Του Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη
Με αφορμή την υπόθεση που αφορούσε τις διάφορες ευρεσιτεχνίες για την παράκαμψη των κινεζικών capitals controls μάθαμε ότι στα 5 χρόνια της λειτουργίας του θεσμού της «χρυσής βίζας» δόθηκαν περίπου 3.500 τέτοιες άδειες παραμονής σε 8.500 κατοίκους τρίτων χωρών.
Ο αριθμός μπορεί να φαντάζει μεγάλος σε μερικούς. Δεν είναι. Περίπου τόσες «χρυσές βίζες» έχει δώσει και η πολύ μικρότερη Κύπρος, που εκεί αφορούν κυπριακή υπηκοότητα, για άτομα όμως που επενδύουν πάνω από 2 εκατομμύρια ευρώ. Το δικό μας πρόγραμμα, που έχει πάτωμα τις 250.000 ευρώ, είναι το φθηνότερο στην Ευρώπη και ίσως στον κόσμο. Το οποίο έχει και πρόσθετα κίνητρα, επιστροφή κεφαλαίου μέσω μεσαζόντων, όπως αποκάλυψε και η επίκαιρη υπόθεση Παπαευαγγέλου.
Με δεδομένη την ασύγκριτη ελκυστικότητα του δικού μας προγράμματος «χρυσής βίζας», οι αριθμοί των ατόμων που τη χρησιμοποίησαν είναι ιδιαίτερα μικροί.
Η επισήμανση αυτή δένει και με άλλες παράλληλες. Μπορεί, για παράδειγμα, το προσφυγικό να είναι στην πρώτη γραμμή της ανησυχίας πολλών για την ενδεχόμενη αλλοίωση της ελληνικής κοινωνίας, όμως οι αριθμοί των προσφύγων και μεταναστών που βρίσκονται στην Ελλάδα παραμένουν σταθεροί (περίπου 60.000) τα τελευταία τρία χρόνια, παρά το γεγονός ότι η εισροή συνεχίζεται. Το δράμα της Μόριας συγκαλύπτει το βασικό γεγονός, ότι δηλαδή κανείς από αυτούς που έρχονται δεν θέλει να μείνει στην Ελλάδα, όλοι θέλουν να περάσουν από εδώ και να φύγουν, να πάνε αλλού.
Και πώς να γίνει αλλιώς, όταν σταδιακά φεύγουν οι ίδιοι οι Ελληνες, ιδίως οι παραγωγικές ηλικίες, αφού εδώ δεν υπάρχουν δουλειές, ιδιαίτερα δεν υπάρχουν καλοπληρωμένες δουλειές.
Ζούμε από τη νεαρή ηλικία μας με μία φαντασίωση, ότι ο τόπος μας είναι ιδιαίτερα ελκυστικός, «η ωραιότερη χώρα του πλανήτη», ότι η θέση μας στον χάρτη είναι ιδιαίτερα επίζηλη, σε βαθμό που να την εποφθαλμιούν όλοι οι ισχυροί και οι αδύναμοι της Γης. Είμαστε, σύμφωνα με τη συλλογική μας φαντασίωση, κάτι σαν τα Ηλύσια Πεδία, η χώρα των Μακάρων.
Τα στοιχεία που συλλέγουμε όμως σε κάθε ευκαιρία αλλά και με την ευκαιρία κάθε επικαιρότητας μας διηγούνται μιαν άλλη ιστορία. Οτι η χώρα μας δεν είναι και τόσο ελκυστική για να ζήσει κανείς και να δημιουργήσει την ατομική του πορεία προς την ευτυχία. Η ελκυστικότητά μας ως τόπου διακοπών είναι φυσικά δεδομένη, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι οι διακοπές είναι χρονικά πεπερασμένες, μικρές, δεκαπέντε ή τριάντα μέρες τον χρόνο, στην καλύτερη περίπτωση, για τη συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων του πλανήτη. Και ο χρόνος έχει 12 μήνες…
Το γεγονός έχει να κάνει με τη θεσμική μας οργάνωση, που περιορίζει τις παραγωγικές προσπάθειες και τους διαθέσιμους πόρους, αλλά και με την ύπαρξη ενός τεράστιου κηφήνα, του κράτους μας, που προσπαθεί να μεγαλώσει διαρκώς καταστρέφοντας τη δημιουργική ενέργεια των κατοίκων. Η χώρα κατρακυλάει διαρκώς στη σχετική ανταγωνιστική της θέση διώχνοντας τους δικούς της κατοίκους και αδυνατώντας να προσελκύσει νέους.
Ολοι μας ανταποκρινόμαστε στην πρόκληση με τον συνήθη, αδιάφορο, τρόπο. Τον ίδιο που είχαν οι κάτοικοι των ορεινών χωριών μας την εποχή της μεγάλης μετανάστευσης προς τις πόλεις και το εξωτερικό. Οσοι έμεναν, και για όσο έμεναν, ανέβαζαν τον δείκτη της αυταρέσκειας για τον τόπο τους και τη δική τους αντοχή να παραμένουν, φτωχότεροι κάθε μέρα που περνούσε, στα δικά τους Ηλύσια Πεδία.
Την ελκυστικότητα ενός τόπου δεν τη δημιουργεί το τοπίο του, αλλά οι άνθρωποι και η κοινωνία τους.
Εκεί υπάρχουν και τα Ηλύσια Πεδία. Και τα Ηλίθια Πεδία…