Του Κώστα Μήλα *
Το κυβερνητικό επιτελείο πιέζει για μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος ως ποσοστό του ΑΕΠ από το 3,5% που είχε συμφωνηθεί έως και το 2022 σε χαμηλότερα επίπεδα έτσι ώστε να ανασάνει η οικονομία.
Καλώς κάνει και πιέζει η κυβέρνηση. Αφενός, η επιτυχής έκδοση του 15-ετούς ομολόγου με κόστος δανεισμού 1,91% στέλνει μήνυμα ότι οι διεθνείς επενδυτές είναι διατεθειμένοι να μας δανείζουν, χωρίς ιδιαίτερο...άγχος, έως και το 2035.
Αφετέρου δε, πρωτογενή πλεονάσματα υπεράνω του 0,65% δεν προβλέπονται, τουλάχιστον μέχρι το 2024, για το σύνολο της Ευρωζώνης.
Στο δε σύνολο των ανεπτυγμένων χωρών, μόνο ελλείμματα καταγράφονται.
Για ποιό λοιπόν λόγο, θα πρέπει να επιμένουν οι εταίροι μας σε ανεδαφικά πλεονάσματα μόνο για την Ελλάδα;
Εδώ, βέβαια, θα μπορούσε ο «άπιστος Θωμάς» να αντιπαρατάξει ότι η εμπιστοσύνη των αγορών δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Πράγματι, ενώ οι διεθνείς επενδυτές «ψήφισαν» υπέρ του 15ετούς ομολόγου, κάλλιστα, και σε κλάσμα δευτερολέπτου, θα μπορούσαν να εκποιήσουν τα ελληνικά ομόλογα με αποτέλεσμα την απότομη αύξηση στο ελληνικό κόστος δανεισμού.
Ας μην λησμονούμε άλλωστε, ότι μερικά χρόνια πριν, το κόστος δανεισμού των ελληνικών ομολόγων «άγετο και εφέρετο» όχι μόνο από τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αλλά και από την πιθανότητα του Grexit η οποία αυξανόταν ανάλογα με την ένταση της συζήτησης περί Grexit στο Twitter.
Πράγματι, σε πρόσφατη μελέτη (μαζί με τους καλούς συναδέλφους Θεολόγο Δεργιαδέ και Θεόδωρο Παναγιωτίδη από το Πανεπιστήμιο της Μακεδονίας) με τίτλο «Twitter versus Traditional News Media: Evidence for the Sovereign Bond Markets» εξηγήσαμε ότι τα Grexit tweets της περιόδου 2012-2015 επηρέασαν αυξητικά το κόστος δανεισμού της Ελλάδας. Και μάλιστα πολύ περισσότερο σε σχέση με τις αναλύσεις περί Grexit στις έντυπες ή online εκδόσεις διακεκριμένων εφημερίδων (ήτοι Financial Times, Guardian και Wall Street Journal).
Βέβαια, σε αυτό «βοήθησε» και η εντατική χρήση του Twitter από το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Βλέπε, για παράδειγμα, άρθρο του Guardian το 2015 με τίτλο «Πως οι κκ. Τσίπρας/Βαρουφάκης μετέτρεψαν την ελληνική τραγωδία σε θρίαμβο του Twitter».
Η μελέτη μας επίσης κατέδειξε ότι τα Grexit tweets ξεκίνησαν από την Μεγάλη Βρετανία. Ελπίζω ότι οι αναγνώστριες και οι αναγνώστες θα παρακολουθήσουν με ενδιαφέρον το youtube video που συνοδεύει την έρευνα μας.
Από την ανάλυση μας (η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη) σημειώνουμε επίσης το εξαιρετικά ενδιαφέρον συμπέρασμα ότι τα Grexit tweets στις ΗΠΑ ακολούθησαν με χρονική υστέρηση τα Ευρωπαϊκά tweets.
Με δεδομένη, λοιπόν, την αγάπη του σημερινού προέδρου Donald Trump στο twitter, φαντασθείτε την περαιτέρω ζημιά που θα μπορούσε να είχε γίνει στο ελληνικό κόστος δανεισμού αλλά και τις προοπτικές παραμονής της Ελλάδος στην Ευρωζώνη εάν, την κρίσιμη περίοδο 2012-2015, ο Donald Trump ήταν ήδη πρόεδρος των ΗΠΑ!
Σήμερα, όμως, Grexit tweets δεν γράφονται. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το Grexit, το οποίο δεν υφίσταται πια, έπαψε να προσδίδει premium στο ελληνικό κόστος δανεισμού έναντι της Ευρωζώνης. Κάτι που επίσης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι διεθνείς επενδυτές προσδίδουν μεγαλύτερη βαρύτητα, σε σχέση με την περίοδο 2012-2015, στις αποφάσεις των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης.
Με άλλα λόγια, όσο πιο συχνά οι οίκοι μας αναβαθμίζουν (για πάραδειγμα η Fitch μόλις μας αναβάθμισε και, ταυτόχρονα, μίλησε για περαιτέρω αναβαθμίσεις), τόσο πιο γρήγορα θα μειώνεται το κόστος δανεισμού της Ελλάδας και τόσο περισσότερο θα αυξάνεται η πίεση για απαλλαγή από τα ανεδαφικά πλεονάσματα που έχουμε συμφωνήσει με τους εταίρους μας.
ΥΓ : Έχετε παρατηρήσει ότι το ΔΝΤ δεν πιέζει, όπως παλαιότερα, για περαιτέρω «κούρεμα» του ελληνικού χρέους ;
Όλα έχουν μία εξήγηση: Πρόσφατη ανάλυση του ΔΝΤ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι οίκοι αξιολόγησης λαμβάνουν πολύ λίγο υπόψιν τις εξελίξεις του χρέους σε χώρες με ιδιαίτερα υψηλή αξιολόγηση (όπως η Γερμανία) ή χώρες με αξιολόγηση junk (όπως η Ελλάδα).
Για χώρες όπως η Ελλάδα, λοιπόν, μεγαλύτερο ρόλο στις πιστοληπτικές αποφάσεις παίζουν οι μεταρρυθμίσεις.
Κάτι που εξηγεί γιατί ο κ. Στουρνάρας επανέλαβε (στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής) την ανάγκη να τρέξουν γρήγορα οι διαρθρωτικές αλλαγές.
* Ο Κώστας Μήλας είναι Καθηγητής στο Τμήμα Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, στο University of Liverpool.