Του Μηνά Αναλυτή*
Φαίνεται ότι η αποδρομή, από την εξουσία της «πρώτη φορά αριστερά», δεν θα συμβεί και τόσο ομαλά. Η ακατάσχετη παροχολογία και η διανομή μερισμάτων από έναν εικονικό πλούτο, ο οποίος δημιουργείται μόνο στη φαντασία των υπευθύνων, ναρκοθετούν την πορεία της επόμενης κυβέρνησης.
Είναι σαφές ότι η σημερινή κυβέρνηση ουδόλως ενδιαφέρεται για το τί θα συμβεί στην οικονομία τους επόμενους μήνες, διότι γνωρίζει ότι δεν θα ασκεί πλέον εκείνη την οικονομική πολιτική. Ενδιαφέρεται απλώς στο να στήσει εντέχνως παγίδα στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ώστε να είναι εκείνη που θα αναγκαστεί να λάβει τα απαραίτητα διαρθρωτικά μέτρα από τον εκτροχιασμό των μακροοικονομικών δεικτών.
Τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα, ως απόρροια της ληστρικής επιδρομής του κράτους σε πολίτες και επιχειρήσεις, ροκανίζονται με σκοπό τη διανομή εκλογικών επιδομάτων, προτάσσοντας έννοιες χωρίς περιεχόμενο όπως: «κοινωνική ευαισθησία» και «κοινωνικό πρόσημο».
Είναι σαφές ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα πρέπει να μειωθούν. Περί αυτού ουδείς έχει αντίρρηση.
Η μείωσή τους όμως δεν θα πρέπει να προέλθει μέσα από μια διανεμητική πολιτική που επιχειρείται τώρα, αλλά με την εφαρμογή μέτρων φορολογικής ελευθερίας, τα οποία θα δώσουν τα απαραίτητα κίνητρα σε πολίτες και επιχειρήσεις.
Το μείγμα αυτό, συνδυαζόμενο με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε τομείς όπως η παιδεία, η υγεία και το ασφαλιστικό θα εκτινάξει τους ρυθμούς της οικονομικής ανάπτυξης, οι οποίοι με άνεση μπορεί να προσεγγίσουν το 4% ετησίως ή να το ξεπεράσουν σύροντας την οικονομία από τη ζοφερή ζώνη του 2% που παγιδεύει τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας και υποθηκεύει το μέλλον της.
Το 4% είναι στόχος καθ' όλα ρεαλιστικός όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά. Αρκεί όμως οι παραγωγικές δυνάμεις του τόπου να απελευθερωθούν από τον δεσμό της αριστερής ιδεοληψίας, εντός του οποίου εγκλωβίζονται οι ορθολογικές επιλογές, τόσο των καταναλωτών όσο και των παραγωγών.
Η χώρα χρειάζεται άμεσα πολιτική αλλαγή που θα επιφέρει με τη σειρά της την οικονομική αλλαγή, αντιστρέφοντας το σημερινό βαρύ κλίμα, τόσο στο εσωτερικό,όσο και στο εξωτερικό.
Αν η κατάσταση δεν αλλάξει και η κυβέρνηση συνεχίσει -όπως υπόσχεται- παροχές, η δυσπιστία μεταξύ των δανειστών μας θα ενταθεί και το κλίμα θα μεταφερθεί στις αγορές που κάποτε εξόρκιζε ο κος Τσίπρας και τώρα ομνύει σε αυτές. Εκ των πραγμάτων, την κρίση εμπιστοσύνης, που εντέχνως δημιουργείται από το οικονομικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ και την πιθανή λήψη διαρθρωτικών μέτρων, αφού τα μακροοικονομικά δεδομένα θα έχουν εκτροχιασθεί, θα αναλάβει να τα διαχειριστεί η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και ο ΣΥΡΙΖΑ πλέον από τη θέση της αντιπολίτευσης να ξεδιπλώσει και πάλι τα λάβαρα κατά του νέο- φιλελευθερισμού δικαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη δική του καταστροφική διακυβέρνηση.
Ίσως αυτό να αναζητά αγωνιωδώς ο κος Τσίπρας με τη λαϊκιστική φιλολαϊκή συμπεριφορά του..
Η επόμενη ημέρα για τη Νέα Δημοκρατία είναι μονόδρομος και φυγή προς τα εμπρός με την απαρέγκλιτη εφαρμογή ενός φιλελεύθερου μεταρρυθμιστικού φιλοεπενδυτικού προγράμματος που θα οδηγήσει τη χώρα εκτός δρόμου προς τη δουλεία, που με τόση επιμονή και συνέπεια χάραξε ο κος Τσίπρας και τον ακολουθεί πιστά μέχρι σήμερα.
*Ο κ. Μηνάς Αναλυτής είναι Οικονομολόγος Ph.D Πανεπιστημίου Poitiers Γαλλίας