Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Πανηγυρίζουν δικαιολογημένα ομάδες πολιτών για τα νέα προγράμματα καταπολέμησης της ανεργίας που ανακοίνωσε το υπουργείο Εργασίας. Πανηγυρίζουν δικαιολογημένα οι συμβασιούχοι του Δημοσίου, που μονιμοποιούνται. Πανηγυρίζουν ικανοποιημένοι οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί, που τρύπωσαν στο Δημόσιο.
Τι ποιο σημαντικό για έναν πολίτη από το να βρίσκει δουλειά και να στέκεται οικονομικά και κοινωνικά στα πόδια του, σχεδιάζοντας το μέλλον του, κάνοντας όνειρα για το αύριο; Τι ποιο σημαντικό για έναν πολίτη από τη ένταξη του σε έναν χώρο εργασίας; Και φυσικά όλα αυτά συμβαίνουν κάτω από τη σκέπη και την φροντίδα του μεγάλου πατερούλη που στην Ελλάδα είναι το Δημόσιο.
Δυστυχώς η κυρίαρχη κρατικίστικη αντίληψη στη χώρα μας, αντιλαμβάνεται την εργασία ως κεκτημένο δικαίωμα και ως κρατική παροχή και όχι σαν αποτέλεσμα της δημιουργικότητας, της επιχειρηματικότητας, της ελεύθερης ατομικής επιλογής και της ελεύθερης συναλλαγής ανάμεσα στον εργαζόμενο και τον εργοδότη. Έτσι ανοίγουν θέσεις εργασίας, που δεν ανταποκρίνονται στις επιχειρησιακές ανάγκες, αλλά ανταποκρίνονται στις ανάγκες ομάδων πολιτών που παραμένουν σε διαρκές καθεστώς ομηρίας από την κυβέρνηση. Σε καθεστώς ομηρίας, γιατί το κράτος αποφασίζει με τα δικά του κριτήρια ποιες θέσεις θα ανοίξουν και ποια είναι τα προσόντα που θα απαιτηθούν, χωρίς καν να έχει προηγηθεί μια οριακή περιγραφή των καθηκόντων της θέσης αυτής.
Αυτήν την στιγμή, 12.500 νέες προσλήψεις βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη μέσω της επιλογής ΑΣΕΠ. Όμως μόλις για το 11% των υποψηφίων ζητείται να έχει κάποιο πτυχίο. Οι μοριοδοτήσεις που έχουν επιλεγεί καθιστούν αδύνατη την πρόσληψη κάποιου υποψηφίου, εκτός από αυτούς που ήδη βρίσκονται εντός του συστήματος μέσω της γνωστής μεθοδολογίας των συμβασιούχων. Έτσι η βαρύτητα των προσόντων ρίχνεται στα κριτήρια της εμπειρίας και όχι των γνώσεων. Αναμένεται πως το σύνολο των νέων προσλήψεων θα καλυφθεί πλήρως από τους ήδη συμβασιούχους.
Ουσιαστικά οι θέσεις εργασίας που ανοίγονται χωρίς λόγο και αιτία, είναι επιδοτούμενες και ελεγχόμενες. Έχοντας οδηγήσει την οικονομία σε αδιέξοδο, οι κυβερνητικοί θεσπίζουν θέσεις εργασίας κατά το δοκούν και ουσιαστικά επιδοτούν τις θέσεις αυτές, με αμοιβές που τις περισσότερες φορές ξεπερνούν τις αντίστοιχες του ιδιωτικού τομέα.
Η αντίληψη ότι η εργασία αποτελεί κρατική παροχή και όχι ατομική κατάκτηση, οδηγεί την οικονομία σε περαιτέρω συρρίκνωση. Παράλληλα δε, υιοθετεί πλήρως τα μοντέλα της αναξιοκρατίας, της δήθεν κοινωνικής ευαισθησίας και της λογικής της ήσσονος προσπάθειας. Ταυτόχρονα δε, διαιωνίζει στην εξουσία τους φαύλους «ευεργέτες» οι οποίοι διασπαθίζουν το κρατικό χρήμα για να αποκομίσουν ψηφοθηρικό όφελος.
Οι επιδοτούμενες θέσεις εργασίας και τα κρατικά προγράμματα απασχόλησης αυξάνουν την πραγματική ανεργία και συντελούν στην κοινωνική μιζέρια. Οι κυβερνήσεις που μειώνουν εικονικά την ανεργία μέσω κρατικών επιδοτήσεων, πραγματοποιούν μια πολιτική απάτη εις βάρος τόσο αυτών των εργαζομένων όσο και των υπόλοιπων πολιτών.
Και ενώ φαινομενικά είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξηγήσεις αυτά τα λογικά πράγματα, σε κάποιον που γεύεται επιτέλους το σταθερό εργασιακό περιβάλλον, είναι εξαιρετικά απλό να τον οδηγήσεις προοπτικά στη συνειδητοποίηση του αδιεξόδου που έρχεται. Όταν προσλαμβάνεις κάποιον που δεν τον έχεις ανάγκη και τον πληρώνεις από χρήματα που δεν έχεις ή από χρήματα που δεν παράγει ο ίδιος, τότε το πείραμα αυτό καταλήγει σε αυτό ακριβώς το αδιέξοδο. Αν ήταν τόσο εύκολο, θα μπορούσαν να διοριστούν οι πάντες και να αποκτούσαμε ξαφνικά μηδενική ανεργία.
Σε αυτές τις μικρές απλές σκέψεις, πόσο μπορεί να αντισταθεί πλέον το “θυμικό” των πολιτών που κεντρίζεται νυχθημερόν από τον κρατισμό;