Των Κώστα Λαπαβίτσα και Γιώργου Διαγουρτά
Ποσοτικό άλμα
Η σημαντικότερη οικονομική εξέλιξη των τελευταίων μηνών είναι ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας εκτοξεύτηκε. Συγκεκριμένα, το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης από 328,7 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017, έφτασε στα 343,7 δισ. στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2018.
Το άλμα του χρέους οφείλεται σε δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η πληρωμή από τον ESM της δόσης των 5,5 δισ. του δανείου του Τρίτου Μνημονίου ως αποτέλεσμα της ολοκλήρωσης της τρίτης αξιολόγησης. Ο δεύτερος είναι η αύξηση του βραχυπρόθεσμου δανεισμού μέσω επαναγοράς έντοκων γραμματίων (repos). Σκοπός της κυβέρνησης είναι να σχηματίσει ταμειακά διαθέσιμα που θα πλησιάζουν τα 20 δισ. (το περιβόητο «μαξιλάρι») ελπίζοντας ότι έτσι θα μπορεί να δανειστεί με χαμηλότερα επιτόκια από τις αγορές, όταν ολοκληρωθεί το πρόγραμμα τον Αύγουστο του 2018.
Παράλογη και αντιαναπτυξιακή πολιτική
Η πολιτική αυτή για το χρέος είναι παράλογη, αντιαναπτυξιακή και επικίνδυνη. Η Ελλάδα δανείζεται για να συσσωρεύει τεράστια ποσά ανενεργού χρήματος τη στιγμή που οι συνολικές επενδύσεις μετά βίας ξεπέρασαν τα 22 δισ. και οι δημόσιες ήταν λίγο μεγαλύτερες από 8 δισ. το 2017. Το κενό των επενδύσεων σε σχέση με το 2007-8 ήταν γιγαντιαίο, της τάξης των 40 δισ. Η χώρα μας, αντί να επείγεται να επενδύσει οποιαδήποτε διαθέσιμα υπάρχουν, δανείζεται για να δημιουργεί αποθεματικά.
Τα επιτόκια με τα οποία η κυβέρνηση θα μπορέσει να δανειστεί στις ανοιχτές αγορές μετά τον Αύγουστο θα κυμανθούν στην καλύτερη περίπτωση κοντά στο 3%. Δεν μπορούν να θεωρηθούν χαμηλά, όταν η Πορτογαλία δανείζεται αυτή τη στιγμή με επιτόκιο κάτω από 0,6%. Επιπλέον, το κάθε νέο ευρώ που θα δανειζόμαστε θα αντιστοιχεί στο «μαξιλάρι», για το οποίο φυσικά θα έχουμε ήδη δανειστεί 20 δισ. Στην πράξη θα πρόκειται περί διπλού δανεισμού με τεράστιο καθαρό κόστος για τη χώρα μας, ίσως και πάνω από 500 εκ ευρώ ετησίως.
Μα απλά λόγια, αυτό που συμβαίνει είναι ότι η κυβέρνηση, προκειμένου να πετύχει τη λεγόμενη «καθαρή έξοδο» από τα Μνημόνια και να την εκμεταλλευθεί επικοινωνιακά και πολιτικά, δεν διστάζει να εκτοξεύσει το δημόσιο χρέος με μεγάλο ετήσιο κόστος, αλλά και με πολλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα. Οι δανειστές, από της πλευρά τους, προκειμένου να νίψουν τας χείρας τους, δεν διστάζουν να φορτώσουν μια βαρύτατα τραυματισμένη οικονομία με ένα ακόμη βάρος.
Οι επιπτώσεις στη βιωσιμότητα
Οι κίνδυνοι που θα αντιμετωπίσει η χώρα μας σχετίζονται με τη βιωσιμότητα του χρέους και πιο συγκεκριμένα με τον λόγο του χρέους σε σχέση με το ονομαστικό ΑΕΠ. Υπάρχουν δύο βασικοί παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν τον λόγο αυτό: ο ρυθμός ανάπτυξης και ο πληθωρισμός. Και οι δυο αυτοί παράγοντες για την ώρα εξελίσσονται πολύ διαφορετικά από τις προβλέψεις της Εισηγητικής Έκθεσης του Προϋπολογισμού.
Όπως φαίνεται στον πίνακα, οι προβλέψεις που είχαν γίνει για την αύξηση του ΑΕΠ στο Προσχέδιο και την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού ήταν πολύ μετριοπαθείς και κάτω από 2%. Ακόμη κι αυτές όμως αποδείχθηκαν αισιόδοξες σε σχέση με το πολύ φτωχό 1,35% που τελικά σημειώθηκε. Για το 2018, παρά τις προβλέψεις για αύξηση 2,5%, η χώρα θα είναι τυχερή αν έχει 2%.
Ακόμη, η Εισηγητική Έκθεση προβλέπει πληθωρισμό στο 1,1% για το 2018 όταν σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ ο πληθωρισμός ήταν σχεδόν μηδενικός το πρώτο τετράμηνο του 2018, όπως δείχνει το γράφημα:
Ετήσιες μεταβολές Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή 2017 και 2018.
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ
Συνεπώς η πρόβλεψη του Υπουργείου Οικονομικών στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού ότι το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα παραμείνει σταθερό γύρω στο 185% το 2018 είναι ελάχιστα πειστική. Αν κάνουμε τις σχετικά αισιόδοξες υποθέσεις ότι, πρώτον, το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης θα παραμείνει στα 343,7 δισ. που βρίσκεται τώρα, δεύτερον, ο πληθωρισμός θα παραμείνει κοντά στο 0% και, τρίτον, η ανάπτυξη θα είναι κοντά στο 2%, που είναι η εκτίμηση του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ, τότε το χρέος θα αγγίξει και ίσως ξεπεράσει το 190% του ΑΕΠ.
Οι κίνδυνοι στις αγορές
Με χρέος Κεντρικής Διοίκησης γύρω στο 190% του ΑΕΠ η χώρα μας θα βρεθεί σε εξαιρετικά εκτεθειμένη θέση στις ανοιχτές αγορές το επόμενο διάστημα. Να θυμήσουμε πως η Ελλάδα μπήκε στα μνημονιακά προγράμματα το 2010 με χρέος περίπου 130% του ΑΕΠ. Βέβαια το χρέος έχει αναδιαρθρωθεί εκ βάθρων από τότε, όπως δείχνουν τα στοιχεία του ΟΔΔΗΧ. Πάνω από τα δύο τρίτα η χώρα μας τα οφείλει πλέον σε ξένους επίσημους φορείς, υπό ξένη νομοθεσία. Ταυτόχρονα η μέση διάρκεια του χρέους έχει επιμηκυνθεί σημαντικά, φτάνοντας τα 18 χρόνια το 2017, ενώ τα χρεολύσια μετά το 2018 θα είναι σχετικά μικρά – μεταξύ 5 και 10 δισ. – για δεκαετίες. Τέλος, το μέσο κόστος χρηματοδότησης του χρέους έχει πέσει αρκετά και το 2017 ήταν 2,2%.
Οι αλλαγές αυτές έγιναν για να προστατευτούν οι δανειστές από το κίνδυνο ελληνικής άρνησης πληρωμών με πιθανή διαγραφή μεγάλου μέρους του. Παράλληλα έδεσαν την Ελλάδα σε μακροχρόνια αιματηρή λιτότητα, ώστε να υπάρχουν πλεονάσματα για να γίνεται η εξυπηρέτηση απρόσκοπτα. Από εκεί πηγάζουν οι εξωπραγματικοί στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα που αναπόφευκτα φέρνουν υπερφορολόγηση, περικοπές των δημοσίων επενδύσεων και ούτω καθεξής. Το αποτέλεσμα είναι η συνεχής δυστοκία της αγοράς και η έλλειψη αναπτυξιακής δυναμικής. Τα περί «μεταρρυθμίσεων» και ξένων επενδύσεων που θα φέρουν ταχύρρυθμη ανάπτυξη είναι απλώς κενολογίες.
Ο κίνδυνος της «καθαρής εξόδου» με 190% χρέος ως προς το ΑΕΠ στις σημερινές συνθήκες των ανοιχτών αγορών φάνηκε καθαρά μετά τα τελευταία γεγονότα της Αργεντινής. Η δεξιά κυβέρνηση Μάκρι, που βρίσκεται στα πράγματα από το 2015, έχει πλήρως αντιστρέψει την πολιτική της κυβέρνησης Κίρχνερ και επανήλθε στη νεοφιλελεύθερη «ορθοδοξία». Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα το 2016-17 έγινε ο αστέρας των παγκόσμιων αγορών ακριβώς γιατί επέβαλε συντηρητικές και νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Η εύνοια των αγορών ήταν τέτοια ώστε το 2017 μπόρεσε να εκδώσει ομόλογο 100 ετών (!) με χαμηλότατο επιτόκιο. Μόνο που τα «ορθόδοξα» θαύματα κρατάνε λίγο. Καθώς τα αμερικανικά επιτόκια ανεβαίνουν και ενισχύεται το δολάριο, μέσα σε συνθήκες υπερδιόγκωσης του παγκόσμιου χρέους, το επίμονο δημοσιονομικό έλλειμμα της Αργεντινής οδήγησε σε βαθιά πτώση του πέσο και στην ουσία εκ νέου αποκοπή της χώρας από τις διεθνείς αγορές. Ο πειθήνιος και πολλά υποσχόμενος κ. Μάκρι αναγκάστηκε να καλέσει ξανά το ΔΝΤ.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει διαφορετικές συνθήκες γιατί μέσα στην Ευρωζώνη δεν υπάρχει κίνδυνος συναλλαγματικής κρίσης και θα συνεχιστεί ο αυστηρός έλεγχος της δημοσιονομικής πειθαρχίας από τους δανειστές και μετά τον Αύγουστο. Αλλά το χρέος της είναι τεράστιο και οι αναπτυξιακές προοπτικές της ανύπαρκτες. Η προηγούμενη δεκαετία έχει δείξει ότι, όταν υφίστανται πραγματικά αίτια κρίσης, οι αγορές τελικά θα την επιβάλλουν ακόμη και μέσα στην Ευρωζώνη.
Το αμέσως επόμενο διάστημα η πειθήνια μνημονιακή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα επαναδιαπραγματευθεί το χρέος με τους δανειστές. Οι οιωνοί δεν είναι καλοί, ούτε στο πολιτικό, ούτε στο οικονομικό πεδίο. Η Ελλάδα χρειάζεται ριζική αναδιάρθρωση του χρέους της, συμπεριλαμβανομένης της διαγραφής μεγάλου μέρους του. Οποιαδήποτε άλλη πολιτική θα συνεχίζει την αναπτυξιακή ασφυξία και ταυτόχρονα θα ενέχει μεγάλο κίνδυνο οικονομικής αστάθειας. Το κόστος θα το πληρώσει για μια ακόμη φορά η κοινωνία και η χώρα.