Tου Παναγιώτη Λιαργκόβα*
Στις 7 Ιουλίου, η Ελλάδα γυρίζει σελίδα. Όλα τα δεδομένα δείχνουν ότι φεύγει η σημερινή κυβέρνηση και παίρνει τη θέση της μια άλλη με εντελώς διαφορετική οικονομική φιλοσοφία.
Συνοπτικά, η οικονομική φιλοσοφία της σημερινής κυβέρνησης βασίζεται (α) στον εκτεταμένο κρατισμό, (β) στην εξασθένιση των θεσμών, (γ) στην ατολμία λήψης διαρθρωτικών μέτρων και στο πελατειακό σύστημα και (δ) στην ανομία. Ο εκτεταμένος κρατισμός εκδηλώθηκε με διάφορους τρόπους π.χ. με την τεράστια αύξηση των συμβασιούχων του δημοσίου εκτοξεύοντας το μισθολογικό κόστος του προϋπολογισμού κατά 2 δισ. ευρώ περίπου, ή με την δημιουργία νέων και σε πολλές περιπτώσεις άχρηστων δομών.
Η εξασθένιση των θεσμών έγινε σε όλους αισθητή από τη λειτουργία της δικαιοσύνης π.χ. στο σκάνδαλο Novartis και αλλού ή από την απουσία ουσιαστικών παρεμβάσεων των ανεξάρτητων αρχών. Η ατολμία λήψης διαρθρωτικών μέτρων και το πελατειακό σύστημα εκδηλώθηκαν συχνά όταν η κυβέρνηση άφηνε να διαιωνίζονται τα προβλήματα για πολύ χρόνο προτού αναγκαστεί τελικά να πάρει μέτρα. Ή όταν άρχισε να ξηλώνει τα μέτρα που η ίδια είχε πάρει. Για την ανομία δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Η καθημερινή ειδησεογραφία τα λέει όλα.
Στον αντίποδα της παραπάνω οικονομικής φιλοσοφίας, η νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη με βάση τις δημοσκοπήσεις και με την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζει αυτοδυναμία πρόκειται να βασιστεί (α) σε ένα μικρό, ευέλικτο και αποτελεσματικό κράτος, (β) στην ενίσχυση των θεσμών, (γ) στην εκτεταμένη λήψη διαρθρωτικών μέτρων και (δ) στην ενίσχυση της αίσθησης ασφάλειας.
Ας τα δούμε αναλυτικότερα. Η χώρα έχει ανάγκη από ένα μικρό και ευέλικτο κράτος, απαλλαγμένο από τα χρόνια προβλήματα του παρελθόντος (γραφειοκρατία, διαφθορά, αναξιοκρατία, αναποτελεσματικότητα κλπ). Η δημόσια διοίκηση θα είναι έτσι συμμετοχική και αποκεντρωτική στη λειτουργία της, θα ευνοεί και θα αμείβει την καινοτομία, θα στηρίζεται περισσότερο σε κίνητρα παρά σε εντολές και θα εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον με καινοτόμο και αδογμάτιστο τρόπο.
Οι θεσμοί πρέπει να ενισχυθούν και να γίνουν πραγματικά ανεξάρτητοι ώστε ο πολίτης να νιώθει εμπιστοσύνη. Η ανεξαρτησία των θεσμών ενισχύει την αξιοπιστία, δηλαδή την προσήλωση στον στόχο και τους σκοπούς του θεσμού. Και η αξιοπιστία, με τη σειρά της, είναι ένα ισχυρό όπλο στα χέρια της οικονομικής πολιτικής και της ανάπτυξης. Έτσι, μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα διαφυλάττει την σταθερότητα των τιμών, δηλαδή προφυλάσσει τους πολίτες από τις βλαβερές συνέπειες του πληθωρισμού, μια ανεξάρτητη στατιστική αρχή που δίνει τα αληθινά στοιχεία, δεν αποτελεί όργανο χειραγώγησης των κυβερνήσεων και μια ανεξάρτητη δικαιοσύνη δεν υποκύπτει στις πιέσεις των εκάστοτε κυβερνητικών στελεχών. Η συνέχιση και ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων είναι απαραίτητα στοιχεία του εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης της χώρας.
Το κράτος δεν είναι αναγκαίο να ασκεί δραστηριότητες που μπορεί να τις ασκήσει αποτελεσματικότερα και με την ίδια ασφάλεια ο ιδιωτικός τομέας. Η επιχειρηματικότητα πρέπει να διευκολύνεται και να μην εμποδίζεται, όπως τώρα. Οι μεταρρυθμίσεις βοηθούν στο να ενισχυθεί ο υγιής ανταγωνισμός και να βελτιωθεί η παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα συνολικά της οικονομίας. Η φορολογία θα μειωθεί, οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων θα εξαλειφθούν και οι τράπεζες δεν θα είναι απλά διεκπεραιωτικές όπως τις είχαμε συνηθίσει όλα τα προηγούμενα χρόνια, αλλά θα δίνουν πιστώσεις σε νέους επιχειρηματίες. Δημιουργούνται έτσι νέες δουλειές σε καινοτόμους τομείς, γεγονός που θα σπρώξει την ανάπτυξη σε ανέλπιστα υψηλά επίπεδα και την ανεργία σε εξίσου ανέλπιστα χαμηλά επίπεδα. Η Ελλάδα θα μπει σε έναν ενάρετο κύκλο.
Οι καταθέσεις και οι δυναμικοί νέοι άνθρωποι που είχαν φύγει, θα επιστρέφουν.
Τέλος, η μετά την 7η Ιουλίου η Ελλάδα πρέπει είναι μια ευνομούμενη χώρα. Οι πολίτες και διάφορες συλλογικότητες, δεν πρέπει δημιουργούν εκτεταμένες φθορές σε δημόσιες και ιδιωτικές περιουσίες, όπως επανειλημμένα συνέβαινε στα προηγούμενα χρόνια. Όταν όμως κάποιοι νιώθουν ότι ο νόμος προσβάλει τα δικαιώματά τους, έχουν δικαίωμα να τον παραβαίνουν τηρώντας, όπως ορίζει ο Τζών Ρώλς, τρεις προϋποθέσεις: α) η παραβίαση του νόμου να μην εμπεριέχει βία, β) να γίνεται δημόσια (δηλαδή χωρίς κουκούλες) και γ) οι παραβάτες να πληρώνουν το τίμημα της παράβασης.
*Ο κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι Καθηγητής στην έδρα Jean Monnet στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και πρώην Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων.