινοβουλευτικά, επικοινωνιακά, λογικά ή μαθηματικά, το συμπέρασμα καταλήγει να είναι το ίδιο: Αυτήν και μόνο, αυτή τη συγκεκριμένη και αβασάνιστη συμφωνία των Πρεσπών θα μπορούσε να τη φέρει μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ και κανένας άλλος.

Τόσο ως προς το περιεχόμενο, όσο και ως προς τον τρόπο. Και οι λόγοι είναι δύο σε ένα μοιραίο παιχνίδι μιας συμπτωματικής συγκυρίας: ο βουλιμικός μεγαλοϊδεατισμός και η ακραία ματαιοδοξία ενός ανθρώπου σαν τον Κοτζιά, συναντήθηκαν με τον ιστορικό ενδοτισμό του ΣΥΡΙΖΑ για το Μακεδονικό ζήτημα. Ενδοτισμός που ακουμπάει σε ιδεολογικές παραδόσεις από την εμφυλιακή περίοδο και διατήρησε την ιδεοληπτική κεκτημένη τα ύστερα χρόνια. Με άλλα λόγια, δεν έγινε σοβαρή και εξαντλητική διαπραγμάτευση.

Πίστευαν εξ αρχής στο δίκιο του απέναντι. Η ζημιά είναι διπλή. Και διαπραγμάτευση δεν έγινε ως όφειλε, και η εξέλιξη προδικάστηκε πλέον σε διεθνές επίπεδο. Ακόμη και το ίδιο το ΚΚΕ διαφωνεί σήμερα, και ακόμη και ο αρχιτέκτονας της συμφωνίας Κοτζιάς εκλείπει από την κυβέρνηση. Τέτοια είναι η προχειρότητα.

Επομένως κάθε στήριξη σ'' αυτόν τον μεροληπτικό συμβιβασμό ήττας άνευ διπλωματικής μάχης αξιώσεων δεν μπορεί να αντανακλά εκ των πραγμάτων τη βούληση επίλυσης του θέματος με αμοιβαιότητα, αλλά μόνο τη στήριξη και εμπιστοσύνη αυτής της ανερμάτιστης κυβέρνησης την κρισιμότερη στιγμή της διακύβευσης της επιβίωσής της.

Η ευρωπαϊκή και αμερικανική ισχυρή βούληση να λυθεί το θέμα τώρα χρησιμοποιήθηκε και αυτό ως άλλοθι, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούσε τη μεγάλη ευκαιρία για να επιτευχθεί το μέγιστο καλύτερο αποτέλεσμα για τη δική μας πλευρά. Απέναντι στο επιχείρημα ότι στα εθνικά θέματα δεν μεμψιμοιρούμε, αντιπαραθέτω: απέναντι στα εθνικά ζητήματα μετράω πρωτίστως τη σοβαρότητα της κάθε κυβέρνησης.

Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 18 Ιανουαρίου