Διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης 4% πρέπει να επιτυγχάνει η Ελλάδα την επόμενη πενταετία προκειμένου να βγει από την κρίση και να αντιστραφεί η απόκλιση από την υπόλοιπη Ευρώπη που διαρκώς μεγαλώνει. Αυτό επισημαίνει μιλώντας στον liberal.gr, o Κυριάκος Ανδρέου από την PricewaterhouseCoopers Ελλάδας, επισημαίνοντας πως «χρειάζονται τολμηρές μεταρρυθμίσεις στη φορολογία, την εκπαίδευση την υγεία και την απονομή δικαιοσύνης» αλλά και απλοποίηση των διαδικασιών του Δημοσίου
Το κόστος από την απουσία ενός ελληνικού story δύσκολα μπορεί να μετρηθεί, σημειώνει χαρακτηριστικά υπογραμμίζοντας πως χρειάζεται πολλή δουλειά για να το αποκτήσουμε, όσο όμως η συζήτηση παραμένει κολλημένη στο παρελθόν, αντί να κοιτάζει στο αύριο, τόσο η απόκλιση από την υπόλοιπη Ευρώπη θα μεγαλώνει,
Σχολιάζοντας τα συμπεράσματα της ετήσιας μελέτης της PwC που δείχνουν για μια ακόμη χρονιά χαμηλές επιδόσεις στις επενδύσεις, ο partner Advisory Leader της PwC Ελλάδος, εξηγεί ότι ο μόνος τρόπος για να καλύψουμε αυτό το κενό εμπιστοσύνης είναι να σχεδιάσουμε επιτέλους ένα Ελληνικό αφήγημα, και να το παρουσιάσουμε στους επενδυτές με τρόπο κατανοητό και πειστικό.
«Τα επόμενα πέντε χρόνια η Ελλάδα θα πρέπει να επιτυγχάνει διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 4%», σημειώνει ο κ. Ανδρέου, προσθέτοντας πως «η χώρα πρέπει να γίνει ελκυστική ως τόπος κατοικίας, ως τόπος εργασίας και ως επενδυτικός προορισμός».
Στα χρόνια των μνημονίων, όπως λέει ο κ. Ανδρέου, και ενώ η Ευρώπη αλλά και ο υπόλοιπος κόσμος διαμόρφωναν ήδη το "αύριο", μέσα από μια ψηφιακή επανάσταση, με ανατροπές στους τομείς της τεχνολογίας, της εκπαίδευσης και της αγοράς εργασίας, εμείς ήμασταν επικεντρωμένοι στη δημοσιονομική προσαρμογή. Έτσι η έξοδος από το 3ο Μνημόνιο μας βρήκε εντελώς ανέτοιμους, το αύριο της Ελλάδας παραμένει ακόμη το ζητούμενο, και παρ'' όλα αυτά ο δημόσιος διάλογος εστιάζει ακόμη στα λάθη του παρελθόντος, όχι στη διαμόρφωση του μέλλοντος.
Συνέντευξη στο Γιώργο Φιντικάκη
- Ποια είναι τα συμπεράσματα από τη πορεία των εξαγορών και συγχωνεύσεων το 2018 στην Ελλάδα; Δικαιώνουν όσους αισιοδοξούν ότι κάτι επιτέλους αλλάζει;
Όπως αποτυπώνεται στην ετήσια μελέτη μας, "Εξαγορές και συγχωνεύσεις στην Ελλάδα 2018", το προηγούμενο έτος, ο αριθμός των συναλλαγών αυξήθηκε κατά 31% με τις ελληνικές επιχειρήσεις να προσελκύουν 5,5 δισ. ευρώ έναντι 1,9 δισ. ευρώ το 2017.
Σίγουρα η ολοκλήρωση των δανειακών συμβάσεων απομακρύνει τους συστημικούς κινδύνους για τη χώρα. Ωστόσο το κενό εμπιστοσύνης (trust gap) των επενδυτών προς την ελληνική οικονομία που δημιουργήθηκε κατά την περίοδο της κρίσης κρατά καθηλωμένες τις επενδύσεις σε χαμηλά επίπεδα, λειτουργώντας ανασταλτικά ως προς την προοπτική μιας ισχυρής ανάπτυξης.
Ο μόνος τρόπος να καλύψουμε το κενό εμπιστοσύνης είναι να σχεδιάσουμε το ελληνικό αφήγημα (story) και να το παρουσιάσουμε στους επενδυτές με τρόπο κατανοητό και πειστικό.
Το Ελληνικό αφήγημα πρέπει να περιλαμβάνει ένα διαφορετικό λειτουργικό μοντέλο που ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής μας.
- Πόσο κοστίζει η απουσία αυτού του θετικού αφηγήματος;
Το κόστος του κενού εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία θα μπορούσε κάποιος να το υπολογίσει εύκολα ως τη διαφορά του ελληνικού κόστους δανεισμού από το κόστος δανεισμού αντίστοιχων οικονομιών της Ευρωζώνης.
Από την άλλη, το κόστος της απουσίας του ελληνικού αφηγήματος δεν είναι εύκολα μετρήσιμο. Θα μπορούσαμε να το προσδιορίσουμε ως τη διαφορά μεταξύ της αναμενόμενης ανάπτυξης μιας οικονομίας που βγαίνει από πολυετή κρίση (θεωρία του ελατηρίου) και της αναιμικής ανάπτυξης που εμφανίζει η ελληνική οικονομία.
Η Ελλάδα θα πρέπει τα επόμενα πέντε χρόνια να επιτυγχάνει διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 4%. Η χώρα πρέπει να γίνει ελκυστική ως τόπος κατοικίας, ως τόπος εργασίας και ως επενδυτικός προορισμός. Για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζονται τολμηρές μεταρρυθμίσεις στη φορολογία, την εκπαίδευση, την υγεία, την απονομή δικαιοσύνης καθώς επίσης και η απλοποίηση και ψηφιοποίηση των διαδικασιών του δημοσίου.
- Είμαστε κοντά σε αυτό; Βλέπετε ενδείξεις προς αυτή τη κατεύθυνση;
Κατά την περίοδο της κρίσης, κληθήκαμε ως χώρα να απαντήσουμε σε δύο ζητούμενα. Το ένα έχει να κάνει με τη δημοσιονομική προσαρμογή και το άλλο με τις μεταρρυθμίσεις. Έγινε σημαντική πρόοδος στο πρώτο, ενώ χρειάζεται ακόμη πολλή δουλειά στο δεύτερο.
Πιστεύω ότι κατά τη μνημονιακή περίοδο οι μεταρρυθμίσεις εμφανίστηκαν ως επιβαλλόμενες από τους ξένους χωρίς να μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη χρησιμότητά τους στη βελτίωση της καθημερινής μας ζωής.
Το στοίχημα της μετά-μνημονιακής περιόδου είναι να συζητηθεί και να κατανοηθεί από τους πολίτες η αναγκαιότητα αυτών των μεταρρυθμίσεων και να καταστεί το ελληνικό αφήγημα ένας νέος εθνικός στόχος.
Βλέπετε επομένως μια απόκλιση της Ελλάδας από την πορεία της υπόλοιπης Ευρώπης; Πολλώ δε μάλλον, όταν κάποιες βαλκανικές χώρες μας έχουν ξεπεράσει σε κατά κεφαλήν εισόδημα…
Η ψηφιακή επανάσταση που συντελείται έχει αλλάξει σημαντικά την παγκόσμια οικονομία δημιουργώντας νέες οικονομίες και ένα εντελώς διαφορετικό πεδίο ανάπτυξης.
Η όποια απόκλιση οφείλεται στο γεγονός ότι επικεντρωθήκαμε στη δημοσιονομική προσαρμογή. Σε μια εποχή παγκόσμιων εξελίξεων στους τομείς της τεχνολογίας, της εκπαίδευσης και της αγοράς εργασίας, έχουμε καθυστερήσει να υιοθετήσουμε τις νέες τάσεις, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν εφαλτήριο για την επανένταξη μας στις αγορές.
Καλούμαστε, λοιπόν, να διαμορφώσουμε το αύριο. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει ένα ξεκάθαρο όραμα που αξιοποιεί και ανταποκρίνεται στις προκλήσεις του μέλλοντος, θέτοντας μακροπρόθεσμους και απαιτητικούς στόχους για την επόμενη μέρα. Χρειάζεται εν ολίγοις, μετατόπιση του δημόσιου διαλόγου από τον εντοπισμό των λαθών του παρελθόντος, στη διαμόρφωση του μέλλοντος.
- Ποια είναι τα μεγαλύτερα σήμερα αντικίνητρα για επενδύσεις, εγχώριες ή ξένες, στην Ελλάδα;
Το ένα είναι το κόστος κεφαλαίου που αντικατοπτρίζει το country risk και το δεύτερο αφορά στην προσδοκία ενός επενδυτή αναφορικά με την απόδοση της επένδυσής του.
Έστω ότι ένας επενδυτής στοχεύει στην απόσβεση της επένδυσής του σε 10 -15 χρόνια, αλλά εξωγενείς παράγοντες, όπως ο χρόνος που απαιτείται για να ωριμάσει και να ολοκληρωθεί (αδειοδοτικές διαδικασίες, εγκρίσεις, ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης, κλπ) και οι πιθανές αλλαγές στο φορολογικό καθεστώς, ρίχνουν την προσδοκώμενη απόδοση χαμηλά.
Είναι κατανοητό ότι όταν το κόστος κεφαλαίου είναι υψηλό, και η απόδοση περιορίζεται, οι επενδύσεις αποτελούν μια δύσκολη υπόθεση.
-Σε πόσα χρόνια πιστεύετε ότι θα ανατραπεί αυτή η εικόνα;
Οι μεταρρυθμίσεις χρειάζονται συνήθως χρόνο για να φέρουν τα απαραίτητα αποτελέσματα στην οικονομία. Η παρουσίαση όμως ενός ολοκληρωμένου ελληνικού αφηγήματος με συγκεκριμένες τολμηρές μεταρρυθμίσεις και ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα υλοποίησης είναι πιθανό να κλείσει ταχύτερα το κενό εμπιστοσύνης και να δημιουργήσει ένα θετικό μομέντουμ για την ελληνική οικονομία. Το ζητούμενο βέβαια είναι η αποφασιστικότητα της υλοποίησης.
* Ο Κυριάκος Ανδρέου είναι Partner Advisory Leader της PwC Ελλάδας