Του Θωμά Γεώργα*
Η εκπαιδευτική πραγματικότητα στην Ελλάδα του 2020 είναι αποκρουστικά σκληρή. Μας το υπενθυμίζουν τα πρόσφατα αποτελέσματα της διεθνούς αξιολόγησης PISA του ΟΟΣΑ, που δείχνουν τις επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών να βαίνουν συνεχώς μειούμενες από το 2009.
Αναρωτηθείτε ενδεικτικά για τα ακόλουθα: Ποιος γονιός που αγωνίζεται να ικανοποιήσει τη φιλοδοξία του παιδιού του για εισαγωγή σε μια σχολή υψηλής ζήτησης εμπιστεύεται το Δημόσιο Γενικό Λύκειο; Ποιος μαθητής πέτυχε σε μια τέτοια σχολή χωρίς τη βοήθεια της φροντιστηριακής εκπαίδευσης; Ακόμα χειρότερα, ποιες είναι οι συνθήκες διδασκαλίας και μάθησης στο «άβατο» των Επαγγελματικών Λυκείων και ποιο το επίπεδο των αποφοίτων του; Τέλος, ποιος μηχανισμός εξασφαλίζει ότι ο εκπαιδευτικός του δημόσιου σχολείου αποδίδει στο μέγιστο των δυνατοτήτων του προς όφελος των μαθητών του όχι στα απογευματινά ιδιαίτερα μαθήματα που παραδίδει στα σπίτια τους, αλλά στο πρωινό του λειτούργημα μέσα στη σχολική αίθουσα; Ποια η σχέση κόστους/οφέλους για το παρεχόμενο έργο της δημόσιας εκπαίδευσης;
Και αν η προσωπική σας εμπειρία δεν είναι αρκετή για να δώσει απαντήσεις στα παραπάνω, είναι διαθέσιμες οι εκθέσεις του ΟΟΣΑ για την παιδεία στην Ελλάδα, αλλά και αυτές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την παιδεία στα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Μοναδική χώρα στον σύγχρονο κόσμο με ένα σύστημα παιδείας που θα ζήλευαν οι νοσταλγοί του σοβιετικού μοντέλου. Και μαζί, ένα συνδικαλιστικό κίνημα να συντηρεί και να υπερασπίζεται αυτό το σύστημα. Ένα συνδικαλιστικό κίνημα-σύστημα διαβρωμένο από εκπροσώπους που ονειρεύονται μια πορεία μακριά από τη δημοκρατία και την οικονομία της αγοράς, εκδηλώνοντας όλα τα νεομαρξιστικά τους απωθημένα στον χώρο του δημόσιου σχολείου.
«Δεν γίνεται να διασχίσεις ένα χάσμα κάνοντας βήματα» έχει πει κορυφαίος Ευρωπαίος πολιτικός. Αυτό που χρειάζεται η δημόσια εκπαίδευση είναι ένα αποφασιστικό άλμα. Ενδεικτικά, απελευθέρωση των εγγραφών των μαθητών στο σχολείο που οι γονείς επιλέγουν χωρίς τον περιορισμό της γεωγραφικής θέσης. Χρηματοδότηση με κριτήριο τη δυναμικότητα σε αριθμό μαθητών της σχολικής μονάδας. Απελευθέρωση των σχολικών εγχειριδίων και ελεύθερη επιλογή τους από το κάθε σχολείο. Ενδυνάμωση του ρόλου του διευθυντή της σχολικής μονάδας και περισσότερη αυτονομία στις κινήσεις του σε συνδυασμό με λιγότερες κρατικές παρεμβάσεις. Σύνδεση με την αγορά. Μεταρρυθμίσεις που είναι ικανές να επιφέρουν την αυτορύθμιση που απαιτείται στην εκπαιδευτική κοινότητα.
Πόσο γρήγορα και πόσο μακριά θα πρέπει να προχωρήσει η ηγεσία του υπουργείου σε ένα ευρύτερο μεταρρυθμιστικό μέτωπο; Οι απόψεις διαφέρουν αρκετά. Όποιος κι αν είναι όμως ο ρυθμός, το μεγάλο πολιτικό έργο θα είναι για την υπουργό Παιδείας να ακολουθήσει τον δρόμο των μεταρρυθμίσεων μπροστά στις αναπόφευκτες αγωνίες, τα οργανωμένα συμφέροντα που μάχονται υπέρ της παρούσας κατάστασης, και τους δημαγωγούς που είναι έτοιμοι να επιδιώξουν να αποκτήσουν πολιτική ισχύ εκμεταλλευόμενοι τους φόβους των εκπαιδευτικών του Δημοσίου.
* Ο Θωμάς Γεώργας έχει εργαστεί στη δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση στην Ελλάδα και την Αγγλία, είναι διδάκτωρ Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και ακαδημαϊκός συνεργάτης του UCL, Institute of Education, London, UK.
** Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Δευτέρας 23 Δεκεμβρίου 2019.