Αν η εμπειρία του χρόνου που τελειώνει είναι έστω και κατ’ ελάχιστον οδηγός, τότε το 2021 μπορεί να είναι χρονιά σταθμός στις σχέσεις της Ελλάδος με την Τουρκία. Από το καλοκαίρι του 2019 έχει συσσωρευθεί τόση ένταση και καχυποψία που δύσκολα θα επιστρέψουμε στο status quo ante. Το αν το νέο έτος εξελιχθεί σε annus mirabilis ή annus horibilis δεν μπορεί παρά να είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων και παραμέτρων.
Την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, όμως, όλες και όλοι έχουν στραμμένο το βλέμμα τους στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ωστόσο, η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση έχει διαμορφωθεί από ένα τουρκικό καθεστώς που μέχρι και πριν από λίγες ημέρες έκανε επίδειξη τεστοστερόνης απέναντι στην Ουάσιγκτον.
Μια σύντομη αναδρομή την παραμονή του νέου χρόνου είναι πάντοτε χρήσιμη. Εδώ και δεκαοχτώ μήνες, η Άγκυρα σταθερά προσπαθεί να αποσταθεροποιήσει το ελληνικό πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον. Πρώτα με την σκόπιμη απελευθέρωση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών στο Αιγαίο το καλοκαίρι του 2019, κυριολεκτικά την επομένη των εκλογών, δημιουργώντας συνθήκες κοινωνικής έκρηξης στα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους έχουμε την ανακοίνωση της σύναψης του Τουρκο-Λιβυκού μνημονίου με την Άγκυρα να «στρατολογεί» μία χώρα και ένα καθεστώς όπως αυτό της Τρίπολης, να το καθιστά προτεκτοράτο και να επιχειρεί να «εξαφανίσει» τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στην Ανατολική Μεσόγειο. Λίγους μήνες μετά, η προσπάθεια διάρρηξης των χερσαίων συνόρων στον Έβρο ήταν μία επιχείρηση με υβριδικά χαρακτηριστικά που δοκιμάζει τις ελληνικές πολιτικές και επιχειρησιακές αντοχές. Και από την Άνοιξη μέχρι και πριν από λίγες εβδομάδες, ένα μπαράζ μονομερών ενεργειών σε μη οριοθετημένες περιοχές, μία τοξική ρητορική απειλών και προσβολών, με τον τουρκικό στόλο αναπτυγμένο με στόχο την απομόνωση του συμπλέγματος του Καστελόριζου και μια λογική πρόκλησης θερμής αντιπαράθεσης με δήθεν «ευθύνη» της Ελλάδος.
Η Αθήνα, μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό αντέδρασε με στρατηγική επάρκεια. Οριοθετήσεις- υποδείγματα ειρηνικής διευθέτησης διμερών ζητημάτων, εμβάθυνση υφιστάμενων σχέσεων με χώρες-κλειδιά στην περιοχή και συγκρότηση νέων στρατηγικών συνεργασιών σε όλο το γεωπολιτικό εύρος της Μέσης Ανατολής, απόφαση για άμεση ενίσχυση των ικανοτήτων στρατιωτικής αποτροπής, διπλωματική προσπάθεια η ΕΕ να δείξει ότι κρατάει και μαστίγιο εκτός από καρότο στις Ευρω-τουρκικές σχέσεις και περεταίρω αναβάθμιση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων σε μία εκλογική χρονιά στις ΗΠΑ.
Η απόφαση της Ουάσιγκτον να επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία για το θέμα του ρωσικού αντιαεροπορικού πυραυλικού συστήματος S-400 έχει σημαντική συμβολική σημασία αλλά θα έχει και πρωτοφανείς επιπτώσεις στο στρατηγικό τοπίο της ευρύτερης Μέσης Ανατολής αν τελικά εφαρμοστεί.
Η Τουρκία έχει την επιλογή να υπαναχωρήσει. Μπορεί με την συναίνεση της Μόσχας να αναπτύξει το σύστημα σε μία άλλη χώρα (πχ Αζερμπαϊτζάν ή στην κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο ή στο Κατάρ). Αν και δεν είναι καθόλου εύκολο, είναι μία επιλογή που θα μπορούσε να προσφέρει ένα πρόσχημα σε όσες και όσους στην Ουάσιγκτον θα ήθελαν να δουν την Τουρκία να «απομακρύνεται» από την Μόσχα.
Αν όμως η Άγκυρα έχει αποφασίσει να αγνοήσει τις «ευαισθησίες» της αμερικανικής διπλωματίας και δεν συμβιβαστεί, τότε το 2021 μπορεί να αποδειχθεί το τελευταίο της μεταπολεμικής στρατηγικής φυσιογνωμίας της περιοχής και το πρώτο μιας νέας περιόδου τις δυναμικές της οποίας δύσκολα μπορεί κάποιος να αξιολογήσει a priori. Ένα είναι σίγουρο: Η Ελλάδα θα καταστεί κράτος στην «πρώτη γραμμή» μιας νέας αντιπαράθεσης και ενός νέου «Ανατολικού Ζητήματος» όπου το πλήθος των ενδιαφερόμενων θα αυξάνεται συνεχώς.
Για την Αθήνα, η ελληνοτουρκική σκακιέρα έχει στηθεί εδώ και μήνες και η πιθανότητα η ένταση, η αβεβαιότητα και η τουρκική πίεση να παραμείνουν κρίσιμα χαρακτηριστικά των επόμενων μηνών είναι υψηλότατη. Αν και το ενδεχόμενο επιστροφής στην διαδικασία των διερευνητικών επαφών τις πρώτες εβδομάδες του 2021 είναι επίσης πολύ σημαντικό, θα περάσει καιρός για να αποκατασταθεί η ελληνική εμπιστοσύνη.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αναστολή των παράνομων τουρκικών μονομερών δραστηριοτήτων σε μη οριοθετημένες περιοχές δεν είναι ειλικρινής. Αν ήταν θα είχε γίνει πολύ νωρίτερα. Η Άγκυρα συνειδητοποιεί ότι οι συνθήκες κρίσης πλήττουν πρωτίστως την ίδια την Τουρκία πολιτικά αλλά κυρίως οικονομικά, ενώ η ήττα του Ντόναλντ Τραμπ στερεί το βασικό πυλώνα της αμερικανοτουρκικής επικοινωνίας εδώ και τέσσερα χρόνια και το πιο αποτελεσματικό εργαλείο ακύρωσης των επιδιώξεων της αμερικανικής γραφειοκρατίας.
Ωστόσο, η πρωτοφανής κατάσταση στη Ουάσιγκτον με την ομάδα του Τζο Μπάϊντεν να μην μπορεί να προετοιμαστεί για την ανάληψη της Προεδρίας, με τον Τραμπ να ναρκοθετεί την επόμενη μέρα αναγκάζει όλους τους παίκτες να περιμένουν. Αλλά το στρατηγικό κενό δεν θα εξαφανιστεί στις 20 Ιανουαρίου. Γι’ αυτό η Αθήνα οφείλει να συνεχίσει να προετοιμάζεται για διαπραγμάτευση (και για νέα κρίση) και να ενισχύει την θέση της με ένα μόνο δεδομένο: Οι ΗΠΑ θα εξακολουθήσουν για κάποιο διάστημα (που κανείς δεν μπορεί εύκολα να προσδιορίσει σήμερα) να ταλανίζονται από την εσωστρέφεια που την καταδικάζει ακόμη και τις τελευταίες του ημέρες ένας ελλειμματικός ηθικά πρώην Πρόεδρος. Και αυτό δεν είναι ευνοϊκό πλαίσιο για την αντοχή της αρχιτεκτονικής της περιοχής.
* Ο Κώστας Υφαντής είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πάντειο Πανεπιστήμιο