Ο λαϊκισμός παγιώνεται ως πολιτική δύναμη στην Ευρώπη, παρά το γεγονός πως όταν καλείται να κυβερνήσει αποτυγχάνει. Η πτώση του Μάριο Ντράγκι στην Ιταλία διαταράσσει τη σχέση εμπιστοσύνης με την Ευρωπαϊκή Ένωση και επιδεινώνει την ιταλική οικονομία. Παράλληλα, ο πόλεμος στην Ουκρανία, η αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ, οι διαταραχές στις αλυσίδες αξίας και η ενεργειακή κρίση επιτείνουν τις υφεσιακές τάσεις. Τα παραπάνω αναφέρει μεταξύ άλλων σε συνέντευξη στο Liberal ο Γενικός Διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ και καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Γιώργος Παγουλάτος.
Συνέντευξη στον Νικόλα Ταμπακόπουλο
Στην Ευρώπη είναι έκδηλη η πολιτική αστάθεια, από την Ιταλία, έως την Ισπανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Φοβάστε επιστροφή του λαϊκισμού; Και αν ναι, τι συνεπάγεται αυτή για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα;
Βλέπω την παγίωση του λαϊκισμού ως μια πολιτική δύναμη που θα διεκδικεί κάθε τόσο την εξουσία, παρά την εκδηλωμένη αποτυχία της όταν έρχεται η ώρα να την ασκήσει. Η περίπτωση του Μπόρις Τζόνσον είναι χαρακτηριστική. Πρόκειται για έναν λαϊκιστή, ο οποίος έχει αποτύχει παταγωδώς και στη διαχείριση του Brexit, αλλά ακόμα και στη στοιχειώδη πολιτική συμπεριφορά ενός πρωθυπουργού, που βάζει όμως όλο το πολιτικό του βάρος στην εκλογή ως διαδόχου του της Λιζ Τρας, η οποία κατεβαίνει ως συνεχιστής του Μπόρις Τζόνσον.
Έχουμε στην Ιταλία την κατάρρευση της πιο σοβαρής κυβέρνησης που είχε η χώρα την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία και της πιο αξιόπιστης προς την Ευρώπη. Μια κυβέρνηση Ντράγκι, η οποία ανόρθωσε το κύρος της Ιταλίας για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες σε επίπεδα αντίστοιχα με το οικονομικό μέγεθος μιας χώρας που είναι μέλος του G7. Παρόλα αυτά όμως η κυβέρνησή του καταρρέει ως αποτέλεσμα των πολιτικών παιχνιδιών, τα οποία οδηγούνται από τη δύναμη του λαϊκισμού.
Από τη μία μεριά ο λαϊκισμός από την αριστερά των Πέντε Αστέρων και από την άλλη της δεξιάς με κύριο εκπρόσωπο τη Μελόνι και με μια επανεμφάνιση στο ρόλο αυτό του Σαλβίνι και του Μπερλουσκόνι. Και οι δύο αυτές πολιτικές δυνάμεις απείχαν από την ψήφο εμπιστοσύνης προς τον Ντράγκι, οδηγώντας στην παραίτησή του.
Έχουμε την εμπέδωση του λαϊκισμού ως μια σταθερή πολιτική δύναμη, η οποία όταν καλείται να ασκήσει την εξουσία αποτυγχάνει, θυμίζω την κυβέρνηση συνασπισμού Λέγκας-Πέντε Αστέρων. Εντούτοις διαρκώς επιδιώκει ο λαϊκισμός να επανέρχεται στο πολιτικό προσκήνιο, υπονομεύοντας την προσπάθεια της κάθε χώρας να εδραιώσει μια λειτουργική σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως να ανταποκριθεί αποτελεσματικά σε μία από τις χειρότερες πολλαπλές κρίσεις («πολυκρίσεις») που έχει αντιμετωπίσει στην ιστορία της η ΕΕ.
Στην ουσία δηλαδή η Ευρώπη είναι αντιμέτωπη με την τέλεια καταιγίδα...
Ακριβώς, γιατί έχουμε μια ευρωπαϊκή οικονομία που έβγαινε από μια κρίση χρέους της ευρωζώνης, η οποία άφησε πληγές κυρίως στο Νότο, με υψηλά επίπεδα χρέους και ανεργίας. Και βεβαίως μεγαλύτερης κοινωνικής ευπάθειας σε πολλές χώρες της ευρωζώνης. Μετά από αυτό ήρθε η κρίση της πανδημίας, στην οποία η Ευρώπη απάντησε επιτυχώς με το Ταμείο Ανάκαμψης που διοχετεύει επενδυτικούς πόρους κυρίως στις πιο ευπαθείς οικονομίες, κατεξοχήν την Ελλάδα και στην Ιταλία. Μετά την κρίση της πανδημίας παρατηρείται ένας κατακερματισμός των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας, που είχε ήδη προκαλέσει προβλήματα και στις ενεργειακές αγορές και στο εμπόριο, οδηγώντας σε πληθωριστικές πιέσεις.
Και βέβαια σε αυτά προστέθηκε ο φοβερός πόλεμος στην Ουκρανία μετά τη βάρβαρη εισβολή Πούτιν, που παράγει μια ενεργειακή κρίση χειρότερη από αυτήν που είχαμε τη δεκαετία του 1970 και μια πληθωριστική κρίση, η οποία λειτουργεί σωρευτικά σε όλα τα προηγούμενα. Είναι πολύ δύσκολο να σκεφτεί κανείς πως δεν θα υπάρξουν κοινωνικοοικονομικές προεκτάσεις στην οξεία αυτή κρίση στασιμοπληθωρισμού.
Σε όλα αυτά προστίθεται και η απόφαση της ΕΚΤ για άνοδο των επιτοκίων;
Ακριβώς. Και όλα αυτά σε μία περίοδο κατά την οποία η αναγκαστική επιστροφή της νομισματικής πολιτικής σε συνθήκες κανονικότητας, δηλαδή επιστροφή σε θετικά επιτόκια και η πρόταξη της αντιμετώπισης του πληθωρισμού παράγουν οικονομική επιβράδυνση, που επιτείνεται δραματικά από τα αντίστοιχα υφεσιακά αποτελέσματα που επιφέρει ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Πιστεύετε πως θα υπάρξουν νέα μνημόνια ή δεσμεύσεις ανάμεσα σε Βορρά και Νότο;
Νομίζω ότι η παρούσα κατάσταση δείχνει ίσως ότι η διαίρεση Βορρά και Νότου που ήταν ο άξονας διαίρεσης της ευρωζώνης κατά την πρώτη κρίση χρέους, η διαιρετική αυτή τομή έχει αντικατασταθεί από άλλες διαιρετικές τομές. Στο πολιτικό επίπεδο έχουμε διαιρετική τομή μεταξύ «παλαιάς» και «νέας» Ευρώπης. Από τη μια πλευρά χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία οι οποίες προσπαθούν να επισπεύσουν τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, όσο είναι δυνατόν. Και από την άλλη χώρες όπως η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής που προτάσσουν την ανάγκη να ηττηθεί στρατιωτικά και σαρωτικά η Ρωσία ακόμα και με κόστος τη μακρά παράταση του πολέμου. Αυτός είναι ο ένας άξονας, ο πολιτικός.
Και υπάρχει ένας άξονας ακόμα που διαιρεί την Ευρώπη στη βάση της ενεργειακής ευπάθειας απέναντι στη Ρωσία. Δηλαδή της εξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια. Και στην περίπτωση αυτή στην πρώτη γραμμή της ευπάθειας είναι η Γερμανία. Δηλαδή κατά ενδιαφέροντα και ειρωνικό τρόπο, η Γερμανία στη σημερινή κρίση βρίσκεται σε πολύ μεγάλη θέση αδυναμίας, όπως δεν είχε βρεθεί σε καμία από τις προηγούμενες κρίσεις.
Επομένως, εκτιμάτε πως θα υπάρξουν μνημόνια όπως αυτά που αντιμετωπίσαμε στην κρίση χρέους;
Ούτως ή άλλως για τη διαχείριση και τη διακυβέρνηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης υπάρχουν προγράμματα από τις χώρες, συγκεκριμένες δεσμεύσεις και παρακολούθηση της υλοποίησης αυτών των προγραμμάτων. Υπάρχει πάντα μια λογική αιρεσιμότητας, όταν η Ευρώπη δίνει οικονομικούς πόρους. Αυτή η λογική θα επιστρέψει αν έχουμε κάποιο κοινό ταμείο, για παράδειγμα για την αντιμετώπιση της οικονομικής και ενεργειακής κρίσης. Δεν θα τα ονόμαζα όμως μνημόνια και δεν θα είναι προσανατολισμένα προς τη λιτότητα, όπως το είδαμε στην περίοδο της κρίσης χρέους. Αν μη τι άλλο αυτή η κρίση έχει ούτως η άλλως χαρακτηριστικά επιβράδυνσης της οικονομίας.
Τέλος, πιστεύετε ότι η πολιτική κρίση στην Ιταλία θα επηρεάσει την οικονομία της ευρωζώνης και τις αγορές; Μπορεί να υπάρξει μια νέα κρίση χρέους που θα πυροδοτηθεί από την Ιταλία;
Η Ιταλία είναι οικονομία που έχει τη μεγαλύτερη ευπάθεια. Λόγω ενός χρέους 150% του ΑΕΠ, λόγω του ότι έχει σοβαρό πρόβλημα παραγωγικότητας και σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες, όπως η λειτουργία της δικαιοσύνης. Επιπροσθέτως, τις τελευταίες δύο δεκαετίες είναι η οικονομία με το χαμηλότερο μέσο όρο μεγέθυνσης από τις άλλες οικονομίες της ευρωζώνης. Το κύριο όμως πρόβλημα της Ιταλίας και αυτό που επιτείνει το πρόβλημα χρέους είναι το πρόβλημα της πολιτικής εμπιστοσύνης. Και η εμπιστοσύνη δεν βελτιώνεται με την υποψήφια πρωθυπουργό Μελόνι να αμφισβητεί, όπως και η ομογάλακτή της Λεπέν, την υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου έναντι του εθνικού δικαίου –χωρίς την οποία δεν θα υπήρχε λειτουργούσα Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η επιδείνωση της αγοράς χρέους της Ιταλίας είναι άμεσα συναρτημένη με τις πολιτικές εξελίξεις. Είδαμε πως τα spreads αυξήθηκαν με την είδηση παραίτησης του Ντράγκι, όπως είχαν πέσει σημαντικά, όταν ανέλαβε ο Ντράγκι ή υπό το φως της επιτυχημένης και αποτελεσματικής διακυβέρνησής του. Άρα το πρόβλημα χρέους στην Ιταλία είναι συναρτημένο με την έλλειψη υπευθυνότητας και με την αδυναμία του ιταλικού πολιτικού συστήματος να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στους εταίρους, στις αγορές και στους επενδυτές. Άρα αυτό επιδεινώνεται τώρα καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιστρέφει σε υψηλότερα επιτόκια και μένει να φανεί αν το εργαλείο εναντίον του κατακερματισμού της αγοράς ομολόγων θα πείσει τους επενδυτές ομολόγων ότι η ΕΚΤ θα είναι έτοιμη «να κάνει ό,τι χρειαστεί», για να θυμηθούμε τον κεντρικό τραπεζίτη Ντράγκι του 2011, αν η Ιταλία βρεθεί αντιμέτωπη με μια κρίση χρέους.