Του Επαμεινώνδα Κορώνη*
Είμαστε πλέον όλοι πιο απαισιόδοξοι. Η ευφορική κοινωνία που ανέλυσε πριν από τρεις δεκαετίες ο Πασκάλ Μπρυκνέρ έχει πλέον αντικατασταθεί από μια βαθιά πεσιμιστική και σχεδόν απογοητευμένη κοινωνία. O Ronald Brownstein έγραφε στο The Atlantic πριν μερικά χρόνια ότι δεν αρκούν μερικά smartphones και το internet για να πειστεί ο κόσμος ότι δεν οδεύει σε μια κοινωνία με χειρότερη παιδεία, οικονομία και κοινωνική αρωγή. Ο μέσος πολίτης σε πολλά μήκη και πλάτη της γης έχει εξοικειωθεί πλέον με την ιδέα ότι το βραχυπρόθεσμο μέλλον θα είναι χειρότερο από το παρελθόν, ότι το φυσικό περιβάλλον φτάνει στα όριά του και ότι οι οικονομίες φθίνουν.
Πού πήγε η χαμένη αισιοδοξία μας; Ο μεταπολεμικός οπτιμισμός είχε θεμελιωθεί πάνω σε τρεις βασικές αξιωματικές αρχές οι οποίες συνδέθηκαν με την προοδευτική παγκοσμιοποίηση. Πρώτον, ότι ο καπιταλισμός εγγυάται κύκλους ανάπτυξης αυτοθεραπεύοντας τις πληγές του και συστημικές κρίσεις. Την αισιοδοξία αυτή τροφοδότησε πιο πρόσφατα τόσο η σταθερή αναπτυξιακή προοπτική της Κίνας όσο και η διόγκωση του ηλεκτρονικού εμπορίου, η δημιουργία της ψηφιακής οικονομίας αλλά και η ενδυνάμωση της καινοτομίας στην βιοτεχνολογία. Η δεύτερη πηγή αισιοδοξίας τροφοδότησε η επικράτηση της ειρήνης. Οι πόλεμοι για πολλές δεκαετίες περιορίστηκαν σε τοπικές συγκρούσεις. Ο μεγάλος πόλεμος της Αφρικής ήταν ότι πιο κοντινό σε "μεγάλο πόλεμο". Το Βιετνάμ και η αιματηρή εμφύλια σύρραξη στην Γιουγκοσλαβία περιορίστηκαν στα στενά όρια των χωρών και η γενοκτονία της Ρουάντα δεν μεταδόθηκε σε παραπλήσιες χώρες. Η ειρηνική εξισορρόπηση, η οποία κατά τραγική ειρωνεία επετεύχθη σε συνθήκες Ψυχρού Πολέμου, δημιούργησε μια αισιοδοξία ότι η Pax Americana μπορεί να αποτελέσει μια μόνιμη συνθήκη, ακόμα και όταν το ακραίο Ισλάμ συγκρούεται με τον δυτικό κόσμο. Η τρίτη παραδοχή στην οποία βασίστηκε εν πολλοίς η αισιοδοξία αφορούσε το συνεχώς βελτιούμενο βιοτικό επίπεδο στις δυτικές οικονομίες αλλά και η αποκόλληση πολλών χωρών του τρίτου κόσμου από το στάδιο της απόλυτης φτώχιας. Σε αυτή την εικόνα βελτίωσης συνετέλεσαν τόσο η διαπλάτυνση της τραπεζικής πίστης στον καταναλωτή, όσο και η εδραίωση των πολιτικών οικονομικών επέκτασης και χρέωσης των δημοσίων προϋπολογισμών.
Αυτή η παγκόσμια κοινωνία του αυξανόμενου πλούτου, της ειρήνης και της δημοκρατίας είναι αυτή που πλέον υποφέρει κάτω από το βάρος της ίδιας της παθογένειας. Όχι μόνο επειδή τα οικονομικά του Γάλλου οικονομολόγου Πικεττύ αντέστρεψαν την εικόνα, αποδεικνύοντας τις αυξανόμενες ανισότητες σαν ένα διαχρονικό πρόβλημα. Αλλά και επειδή η ίδια η παγκοσμιοποίηση έχει πάψει να αποτελεί μια συνθήκη που αποδέχονται οι κοινωνίες. Η κυκλικότητα των κρίσεων οδήγησε πολλούς οικονομολόγους στο να χαρακτηρίσουν την συστημική κατάρρευση του 2008 σαν μια θεσμική εκτροπή των αχόρταγων τραπεζιτών αλλά πλέον η αναιμική παγκόσμια ανάπτυξη δείχνει ότι το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Οι πηγές της αισιοδοξίας στέρεψαν και τα τελευταία δέκα χρόνια εμπεδώθηκε στις κοινωνίες η πεποίθηση ότι οδεύομε προς το χειρότερο.
Υπάρχουν και οι αναλυτές που θεωρούν ότι ο υφέρπων πεσιμισμός και η κοινωνική απογοήτευση δεν βασίζονται στην αντικειμενική όξυνση των προβλημάτων. Το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών στην Ουάσιγκτον πρόσφατα δημοσίευσε μια μελέτη που δείχνει μια σαφή ύφεση στα τρομοκρατικά χτυπήματα μετά το 2015 ενώ οι μελετητές Rose και Nagdy υποστηρίζουν ότι στις δυτικές κοινωνίες η εγκληματικότητα βελτιώνεται. Ωστόσο, λένε, αυτό δεν οδηγεί σε ανάλογη αντίληψη της βελτίωσης από τους πολίτες. Οι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι παρότι είναι αδύνατον να επιβιώσει ο ένας Αμερικάνος με το βασικό ημερομίσθιο, η κατάσταση είναι πολύ καλύτερη από ότι τριάντα χρόνια πριν. Ξαναγυρνώντας στον Μπρυκνέρ, είμαστε ίσως μια κακομαθημένη κοινωνία που υπέπεσε στο σφάλμα του ουτοπικού ιδεαλισμού και τώρα πρέπει να προσγειωθεί σε μια πιο πεζή πραγματικότητα.
Ανεξάρτητα από τον αν η απαισιοδοξία είναι όμως δικαιολογημένη ή όχι, παράγει πλέον σοβαρά πολιτικά προβλήματα. Ο διογκούμενος πεσιμισμός, υποστήριζαν πολλοί κοινωνιολόγοι θα διοχετευτεί κάπου. Έτσι και έγινε, με την κρίση της συστημικής αξιοπιστίας να έχει οδηγήσει πλέον σε μια κρίση της πολιτικής. Όχι των κομμάτων αλλά των αξιών με τις οποίες η παγκόσμια κοινωνία ειρήνευσε και ευημέρησε για πάνω από 70 χρόνια. Υπό αυτό το πρίσμα το Brexit, η άνοδος του λαϊκισμού και της ακροδεξιάς σε όλο τον κόσμο, η ενδυνάμωση των άκρων και η άρνηση της παγκοσμιοποίησης είναι εκφάνσεις της κρίσης στην αξιοπιστία του συστήματος. Η πιο κοντινή ιστορική αναλογία ανάγεται στον μεσοπόλεμο, όταν η κοινωνία συμφιλιώθηκε με την έλλειψη οράματος και οδηγήθηκε σε μεγάλες συγκρούσεις, εθνικές και ιδεολογικές.
Και στην Ελλάδα το κλίμα είναι όμοιο. Η απαισιοδοξία κυριαρχεί, από την έρευνα της ALCO για την ΓΣΕΕ μέχρι τις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις, πάνω από 7 στους 10 δηλώνουν συνεχώς απαισιόδοξοι για το μέλλον. Χωρίς ηγέτες και οράματα χάνουμε την πίστη μας. Αυτή η σκοτεινή αντιμετώπιση του μέλλοντος διογκώνει τις αντιδραστικές επιλογές, οδηγεί στα άκρα, σπρώχνει προς την βία της Χρυσής Αυγής, τον αντιπαραγωγικό ακτιβισμό και συνδικαλισμό, υποδαυλίζει έναν κόσμο εκδικητικό. Ο απελπισμένος άνθρωπος είναι και ο πιο επικίνδυνος και αυτό είναι που πρέπει η πολιτική να κατανοήσει και να αντιμετωπίσει ως καίριο πρόβλημα. Χρειαζόμαστε φρέσκες πηγές αισιοδοξίας σαν χώρα και πολιτική, μακρυά από την μιζέρια του πρόσφατος παρελθόντος. Μπορούμε να τις ανακαλύψουμε;
* Ο Επαμεινώνδας Κορώνης είναι Reader και Διευθυντής του Προγράμματος ΜΒΑ στο Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου