Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Ο Γιάννης Γιαννούδης δημιούργησε το 2008, μαζί με τη σύντροφό του Ντανιέλα, ένα σχολείο για παιδιά 1 έως 6 ετών, την Dorothy Snot. Οι απόψεις του για την εκπαίδευση, όπως τις παρακολουθούμε από τις σχετικές δημοσιεύσεις του στο Facebook, είναι πολύ ενδιαφέρουσες, ενώ ετοιμάζει ήδη ένα συνέδριο για το 2019, το Play on Early Education, που θα φέρει στην Ελλάδα μερικά από τα πολύ μεγάλα ονόματα του χώρου. Για όλα αυτά, επιδιώξαμε μία συζήτηση μαζί του. Είμαστε σίγουροι πως θα τη βρείτε και εσείς χρήσιμη. Είναι μεγάλο κείμενο: βρείτε χρόνο να το διαβάσετε.
- Καταρχάς, εκπαίδευση —ή τέλος πάντων σχολείο— από τόσο μικρή ηλικία; Από ενός έτους;
Και από έξι μηνών, μη σας πω! Τι κερδίζει το παιδί που έρχεται στο σχολείο σε τόσο μικρή ηλικία; Ταχύτερη συναισθηματική ενδυνάμωση, ανεξαρτησία, αυτονόμηση και αίσθηση εμπιστοσύνης στον εαυτό του. Αρκεί βέβαια το σχολείο να ξέρει να δουλέψει με αυτές τις ηλικίες και όχι να έχει τα παιδιά όλη μέρα σε ένα καρεκλάκι «για να μη χτυπήσουν» και να ακούνε ζουζούνια!
Οι Αμερικάνοι λένε κάτι ωραίο: «Αν έχεις μόνο είκοσι χιλιάδες δολάρια να επενδύσεις στην εκπαίδευση του παιδιού σου, δώσε τα για ένα πολύ καλό preschool». Διότι μέχρι τα 6-7 χρόνια το πολύ χτίζεται ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα του παιδιού. Μετά έρχεται το cognitive stage, η απόκτηση γνώσεων. Αλλά αυτή επιτυγχάνεται πάνω-κάτω παντού, με πολλούς τρόπους και χωρίς ηλικιακό όριο. Το character building, όχι. Και πόσο μάλλον σε μια εποχή σαν τη σημερινή, όπου τα παιδιά έχουν πρόσβαση σε χιλιάδες επιδραστικά ερεθίσματα για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους, από τις πρώτες κιόλας ημέρες της ζωής τους.
- Τι μπορεί να σημαίνει «ελευθερία» στην εκπαιδευτική διαδικασία;
Το ίδιο που σημαίνει και στη ζωή: μαθαίνω ότι μπορώ να ζω όπως θέλω μέσα στο σχολείο, να έχω την ευθύνη του εαυτού μου και το δικαίωμα να κάνω τις δικές μου επιλογές δεχόμενος τη φυσική συνέπεια των πράξεών μου — αρκεί οι επιλογές μου αυτές να μη δημιουργούν πρόβλημα στην ελευθερία των υπολοίπων.
Φυσικά, ελευθερία χωρίς πλαίσιο και κανόνες δεν υπάρχει. Σε ένα ελευθεριακό σχολείο, το πλαίσιο το ορίζουν βασικά δύο πράγματα: οι χρονικές δεσμεύσεις (ώρα προσέλευσης, αποχώρησης, φαγητού κλπ.) και οι κανόνες που βάζουν τα ίδια τα παιδιά, όταν καλούνται από τους παιδαγωγούς να βρουν τρόπους για να λύσουν επαναλαμβανόμενα προβλήματα.
Ας πούμε: «Τι κάνω όταν μου πάρει κάποιος το παιχνίδι;» Περιμένω να επέμβει η δασκάλα για να μαλώσει το κακό παιδί και να μου το δώσει πίσω; Όχι. Μαθαίνει, αντίθετα, η ομάδα να συζητά με αφορμή ένα τέτοιο γεγονός και κάθε παιδί ωθείται να εκφράσει ελεύθερα τα συναισθήματα που ένιωσε, να πει τη δική του αλήθεια για το περιστατικό. Καταλήγουν λοιπόν μέσα από μια τέτοια διαδικασία, όλοι μαζί, διαλογικά, στη θέσπιση ενός κανόνα: «Όποιος ανέβει πρώτος στο αυτοκινητάκι παίζει πέντε λεπτά και κατεβαίνει για να παίξει ο επόμενος». Τα παιδιά σέβονται με ευλάβεια τον κανόνα που τα ίδια θέτουν, διότι απλούστατα είναι δικό τους δημιούργημα!
Είναι πολύ ευκολότερο απ' ό,τι ακούγεται και δουλεύει πάντοτε — αρκεί να υπάρχουν παιδαγωγοί που ακούνε τα παιδιά, τα σέβονται, τα εμπιστεύονται και τους δίνουν τον χρόνο και τη δυνατότητα να πάρουν από πολύ νωρίς την ευθύνη της δικής τους ζωής, τόσο ατομικά όσο και μέσα στο σύνολο.
- Δεν αρκεί το παιχνίδι για τόσο μικρά παιδιά;
Μα μόνο το παιχνίδι αρκεί! Διότι μέσα από αυτό τα παιδιά ανακαλύπτουν τον κόσμο, βρίσκουν τα ατομικά τους όρια, πειραματίζονται και δυναμώνουν. Αλλά μια στιγμή να ορίσουμε τι είναι παιχνίδι. Λέει ο δάσκαλος π.χ. στα παιδιά: «Έχετε μισή ώρα διάλειμμα, βγείτε στην αυλή, χωριστείτε σε ομάδες και παίξτε μπάλα». Αυτό είναι παιχνίδι; Όχι. Διότι ο δάσκαλος τους δίνει μία εντολή να εκτελέσουν, όπως ακριβώς το αφεντικό στον υπάλληλό του…
Το παιχνίδι, όπως το αντιλαμβανόμαστε εμείς, έχει ένα βασικό χαρακτηριστικό: δεν κηδεμονεύεται από ενήλικες! Τα παιδιά έχουν κάθε δικαίωμα να στήσουν τους δικούς τους κόσμους και να βάλουν τους δικούς τους κανόνες. Εμείς οι ενήλικες δεν παρεμβαίνουμε διορθωτικά επειδή πιστεύουμε ότι αυτό που κάνουν είναι λάθος ή ότι δεν είναι δημιουργικό ή ότι θα μας λερώσει το χαλί!
Δυστυχώς, σε ολόκληρο τον κόσμο, η ακαδημαϊκή προσέγγιση στην εκπαίδευση βασίζεται στο ίδιο πράγμα: ότι πάντοτε κάποιος ενήλικας θα μπει στην τάξη έχοντας προαποφασίσει σε μεγάλο βαθμό τι θα κάνουν τα παιδιά, χωρίς σχεδόν ποτέ να ρωτά τα ίδια τα παιδιά — άντε το πολύ-πολύ να έχει ενημερώσει τους γονείς!
Αντίθετα, στη δική μας προσέγγιση τα παιδιά καλούνται πάντοτε να ορίσουν τα ίδια με τι θέλουν ασχοληθούν. Ουσιαστικά, τους επιτρέπουμε να φέρουν τις δικές τους εμπειρίες μέσα στην τάξη, να μιλήσουν για αυτές και να βάλουν τα δικά τους ερωτήματα. Και πάντοτε τα ερωτήματα αυτά οδηγούν την ομάδα στο να αποφασίσει να ερευνήσει κάτι — για μια ώρα, μια μέρα ή έναν μήνα, δεν μας ενδιαφέρει καθόλου! Μας ενδιαφέρει μόνο τα παιδιά να είναι σε κατάσταση ενθουσιασμού για κάτι δικό τους, για κάτι που τα αφορά.
Όταν λοιπόν δίνεις σε πολύ μικρά παιδιά αυτή τη δυνατότητα, συμβαίνει πάντοτε το ίδιο μαγικό πράγμα: επιλέγουν να παίξουν σε συνθήκες πραγματικής ζωής! Διότι αυτή θέλουν να ανακαλύψουν, ό,τι δηλαδή βλέπουν να συμβαίνει δίπλα τους. Θα χτίσουν π.χ. στο σχολείο τα πρώτα σπίτια με τουβλάκια και μετά, αν εξακολουθεί να τα ενδιαφέρει το θέμα, θα θελήσουν να χτίσουν και ένα πραγματικό σπίτι με τσιμέντο και τούβλα. Ε, τότε λοιπόν θα φέρουμε στην τάξη έναν μάστορα να τους εξηγήσει πώς γίνεται αυτό, θα τους δώσουμε τσιμέντο, άμμο και τούβλα και θα αρχίσουν να παίζουν, χτίζοντας, σε συνθήκες πραγματικής ζωής!
- Τι παιδευτικό ρόλο παίζει η πειθαρχία στα παιδιά προσχολικής ηλικίας; Ή δεν παίζει κανέναν;
Η αυτοπειθαρχία και η θέσπιση κανόνων που προέρχεται μέσα από τη λειτουργία της ομάδας, όπως περιέγραψα παραπάνω, παίζει τεράστιο ρόλο. Διότι πρόκειται επί της ουσίας για μία πολιτική πράξη: μαθαίνει στο παιδί πώς να λειτουργεί ως πολίτης, με αίσθηση ευθύνης για το φυσικό αποτέλεσμα που επιφέρουν οι πράξεις του.
Φοβάμαι όμως πως τα τελευταία χρόνια έχουμε οι ενήλικες μπλέξει στο μυαλό μας έννοιες όπως πειθαρχία, τιμωρία, οριοθέτηση, ενσυναίσθηση. Είναι διαφορετικά πράγματα όλα αυτά. Κανένα παιδί δεν έχει λόγο να «πειθαρχήσει» σε μια εντολή που δεν το αφορά. Πες του π.χ., «Τώρα αμέσως ανέβα στην καρέκλα». Γιατί να το κάνει; Θα το κάνει μόνο αν φοβάται τις συνέπειες. Αν όμως το θέλει το ίδιο το παιδί, τότε θα ανέβει στην καρέκλα και θα το κάνει με χαρά!
Άρα λοιπόν, η προσπάθειά μας δεν πρέπει να είναι να επιβάλουμε την πειθαρχία που εμείς έχουμε στο μυαλό μας, διότι αυτό μόνο με τον φόβο της τιμωρίας μπορεί να επιτευχθεί. Η προσπάθειά μας πρέπει να είναι, όπως περιέγραψα παραπάνω, να εμφυσήσουμε στα παιδιά την έννοια της ατομικής ευθύνης και της ενεργητικής συμμετοχής στον καθορισμό του πλαισίου που ορίζει τη ζωή τους. Και αυτό γίνεται μέσα από τον σεβασμό στις επιθυμίες τους, την εμπιστοσύνη στις δυνατότητές τους και τη μετάθεση στα ίδια τα παιδιά της ευθύνης για τη δική τους ζωή. Από πολύ νωρίς.
- Μπορεί —και πρέπει— να εκπαιδευτεί ένας γονιός για το πώς θα εκπαιδεύει ο ίδιος τα παιδιά του;
Και μπορεί και πρέπει. Διότι το σχολείο δεν είναι ο πρωταρχικός φορέας δημιουργίας αξιών και πολιτισμού: η οικογένεια είναι. Το σχολείο ιδανικά πρέπει να «κουμπώνει» με την οικογένεια, για αυτό και η επιλογή του χρειάζεται προσοχή. Δεν είναι όλα τα σχολεία το ίδιο καλά ή κακά, για όλους.
Είτε μας αρέσει είτε όχι, τα παιδιά παίρνουν τα βασικά τους πρότυπα από εμάς τους γονείς. Και αυτό γίνεται παρακολουθώντας τις πράξεις μας και τη ζωή μας, όχι τα λόγια μας. Εγώ π.χ. μπορεί να λέω όλη την ημέρα στην κόρη μου να διαβάσει ένα βιβλίο, αν όμως εγώ δεν διαβάζω ποτέ και βλέπω μόνο τηλεόραση, τι παράδειγμα της δίνω;
Άρα λοιπόν, η δική μας στάση ζωής είναι πάρα πολύ σημαντική. Το πρόβλημα βέβαια στη σημερινή εποχή είναι η έλλειψη χρόνου και όλες οι πρακτικές δυσκολίες της καθημερινότητας. Εγώ πάντοτε λέω ότι, αν θέλουμε κάποτε να φτιάξουμε το ιδανικό πρώτο σχολείο για ένα παιδί, θα πρέπει για έξι μήνες να έρχονται και οι νέοι γονείς καθημερινά και να κάνουν και αυτοί «μάθημα», σε μια διπλανή τάξη.
Επειδή όμως κάτι τέτοιο είναι πρακτικά ανέφικτο, θα πρέπει οι γονείς να επιλέγουν, όπως είπα και πριν, ένα καλό σχολείο που ταιριάζει όσο γίνεται περισσότερο στον τρόπο ζωής και λειτουργίας της οικογένειας. Και το οποίο φυσικά θα τους προτρέπει να μπλέκονται με πολλούς τρόπους στην εκπαιδευτική διαδικασία. Έτσι, θα μπορέσουν να αποκτήσουν σταδιακά μια ολοκληρωμένη εικόνα για το παιδί τους, και εκτός οικογενειακού ιστού, και θα μάθουν να κατανοούν πολλές από τις συμπεριφορές του όσο θα μεγαλώνει.
Γενικά, η συμβουλή μου είναι η εξής: όσο περισσότερο ένας γονέας μπορεί να συμμετέχει συνειδητά στην εκπαιδευτική διαδικασία που έχει επιλέξει για το παιδί του, τόσο καλύτερο θα είναι το αποτέλεσμα για όλους. Αν πάλι δεν θέλει ή δεν μπορεί, τότε θα πρότεινα να είναι όσο λιγότερο παρεμβατικός γίνεται. Τα παιδιά δεν χρειάζονται γονείς που συνεχώς διορθώνουν, νουθετούν, μαλώνουν, ελέγχουν. Χρειάζονται γονείς που ακούνε, που στηρίζουν και που επιτρέπουν στο παιδί να εξελιχθεί με τον δικό του ρυθμό και τρόπο.
- Είναι η προσχολική εκπαίδευση επιπέδου απαγορευτική για τη μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων γονέων;
Είναι, διότι στην Ελλάδα έχουμε συνολικά μάλλον χαμηλό επίπεδο προσχολικής αγωγής. Κυριαρχεί σε μεγάλο βαθμό η άποψη «έλα μωρέ, παιδάκια είναι». Δεν είναι λοιπόν ότι δεν υπάρχουν καλά σχολεία για πολύ μικρά παιδιά, είναι ότι τα σχολεία αυτά είναι πολύ λίγα αναλογικά με τον πληθυσμό. Και βέβαια, από την άλλη πλευρά, ένα κορυφαίο σχολείο δεν γίνεται να είναι φτηνό.
Μεγάλο ρόλο βέβαια στην κακή αυτή εικόνα παίζει και η τραγελαφική νομοθεσία που διέπει την προσχολική αγωγή. Σκεφτείτε π.χ. ότι οι «παιδικοί σταθμοί» (τραγική λέξη!) που ιδρύθηκαν πριν το 1997 έχουν αδειοδοτηθεί με σκανδαλωδώς ευνοϊκούς όρους σε σχέση με αυτούς που (σωστά!) εφαρμόζονται σήμερα. Αν λοιπόν τα προ του 1997 σχολεία, που είναι πάρα-πάρα πολλά, υποχρεούντο να εναρμονισθούν με τη σημερινή νομοθεσία, το 50-60% από αυτά μάλλον θα έκλεινε διότι οι υποδομές τους τους είναι ακατάλληλες. Και όσα επιβίωναν φυσικά θα υποχρεούντο να βελτιωθούν δραματικά, σε όλους τους τομείς. Κανείς όμως δεν τα υποχρεώνει για κάτι τέτοιο! Αντίθετα, το πιο πρόσφατο σχετικό ΦΕΚ (του 2017) αναφέρει ότι τα παλιά σχολεία πρέπει να εναρμονισθούν με τη σύγχρονη νομοθεσία, μόνο αν το ζητήσουν τα ίδια!
Είναι λοιπόν και ζήτημα γονέων η βελτίωση όλου του κλάδου. Να σταματήσουν δηλαδή να αρκούνται στο μέτριο και στο κακό, να ενημερώνονται για την εξέλιξη της παιδαγωγικής και να απαιτούν από τα σχολεία καλύτερες υπηρεσίες για τα παιδιά τους, όχι μόνο φτηνότερες τιμές. Φευ...
- Υπάρχουν, ή θα έπρεπε να υπάρχουν αντίστοιχα δημοτικά σχολεία για παιδιά που παρακολούθησαν ένα σχολείο σαν το Dorothy Snot;
Το βέβαιο είναι ότι υπάρχουν πολλά καλά ιδιωτικά σχολεία πρωτοβάθμιας και μέσης εκπαίδευσης στην χώρα μας. Και επίσης υπάρχουν και πολλοί δάσκαλοι με όρεξη στο δημόσιο, που προσπαθούν για το καλύτερο.
Δεν υπάρχουν όμως όσα ελευθεριακά δημοτικά σχολεία πιστεύουμε εμείς ότι θα έπρεπε, αυτό είναι αλήθεια. Το αποδίδω σε δύο λόγους: κατ' αρχήν, στον γενικό φόβο ότι σε ένα τέτοιο σχολείο τα παιδιά «δεν μαθαίνουν γράμματα»! Προφανώς και δεν ισχύει κάτι τέτοιο, αν όμως ένας γονέας θέλει το παιδί του στην ηλικία των 12 ετών να κερδίζει μαθηματικές ολυμπιάδες, είναι προφανές ότι θα πρέπει να επιλέξει ένα σχολείο που δίνει έμφαση στα ακαδημαϊκά προσόντα και στη συσσώρευση γνώσεων.
Ο δεύτερος λόγος είναι φυσικά η πέρα από κάθε μέτρο εμπλοκή του κράτους στην εκπαιδευτική διαδικασία. Προσωπικά, βρίσκω απολύτως παρανοϊκό να έρχεται το κράτος και να ορίζει με ακρίβεια το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που θα πρέπει να ακολουθήσει υποχρεωτικά η κάθε τάξη του δημοτικού, χωρίς να το νοιάζει εάν το σχολείο π.χ. βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας, στη Ροδόπη ή στην Κάλυμνο. Είναι σαν να βγει αύριο ο υπουργός Οικονομικών και να πει: «Σήμερα όλοι θα αγοράσετε 250 γραμμάρια κανναβούρι για το κατοικίδιό σας, είναι νόμος». Μα αν εγώ δεν έχω καναρίνι και έχω σκύλο, με ποια λογική θα του δώσω να φάει κανναβούρι; Αυτό ακριβώς όμως κάνει το υπουργείο με το υποχρεωτικό πρόγραμμα εκπαίδευσης που παράγει κεντρικά. «Όλοι κανναβούρι θα φάτε», μας λέει.
Όταν λοιπόν υπάρχει μία τόσο εκτεταμένη παρέμβαση της κεντρικής εξουσίας στην εκπαιδευτική διαδικασία, σίγουρα γίνεται αρκετά πιο δύσκολο για ένα σχολείο πρωτοβάθμιας ή μέσης εκπαίδευσης να υιοθετήσει ένα πιο εναλλακτικό ελευθεριακό μοντέλο, αν βέβαια θέλει να κάνει κάτι τέτοιο.
- Ποια είναι η γνώμη σας γενικώς για το ισχύον εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα, τόσο στο δημοτικό όσο και στο γυμνάσιο και το λύκειο;
Αυτή που είπα μόλις πιο πάνω: ότι είναι εξόχως προβληματική η εκτεταμένη παρέμβαση της κεντρικής εξουσίας στην εκπαιδευτική διαδικασία. Και έχουμε καταφέρει επίσης η κεντρική αυτή παρέμβαση να αφαιρεί κάθε ίχνος χαράς και ενθουσιασμού από τη μάθηση.
Το δημοτικό και το γυμνάσιο, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να είναι η περίοδος που τα παιδιά μαθαίνουν να αγαπάνε τη διαδικασία κατάκτησης της γνώσης, μέσα από την εξερεύνηση της πραγματικότητας και τη συμμετοχή σε δραστηριότητες της αληθινής ζωής. Θα έπρεπε δηλαδή να τους δίνουμε τη δυνατότητα να έρχονται σε βιωματική επαφή με όλα τα όμορφα πράγματα του κόσμου και να αρχίσουν να συλλέγουν πολλές διαφορετικές εμπειρίες και παραστάσεις. Ώστε, να πάνε μετά στο πανεπιστήμιο έχοντας αποκτήσει μια ευρεία αντίληψη για τη ζωή, να έχουν σε μεγάλο βαθμό κατασταλάξει στο τι τα ενδιαφέρει περισσότερο και να είναι έτοιμα να ορμήξουν επάνω σε αυτό το αντικείμενο και να το ξεψαχνίσουν με ενθουσιασμό.
Στην Ελλάδα όμως κάνουμε ακριβώς το αντίθετο: αφαιρούμε κάθε χαρά από τα μαθητικά χρόνια, μετατρέποντάς τα σε μια καθαρά βαθμοθηρική και ανταγωνιστική περίοδο που αποδεδειγμένα εξοντώνει τα παιδιά και τα κάνει να μισούν τη διαδικασία της μάθησης. Παράγουμε χιλιάδες «ανάπηρους» δεκαοκτάρηδες, οι οποίοι μπορεί μεν να γνωρίζουν ολοκληρώματα και μαθηματικούς τόπους — αλλά, αν τους πεις, «Πήγαινε, παιδί μου, να αγοράσεις δυο κιλά σαρδέλες», δεν γνωρίζουν ούτε πού είναι η ψαραγορά, όχι πώς να επιλέξουν φρέσκο ψάρι...
Αυτοί όμως οι ήδη «ανάπηροι» δεκαοκτάρηδες επιτυγχάνουν τον «στόχο ζωής»: να περάσουν απλώς στο πανεπιστήμιο, πολύ συχνά φορές μάλιστα όπου τύχει. Και, μόλις το κάνουν, δικαιωματικά λένε: «Τώρα, αφήστε με να αράξω». Κι όταν κάποτε πάρουν το πτυχίο τους, μετά από 5-6 χρόνια, διαπιστώνει η κοινωνία με απογοήτευση ότι είναι πλέον πολύ πίσω από συνομήλικούς τους σε άλλα μέρη του κόσμου, που πήγαν στο πανεπιστήμιο για να κατακτήσουν τη σύγχρονη γνώση και όχι για να «αράξουν» ανάμεσα σε κομματικές νεολαίες, καθηγητές-κομματόσκυλα, φραπέδες, τσίπουρα και καταλήψεις και να περνάνε τα μαθήματα με 5, δίκην αγγαρείας.
Και είναι τόσο εύκολο να φτιάξει όλο αυτό: ας αποφασίσει επιτέλους το κράτος να αξιολογήσει τους εκπαιδευτικούς με στόχο να βρει ανάμεσά τους μια-δυο χιλιάδες νέα παιδιά με όρεξη, όραμα και γνώσεις. Αυτούς λοιπόν να κάνει διευθυντές στα δημόσια σχολεία, παραμερίζοντας ιεραρχίες και συνδικαλισμούς. Και να δώσει τη δυνατότητα, σε κάθε έναν από αυτούς, να φτιάξει το σχολείο των ονείρων του χρησιμοποιώντας resources και από την ευρύτερη σχολική κοινότητα (γονείς, γειτονιά) αλλά και από την ελεύθερη ιδιωτική αγορά (χορηγίες, σύνδεση σχολείου με την παραγωγή). Το έκανε ο Πατσιάς στον Φουρφουρά, το έκανε ο Σιούτας στη Νέα Σμύρνη, το έχουν κάνει και πολλοί άλλοι δάσκαλοι-διευθυντές που δεν γνωρίζουμε με το όνομά τους. Είναι εφικτό, αλλά προφανώς ο πολιτικός κόσμος δεν το θέλει...
- Μάλιστα… Πείτε μας τώρα, αν θέλετε, δυο λόγια για το συνέδριο που ετοιμάζετε.
Είναι κατ' αρχήν μια σύναξη στην Ελλάδα πάρα πολύ σπουδαίων ανθρώπων της εποχής μας, που μοιράζονται μια κοινή πεποίθηση: πως το ακηδεμόνευτο παιχνίδι και η έλλειψη κατευθυντήριων παρεμβάσεων από τους ενήλικες είναι οι δύο απαραίτητες συνθήκες για να αναπτύξει ένα παιδί αυτοπεποίθηση, ανεξαρτησία, αγάπη για την μάθηση και τη ζωή. Και είναι βέβαιο ότι η σύναξη όλων αυτών των σημαντικών ανθρώπων στην Ελλάδα θα προσελκύσει και πολλές δεκάδες ακόμη συμμετέχοντες και ομιλητές από την Ελλάδα και —προπαντός— από το εξωτερικό.
Δεν υπήρχε κανείς πρακτικός λόγος να οργανώσουμε κάτι τέτοιο, που ακόμη και 100% να επιτύχει θα μας αφήσει με μικρή οικονομική ζημιά. Τα κίνητρα είναι εντελώς εγωιστικά και αλαζονικά: θέλουμε να είμαστε το καλύτερο σχολείο του είδους μας στον κόσμο και για να το καταφέρουμε, θα πρέπει να «προπονούμαστε» με τους καλύτερους! Είναι σαν να λέμε ότι θα διοργανώσει η ομάδα σας, ο Άρης, διεθνές τουρνουά με Ρεάλ, Γιουβέντους και Μπαρτσελόνα για να αποκτήσουν εμπειρία και παραστάσεις οι ποδοσφαιριστές σας… Είναι ταυτόχρονα όμως όλο αυτό και μια εξαιρετική ευκαιρία, για όποιον ομοϊδεάτη μας ενδιαφέρεται, να δει και να ακούσει από κοντά κάποιους από τους σύγχρονους γκουρού στον χώρο του παιχνιδιού και της ελευθεριακής εκπαίδευσης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που κάνουμε κάτι παρόμοιο. Έχουμε καταφέρει ως σχολείο να έχουμε ένα εξαιρετικό όνομα διεθνώς, στον πολύ εξειδικευμένο χώρο του play-based early education, και το γεγονός ότι δέχτηκαν εύκολα όλοι αυτοί οι πολυάσχολοι άνθρωποι να έρθουν στην Ελλάδα τον επόμενο Απρίλιο, το αποδεικνύει!
- Είναι τελικώς όλα «θέμα παιδείας»;
Φυσικά! Αλλά τι είναι Παιδεία; Αν καθίσουμε τρεις άνθρωποι να συζητήσουμε για αυτό θα καταλήξουμε με πέντε διαφορετικούς ορισμούς…
Εγώ λέω ότι Παιδεία είναι η προσέγγισή μας απέναντι στη Ζωή. Και αυτή η προσέγγιση ορίζεται από τις αξίες του κάθε ατόμου, το σύνολο των οποίων διαμορφώνει στο τέλος και τις αξίες της κοινωνίας.
Πριν πενήντα-εξήντα χρόνια στην Ελλάδα, π.χ., ουδείς διανοείτο ότι μπορεί να βελτιώσει τη ζωή του χωρίς κόπο. Όλοι ήξεραν ότι χρειάζεται μόχθος και δουλειά για να μπορέσει μια οικογένεια να ζήσει λίγο καλύτερα, να σπουδάσει τα παιδιά της, να φτιάξει ένα σπίτι κλπ. Άρα, για το κάθε άτομο ξεχωριστά, η δουλειά και η προσπάθεια ήταν βασικά στοιχεία δημιουργίας, ευημερίας και προόδου.
Μετά ήρθε η μεταπολίτευση και η δεκαετία του '80 που άλλαξαν το παραπάνω δόγμα και το έκαναν, «Άσε τη σκληρή δουλειά, ψήφισε απλώς το σωστό κόμμα και μη σε νοιάζει, το κόμμα (δηλαδή το κράτος) θα σε τακτοποιήσει». Φτάσαμε λοιπόν στον 21ο αιώνα, όπου βασική αξία της ελληνικής κοινωνίας ήταν ο διορισμός, το οικονομικό βόλεμα. Χωρίς να νοιάζεται η πλειοψηφία για έννοιες όπως αξιοκρατία, ικανότητα, γνώση, προσπάθεια. Με τα γνωστά αποτελέσματα.
Αν πάρουμε λοιπόν ως παράδειγμα 10-20 σπουδαίους ανθρώπους, που όλοι θεωρούμε κατά τεκμήριο ότι είχαν «Παιδεία», και προσπαθήσουμε να αναλύσουμε την προσωπικότητά τους, είμαι απολύτως βέβαιος πως θα διαπιστώσουμε ότι είχαν σε μεγάλο βαθμό κάποια κοινά χαρακτηριστικά: αγάπη για ελευθερία, ανοιχτό μυαλό και αυτιά, εξωστρέφεια, αγάπη για το ωραίο, απλότητα, ταπεινότητα, καλωσόριζαν το καινούργιο και το διαφορετικό, δεν φοβόνταν να ρισκάρουν, δεν είχαν τη μύτη ψηλά — και πολλά άλλα παρόμοια. Ε, αυτά τα αξιακά χαρακτηριστικά συνέθεταν και την υψηλή Παιδεία τους.
Και νομίζω πως οι αξίες αυτές δεν διδάσκονται με λόγια: βιώνονται. Και βιώνονται μόνο μέσα από θετικά παραδείγματα και σπουδαίες ιστορίες ανθρώπων που ζουν γύρω μας και επηρεάζουν τη ζωή μας. Στην οικογένεια, στο σχολείο, στην πόλη. Αυτά λείπουν σήμερα...
- Σας ευχαριστώ πολύ.
Εγώ σας ευχαριστώ!