Αρκετοί από τους επιχειρηματίες που ασχολούντο για χρόνια με τα σπορ της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, τους τελευταίους μήνες τα βρήκαν σκούρα. Το ίδιο σκούρα, τα βρήκαν ξαφνικά και όλοι όσοι είχαν μπερδέψει το ταμείο και τα διαθέσιμα των επιχειρήσεών τους, με την προσωπική τους τσέπη.
Όσο γοητευτική και προσοδοφόρα και να ήταν η οδήγηση κάτω από το ραντάρ των φορολογικών αρχών, τόσο επικίνδυνη και θανατηφόρα αποδείχθηκε, μέσα στην πανδημία. Και αυτό, διότι η διαχρονική παραβατική συμπεριφορά απέναντι στις φορολογικές αρχές, μοιάζει τώρα με χειρόφρενο στην προσπάθεια των επιχειρηματιών να διασώσουν τις επιχειρήσεις τους.
Οι επιχειρήσεις που είδαν τα πραγματικά μεγέθη τους να συρρικνώνονται, είχαν δυο βασικές επιλογές αντίδρασης. Δυο επιλογές που θα μπορούσαν κάλλιστα να συνδυαστούν. Την επιλογή της προσφυγής στον τραπεζικό δανεισμό και την επιλογή της ένταξης τους στα κρατικά προγράμματα στήριξης.
Όπως αποδείχθηκε από τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν για τραπεζική χρηματοδότηση, λιγότερες από το 10% των ελληνικών επιχειρήσεων κατάφεραν να χρηματοδοτηθούν. Από αυτό το 10%, ένα σημαντικό ποσοστό δανειοδοτήθηκε μέσω της εγγυοδοσίας του ελληνικού Δημοσίου. Είναι προφανές ότι η πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων δεν καλύπτει τα βασικά τραπεζικά κριτήρια που απαιτούνται για την έγκριση της χρηματοδότησης τους.
Αυτή η πραγματικότητα έχει δύο αναγνώσεις.
Η πρώτη είναι, ότι η πλειονότητα των επιχειρήσεων, είναι αυτό που ονομάζουμε «μεροδούλι – μεροφάι», δηλαδή είναι εταιρικά σχήματα, που οριακά καλύπτουν την βιωσιμότητα τους, μέσω της μεταχρονολόγησης της εξυπηρέτησης των οφειλών τους προς τους προμηθευτές, της καθυστέρησης καταβολής των υποχρεώσεων τους προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία, αδυνατώντας να χρηματοδοτήσουν τόσο το σήμερα, όσο και το αύριο.
Η δεύτερη ανάγνωση είναι, ότι υπάρχουν εταιρείες των οποίων η δραστηριότητα δεν αποτυπώνεται πλήρως στις λογιστικές τους καταστάσεις με αποτέλεσμα να μην καταγράφεται ούτε το μέγεθος των δραστηριοτήτων τους, ούτε η κερδοφορία τους, αλλά ούτε και η δυναμική τους. Οπότε ο τραπεζικός τους φάκελος είναι πτωχός, σε σχέση με την πραγματική εικόνα της εταιρείας.
Σε αυτήν την κατηγορία των επιχειρήσεων, εντάσσονται και όλες όσες διαμαρτύρονται για το γεγονός, ότι δεν στηρίζονται από το κράτος στον βαθμό που επιθυμούν, μέσω των προγραμμάτων στήριξης και ενίσχυσης. Τι σημαίνει αυτό; Ότι μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων δεν κατάφερε να αποδείξει ότι υπέστη μείωση του κύκλου εργασιών λόγω της πανδημίας. Δεν κατάφερε να αποδείξει δηλαδή, ότι μέσα το 2020 εν μέσω πανδημίας, παρουσίασε χαμηλότερο τζίρο από την αντίστοιχη περίοδο του 2019 που όλα ήταν καλά κι ανθηρά.
Είναι οφθαλμοφανές, ότι η πλειοψηφία αυτών των εταιρειών, πλην ορισμένων που ασκούν εποχική δραστηριότητα, παρουσιάζουν ίδιο ή και μεγαλύτερο τζίρο το 2020 έναντι του 2019, διότι φοροδιαφεύγουν. Όμως η κυβέρνηση στην προσπάθεια της να στηρίξει τη απασχόληση, προσφέρει την δυνατότητα ενίσχυσης ακόμα και σε αυτές τις επιχειρήσεις, εφόσον τηρούν τον απαράβατο όρο της «μη μείωσης των θέσεων απασχόλησης».
Όταν σε λίγους μήνες θα έχουμε αφήσει πίσω την πανδημία και στην πραγματική οικονομία θα αρχίσουν να εισρέουν τα κεφάλαια από τα ευρωπαϊκά πακέτα στήριξης και ανάκαμψης, εκτιμούμε ότι τα κριτήρια στήριξης θα πρέπει να είναι πιο αυστηρά. Βέβαια, ο παράγοντας της διατήρησης των θέσεων απασχόλησης θα έχει πάντα σημαντικότατη βαρύτητα στις αποφάσεις. Όμως δεν θα πρέπει οι πόροι να διοχετευτούν σε όσες επιχειρήσεις βιώνουν λαθραία και παραβατικά, διαστρέφοντας κάθε έννοια υγιούς ανταγωνισμού και τήρησης του νόμου.
* * *
Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στον σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.
Αποποίηση Ευθύνης: Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.