Η «φαντασιακή θέσμιση» της κεντροαριστεράς

Η «φαντασιακή θέσμιση» της κεντροαριστεράς

Του Γιάννη Ανδρουλάκη

Η προσπάθεια να ορίσει κανείς, με όρους πολιτικής γεωγραφίας, μία συμπαράταξη ιδεών και προσώπων, πρέπει να λαμβάνει υπόψη της εκτός από τα ιστορικά προηγούμενα και τις μονοσήμαντες αντιστοιχίσεις τους στο σήμερα, την μετεξέλιξη ή και εξαλλαγή των ιδεών και των ανθρώπων, αφού η πολιτική διαδικασία δεν είναι διαδικασία στατική αλλά δυναμική. Επίσης, η ένταξή της σε έναν ορισμένο χώρο προϋποθέτει  ότι ο χώρος αυτός υφίσταται κενός, δεν έχει δηλαδή καταληφθεί. Ότι δηλαδή είναι υπαρκτός πολιτικός χώρος.

Μιλώντας λοιπόν σήμερα κανείς για κεντροαριστερά που πρέπει να καλυφθεί και να εκπροσωπηθεί πολιτικά, παραγνωρίζει σκόπιμα ή από ασύγγνωστη άγνοια, ότι ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος έχει ήδη ως κυρίαρχη πολιτική δύναμη τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αποτελεί την μετεξέλιξη ή, ακόμη καλύτερα, την εξαλλαγή της κεντροαριστεράς. Της ιδεολογίας του κρατικού προστατευτισμού και του κοινωνικού εξισωτισμού, που προτάσσει την προστασία και ανάπτυξη του δημόσιου τομέα της οικονομίας, που υπερασπίζεται την αύξηση της φορολογίας και αντιμετωπίζει με καχυποψία την επιχειρηματικότητα, την εξωστρέφεια και το κέρδος. Αυτή είναι σε αδρές γραμμές η περίφημη «κεντροαριστερά» που πρέπει υποτίθεται να ανασυνταχθεί με την απαραίτητη έντιμη προσθήκη ότι υιοθετεί αληθινά προοδευτικές θέσεις στα κοινωνικά ζητήματα και στα ζητήματα προστασίας των μειονοτήτων. Γιατί δεν μπορεί κανείς παρά να αναγνωρίσει ότι η σημερινή κυβέρνηση, η χειρότερη ίσως κυβέρνηση που γνώρισε αυτός ο τόπος, έχει κάνει σημαντικά μεταρρυθμιστικά βήματα και έχει προοδευτική ατζέντα σε ζητήματα σαν αυτά που προανέφερα.

Σε τι ακριβώς λοιπόν διαφέρει σήμερα η αντιπολιτευόμενη τον ΣΥΡΙΖΑ κεντροαριστερή ατζέντα, ακόμη και σε διακηρυκτικό επίπεδο, από την πολιτική ατζέντα της κυβέρνησης; Και από πού κι ως πού αυτό συνιστά ανασύνταξη ή μετεξέλιξη της κεντροαριστεράς και όχι μία σκέτη διεκδίκηση των κρατιστών ψηφοφόρων που απ' ό,τι φαίνεται, επέλεξαν να στεγαστούν πολιτικά  στον ΣΥΡΙΖΑ; Και γιατί όλο αυτό πιστεύει κανείς ότι μπορεί να έχει την παραμικρή πιθανότητα επιτυχίας; Προφανώς, τα ερωτήματα αυτά δεν τέθηκαν στο μυαλό αυτών που επινόησαν το καινούργιο αυτό «στρατήγημα», που μοιάζει σε μας τους υπόλοιπους στην καλύτερη περίπτωση με «άσκηση επί χάρτου» και στην χειρότερη με άλμα στο κενό.

Ακόμη περισσότερο, είναι δυσάρεστο, η προσπάθεια αυτή, που ανάγεται στην σφαίρα του φαντασιακού αφού στηρίζεται σε επινοήσεις και όχι σε δεδομένα και απαντά σε ανύπαρκτο ζητούμενο, να αυτοπροσδιορίζεται ως ο ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα στα δύο άκρα, τοποθετώντας στο ένα από αυτά τον ΣΥΡΙΖΑ και στο άλλο την Ν.Δ.. Πρόκειται για κατασκευή πλασματική αφού ούτε όλος ο ΣΥΡΙΖΑ, που από ό,τι φαίνεται διαθέτει παγιωμένη βάση πολλαπλάσια από αυτή οποιουδήποτε άλλου κόμματος πλην της ΝΔ, ούτε βέβαια η Ν.Δ. που φαίνεται να αυξάνει και να διευρύνει την επιρροή της, μπορούν στα σοβαρά να χαρακτηριστούν κόμματα του αριστερού ή δεξιού άκρου του πολιτικού μας συστήματος.

Αν θέλει κανείς να είναι χρήσιμος μπορεί. Πρέπει όμως προηγουμένως να σκεφτεί καλά, να συμβουλευτεί σωστά και κυρίως να θέτει στόχους ρεαλιστικούς. Η Κεντροαριστερά βρίσκεται και ως αφήγηση και ως πολιτική βάση εκεί, στον ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί, στην πιο “brutal” εκδοχή της, αλλά αυτή είναι. Μπορεί να γίνει καλύτερη διαχειριστικά αλλά όχι ουσιωδώς καλύτερη. Και όπως είναι σήμερα, κουρασμένη και άνευρη, ιστορικά ακυρωμένη εν μέρει, δεν έχει απαντήσεις για τα πραγματικά προβλήματα του τόπου αλλά κι αυτές που υπάρχουν είναι απρόθυμη να τις αναγνώσει, να τις επεξεργαστεί και να τις προσαρμόσει στο δικό της ιδεολογικό πλαίσιο ώστε να επανέλθει με προσδοκίες στην πραγματικότητα από την οποία έχει προ πολλού δραπετεύσει.

*Ο κ. Γιάννης Ανδρουλάκης είναι Δικηγόρος, Γραμματέας Κ.Ε. της Δράσης