Η αποτρόπαια δολοφονία του Καθηγητή Πατί και οι πρωτοβουλίες που προωθεί ο Πρόεδρος Μακρόν στη Γαλλία φέρνουν με δυναμικό τρόπο στο προσκήνιο το ζήτημα της ισλαμιστικής ριζοσπαστικοποίησης, η οποία συνδέεται με τον βίαιο εξτρεμισμό και την τρομοκρατία. Στον αποτρόπαιο συμβολισμό του αποκεφαλισμού που επέλεξε ο τρομοκράτης για να σκοτώσει τον Πατί, ο Πρόεδρος Μακρόν απάντησε με το συμβολισμό της προβολής των σκίτσων του Charlie Hebdo. Με απλά λόγια, ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας θέλησε με αυτή την κίνηση να ξεκαθαρίσει εμφατικά και προς κάθε κατεύθυνση πως η ελευθερία της έκφρασης δεν είναι υπό διαπραγμάτευση και αποτελεί συστατικό πυλώνα του κοσμικού κράτους και της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Αυτή η κίνηση υψηλού συμβολισμού δεν απευθύνεται κυρίως στους τρομοκράτες. Για το δολοφόνο του Πατί, τους αδερφούς Κουασί που σκότωσαν τους δημοσιογράφους του Charlie Hebdo και τα μέλη των διαφόρων ισλαμιστικών τρομοκρατικών οργανώσεων ανά τον κόσμο δεν υπάρχει ελευθερία της έκφρασης. Το μήνυμα έχει ως βασικούς αποδέκτες αυτούς που συνηθίζουμε να αποκαλούμε συντηρητικούς ή υπέρ- ορθόδοξους Μουσουλμάνους και αρκετοί εξ αυτών στη Γαλλία εντάσσονται στην κατηγορία του «αποσχιστικού» Ισλαμισμού, τον οποίο ο Μακρόν αναδεικνύει ως σημαντικό κίνδυνο για τη χώρα και για την αντιμετώπισή του προωθεί μία σειρά μέτρων.
Τι ορίζουν όμως στη Γαλλία ως «αποσχιστικό» Ισλαμισμό; Την υιοθέτηση ενός τρόπου ζωής ο οποίος βασίζεται σε μία υπέρ- συντηρητική ερμηνεία του Ισλάμ και ο οποίος οδηγεί σε σύγκρουση με ορισμένους νόμους της δημοκρατίας και τελικά στη δημιουργία μία αποκομμένης παράλληλης κοινωνίας. Για αυτή την κοινωνία, τα σατιρικά σκίτσα που απεικονίζουν τον Προφήτη Μωάμεθ είναι πράξη κορυφαίας προσβολής και αξίζουν τιμωρίας.
Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που κάνουμε αυτή τη συζήτηση στην Ευρώπη με αφορμή την ισλαμιστική τρομοκρατία. Από την επίθεση στο Charlie Hebdo στις 7 Ιανουαρίου 2015 γίνεται ένας μεγάλος και σε αρκετές περιπτώσεις έντονος διάλογος για τα αίτια της ισλαμιστικής ριζοσπαστικοποίησης που βιώνουμε εντός των ευρωπαϊκών κοινωνιών τα τελευταία χρόνια. Οι περισσότεροι των 5.000 Ευρωπαίων πολιτών που έφυγαν για να ενταχθούν στις τάξεις της Daesh και άλλων τρομοκρατικών οργανώσεων προκάλεσαν ένα μεγάλο σοκ. Δεν ήταν όλοι περιθωριοποιημένοι και απόκληροι. Ανάμεσα τους υπήρχαν προσήλυτοι, ενώ δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ένα συγκεκριμένο προφίλ ή για μία χώρα.
Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Για την ακρίβεια δεν μπορούμε καν να διαπιστώσουμε συμφωνία μεταξύ διαφόρων επιστημόνων που προσπαθούν να μελετήσουν και να εξηγήσουν το φαινόμενο (είναι χαρακτηριστικές οι αντιπαραθέσεις Γάλλων επιστημόνων). Αν μπορούμε να βρούμε μία κοινή συνισταμένη στην οποία συμφωνούν οι περισσότεροι επιστήμονες και πολιτικοί είναι η κρίση ταυτότητας των μουσουλμάνων μεταναστών 2ης και 3ης γενιάς. Πολλά από τα τρομοκρατικά χτυπήματα έχουν γίνει από ανθρώπους που είχαν αυτό το χαρακτηριστικό. Γεννήθηκαν στις ευρωπαϊκές χώρες από γονείς μετανάστες.
Προφανώς και υπάρχουν πολλοί λόγοι για να έχει ένας νέος άνθρωπος κρίση ταυτότητας. Αυτό είναι και ένα από τα βασικά επιχειρήματα του Olivier Roy όταν μιλά για τη «γενιά» της βίας που νιώθει αποκομμένη και ψάχνει να βρει κάπου να ενταχθεί. Αυτό προσφέρουν οι ισλαμιστικές τρομοκρατικές ομάδες.
Το ζήτημα λοιπόν της ένταξης ή της ενσωμάτωσης είναι εξαιρετικά σημαντικό στην περίπτωση της ισλαμιστικής ριζοσπαστικοποίησης. Επί της ουσίας μιλάμε για μία συλλογιστική που συναντά αυτή του «αποσχιστικού» ισλαμισμού. Κλειστές κοινότητες, νόμοι που βασίζονται σε ερμηνείες της θρησκείας, ιμάμηδες με διχαστικό και εξτρεμιστικό λόγο και νέοι άνθρωποι εγκλωβισμένοι σε αυτές τις κλειστές δομές. Πριν λίγα χρόνια κάναμε την ίδια συζήτηση για την πολυπολιτισμικότητα. Μόνο που τα τελευταία χρόνια προβληματιζόμαστε υπό την αιματηρή σκιά των συχνών τρομοκρατικών επιθέσεων.
Αποτελούν οι κλειστές μουσουλμανικές κοινότητες που ασπάζονται υπερ- συντηρητικές προσεγγίσεις του Ισλάμ χώρους που μπορεί να βρει γόνιμο έδαφος η ισλαμιστική ριζοσπαστικοποίηση; Προφανώς και ναι, άλλωστε όλοι ή σχεδόν όλοι οι τζιχαντιστές τρομοκράτες είναι Σαλαφιστές ή Ουαχαμπιστές. Το κρίσιμο όμως είναι πως όλοι οι Σαλαφιστές και οι Ουαχαμπιστές δεν είναι τζιχαντιστές τρομοκράτες.
Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως έχουμε δύο ζητήματα που μας απασχολούν. Το πρώτο είναι η ισλαμιστική τρομοκρατία και το δεύτερο η διαχείριση των μουσουλμανικών κοινοτήτων. Υπάρχει σχέση μεταξύ των δύο, όχι όμως γραμμική, δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε πως η απειλή είναι η ισλαμιστική τρομοκρατία και όχι το Ισλάμ και οι μουσουλμάνοι γενικά και αόριστα. Δυστυχώς, το ψήφισμα για την καταδίκη της ISIS που υπέγραψαν χιλιάδες ιμάμηδες από όλον τον κόσμο δεν βρήκε χώρο στο δημόσιο διάλογο. Ούτε και το αφιέρωμα του Dabiq (του ηλεκτρονικού περιοδικού της Daesh) στους ιμάμηδες που κρατούσαν τα καρτελάκια Je Suis Charlie. Τους χαρακτήρισαν αποστάτες και τους επικήρυξαν, γιατί υποστήριξαν πως αυτοί (οι τζιχαντιστές) είναι οι μόνοι που ερμηνεύουν «σωστά» το Κοράνι.
Η Ευρώπη, ήδη από το 2005, έχει επιλέξει να αντιμετωπίσει την τζιχαντιστική τρομοκρατία μέσα από το πλαίσιο της ριζοσπαστικοποίησης που οδηγεί στον βίαιο εξτρεμισμό και στην τρομοκρατία. Αυτός είναι ο λόγος που στην εργαλειοθήκη των απαντήσεων που προωθεί η Ε.Ε., εκτός από μέτρα καταπολέμησης της τρομοκρατίας, συναντάμε και πρωτοβουλίες όπως η προώθηση εναλλακτικών αφηγημάτων, η ενίσχυση του διά- θρησκευτικού διαλόγου, οι διαπολιτισμικές εκπαιδεύσεις, η προώθηση της φωνής του μετριοπαθούς Ισλάμ κτλ.
Καταληκτικά, η Ε.Ε. και τα κράτη- μέλη πρέπει να διαχειριστούν και τα δύο αυτά σημαντικά ζητήματα. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει με απλουστεύσεις της μορφής «κάθε μουσουλμάνος είναι τρομοκράτης», ούτε και με μέτρα λογικής «να απαγορευτεί η διδασκαλία του Ισλάμ, να απελάσουμε όλους τους μουσουλμάνους». Πρέπει λοιπόν να είμαστε σκληροί στην καταπολέμηση της ισλαμιστικής τρομοκρατίας και παράλληλα να δούμε ξανά το ζήτημα της ενσωμάτωσης των μουσουλμανικών κοινοτήτων στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο σεβασμός στη διαφορετική ταυτότητα του άλλου δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση διαφορετική αντιμετώπιση έναντι του νόμου. Πρέπει λοιπόν να αξιολογήσουμε και να εξετάσουμε εκ νέου όλες τις πολιτικές, αλλά από μία βάση ρεαλισμού κα όχι δαιμονοποίησης και απλούστευσης. Δύσκολη συζήτηση και ακόμη δυσκολότερες οι αποφάσεις, πρέπει όμως να τις πάρουμε. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο στόχος των τζιχαντιστών τρομοκρατών είναι ένας θρησκευτικός πόλεμος, σε αυτόν θεωρούν πως «πολεμούν».
*Ο Τριαντάφυλλος Καρατράντος είναι Δρ. Ευρωπαϊκής Ασφάλειας και νέων απειλών, Επιστημονικός Συνεργάτης ΕΛΙΑΜΕΠ.