Η μόνη ερώτηση που δεν έγινε στον πρωθυπουργό προχτές στην κατ ευφημισμό συνέντευξη τύπου στη Θεσσαλονίκη, ήταν: «πώς αισθάνεστε σαν ο νεότερος, ωραιότερος και πιο πετυχημένος πρωθυπουργός όλων των εποχών;» Μια ερώτηση, στην οποία ο κ Τσίπρας δεν θα δυσκολευόταν να απαντήσει ότι αυτή είναι και η διαφορά του με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη ΝΔ.
Η δημοσιογραφία έχει μια βασική δουλειά να κάνει. Να αποκαλύπτει την πραγματικότητα, που είναι σκεπασμένη από σκοτάδι και ερωτηματικά. Και να πληροφορεί για τα τρέχοντα γεγονότα. Έτσι, είναι εκ των πραγμάτων εχθρός με κάθε τι και κάθε έναν που σκεπάζει την πραγματικότητα και τα γεγονότα. Η δημοσιογραφία είναι λοιπόν ένα σφυρί και ένα σκαπτικό. Δεν είναι μια γλώσσα που γλείφει.
Η συνέντευξη του πρωθυπουργού προχτές ήταν μια ακραία επίδειξη αντιδημοσιογραφικής, καθεστωτικής, εμετικής, δουλικής δημοσιογραφίας. Δεν είναι η πρώτη και δεν είναι και η τελευταία τέτοια. Η δουλικότητα και ο εκμαυλισμός της συνείδησης των δημοσιογράφων είναι παλιά ιστορία. Με μια διαφορά. Το πλήθος των δημοσιογράφων που ήταν πραγματικά δημοσιογράφοι σε σχέση με όσους ήταν λιβανιστές.
Η Ελλάδα, παραδοσιακά, δεν έχει να εμφανίσει πολλά δείγματα ανεξάρτητης, ακομμάτιστης, αμερόληπτης δημοσιογραφίας, ταγμένης στην υπηρεσία του πολίτη για να ξεστραβωθεί. Επειδή η δουλειά της δημοσιογραφίας είναι αυτή ακριβώς. Να ρίχνει φως στο σκοτάδι.
Αλλά, και ο διεθνής Τύπος στην πλειονότητά του υπηρετεί αυτούς ακριβώς που έχουν να κρύψουν περισσότερα από όσα έχουν να φανερώσουν: Κυβερνήσεις, κόμματα, επιχειρήσεις, ποικίλα συμφέροντα.
Παρ όλα αυτά, περισσότεροι δημοσιογράφοι και Μέσα σέβονται με προσήλωση και συχνά με αυτοθυσία τη δουλειά τους από όσοι στην Ελλάδα. Είναι κι αυτό ένα κλαρί στο δέντρο του ραγιαδισμού που κυριαρχεί στη χώρα.
Η μάχη μεταξύ κυβερνήσεων με τον αντιπολιτευόμενό τους Τύπο είναι τόσο παλιά όσο και το κράτος. Και η υπεράσπιση των κυβερνήσεων από τον ομοϊδεατικό τους Τύπο εξ ίσου παλιά. Άλλοτε γιατί οι ιδεολογίες Τύπου και κυβέρνησης ταυτίζονταν ή συγκρούονταν και άλλοτε γιατί ταυτίζονταν ή συγκρούονταν οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα μεταξύ κυβερνήσεων και Τύπου. Συνήθως, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 οι τοποθετήσεις ήταν ιδεολογικές στην Ελλάδα. Τα οικονομικά ανταλλάγματα έπονταν ως ελάχιστες ανταμοιβές. Δεν προηγούνταν.
Έκανα αυτή τη μικρή εισαγωγή (θα μπορούσα να γράψω τόμους) για να φτάσω στην προχτεσινή «συνέντευξη» του πρωθυπουργού στα ελληνικά Μέσα. Και την έκανα για να πω ότι δεν είναι η πρώτη φορά που πρωθυπουργός σκεπάζεται με ένα σεντόνι σάλιων από εκπροσώπους του Τύπου. Ο «εθνάρχης» Κ Καραμανλής, ο Ανδρέας και ο Σημίτης είχαν αυτή τη μεταχείριση.
Ο πρώτος γιατί δεν τολμούσε κανείς να τον θυμώσει (!), ο δεύτερος γιατί ο φανατισμός στο πρόσωπό του ήταν νωπός, ο τρίτος γιατί το σύστημά του είχε μπουκώσει με εκατομμύρια πολλούς από τους δημοσιογράφους της εποχής. Οι οποίοι φιγουράριζαν στα pay rolls υπουργείων, τραπεζών, επιχειρήσεων.
Έτσι, λοιπόν, το γλείψιμο και οι δουλικές, στημένες, ερωτήσεις της προχτεσινής «συνέντευξης» δεν ήταν πρωτόγνωρα πράγματα. Εκείνο που ήταν πρωτόγνωρο ήταν τρία πράγματα:
1. Με δεδομένη την αντιλαϊκή οικονομική πολιτική της κυβέρνησης και την υπογραφή εκ μέρους της ενός πρωτοφανούς ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας, παράλληλα με την υποστήριξή της στην πιο καθεστωτική ευρωπαϊκή και πιο δεξιά αμερικανική εξουσία, ενώ δηλώνει ότι ανήκει στον ακριβώς αντίθετο πόλο, και την διαρκή αντίθεση μεταξύ λόγων και έργων, η στάση της πλειονότητας των δημοσιογράφων είναι από υποταγμένη μέχρι αντιεπαγγελματικά ερασιτεχνική.
2. Η απαίτηση της κυβέρνησης να μάθει από πριν ποιες ρωτήσεις θα έκαναν οι δημοσιογράφοι, ώστε να πάει διαβασμένος ο κ Τσίπρας, πράγμα που έκανε συμβουλευόμενος τις έτοιμες απαντήσεις του υπουργείου Προπαγάνδας και
3. Ο αποκλεισμός από τις ερωτήσεις κάποιων Μέσων που δεν είναι …αρεστά στο καθεστώς (το Βήμα πχ)! Αυτά τα δύο από τα τρία γεγονότα έχουν επαναληφθεί μόνο σε μια περίοδο της νεότερης ιστορίας: Επί χούντας.
Και εδώ έχουμε δύο οξύμωρα ταυτόχρονα. Οι δημοσιογράφοι, που από τη φύση της δουλειάς τους πρέπει να είναι πιεστικοί ώστε να εκμαιεύσουν την πραγματικότητα από την κυβέρνηση για να φωτίσουν τους πολίτες, εμφανίζονται στην πλειονότητά τους από αδιάφοροι, αδιάβαστοι έως και υπηρέτες του κυβερνητικού σκοταδισμού (δουλειά όλων των κυβερνήσεων είναι να κρύβουν την αλήθεια από τους πολίτες).
Από την άλλη, μια κυβέρνηση, που λέει ότι είναι αριστερή, αποκλείει από την ενημέρωση χιλιάδες πολίτες επειδή η φωνή τους δεν της είναι αρεστή! Και αποκλείει πολίτες, γιατί ο Τύπος, τα Μέσα, δεν εκπροσωπούν παρά τους αναγνώστες τους, τους ακροατές τους και τους θεατές τους. Είναι η φωνή τους και τα αυτιά τους. Είναι η έκφραση της γνώμης τους. Αν η γνώμη των αναγνωστών συγκρουστεί με τη γνώμη του Μέσου που ακολουθούν, το Μέσο κατρακυλάει φλερτάροντας με τη χρεωκοπία. Και σώζεται μόνο από κρατικές επιδοτήσεις σε τριτοκοσμικές χώρες σαν την Ελλάδα, όπου οι πολίτες δεν δίνουν δεκάρα για το πού πηγαίνουν τα λεφτά που τους κλέβει το κράτος. Άπειρα τα παραδείγματα.
Οι δημοσιογράφοι που έγλειφαν τον κ Τσίπρα με τις αβανταδόρικες ερωτήσεις προφανώς δεν έχουν συνείδηση ή δεν τους ενδιαφέρει ότι είναι συνυπεύθυνοι σε εγκλήματα σαν το Μάτι, τη Μάνδρα, τη Μόρια, τα χιλιάδες παιδιά που δεν θα πάνε σε παιδικούς σταθμούς, τα ανύπαρκτα συσσίτια στα σχολεία, τις ληστείες και τους φόνους των ηλικιωμένων στις γειτονιές, τη ληστεία των φόρων εξ αιτίας της ανεξέλεγκτης φοροδιαφυγής εκατοντάδων χιλιάδων επαγγελματιών, τους νεκρούς από τις αυτοκτονίες και τις κακουχίες όσων δεν μπορούν να αντέξουν τη λιτότητα και το στραγγαλισμό των οικονομικών μέτρων, τον εκβαρβαρισμό των νέων γενεών στα σχολεία της απαιδεψιάς, την εξάπλωση της αγραμματοσύνης και της αμορφωσιάς, που σημαίνει φτωχότερα συναισθήματα και φτωχότερα διανοήματα.
Για όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, που ξέρουν μόνο να γλείφουν και να υπηρετούν κυβερνήσεις χωρίς να ασκούν κριτική και χωρίς να ερευνούν για να βγάλουν στο φώς τη σαπίλα και τα στρεβλά της εξουσίας, έχουν πρωταγωνιστική ευθύνη. Επειδή αυτοί είναι οι μόνοι από τους οποίους ο λαός, οι πολίτες, πληροφορούνται. Οι μόνοι από τους οποίους ο λαός παίρνει το μήνυμα για κάθε τι που γίνεται. Γιατί ο λαός είναι πολύ επιφυλακτικός στην κυβερνητική πληροφόρηση. Περιμένοντας από τον Τύπο να επιβεβαιώσει, να διαψεύσει, να δείξει, να φανερώσει, να κρίνει, να πλουτίσει την κριτική σκέψη.
Οι πολίτες που είναι υποστηρικτές κομμάτων αρέσκονται να διαβάζουν και να ακούν ό,τι χαϊδεύει τα κόμματα της αρεσκείας τους. Αλλά, θα ήταν ακόμα πιο κριτικοί και χρήσιμοι πολίτες και λιγότερο χάπατα αν μάθαιναν τα πάντα γύρω και από τα δικά τους μετερίζια, αντί να είναι απλώς άβουλα και άκριτα πρόβατα, εύκολα θύματα του κάθε πολιτικάντη που τους κλέβει, τους κοροϊδεύει, τους φτύνει, τους περιφρονεί και τους βλέπει μόνο σαν ψήφους για τη δική του ανέλιξη στην εξουσία.
Η εικόνα του κυβερνητικού εκφασισμού και της δημοσιογραφικής αφασίας έως αηδίας στη «συνέντευξη» του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη, με λίγες εξαιρέσεις, είναι η εικόνα μιας Ελλάδας βάρβαρης, τριτοκοσμικής, αμόρφωτης, ραγιαδικής, χωρίς παρών και χωρίς μέλλον.
Η κυβέρνηση, όπως κάθε κυβέρνηση, έχει ευθύνη γι αυτό το ανήθικο ήθος. Αλλά οι δημοσιογράφοι που είναι κομματόσκυλα ή διαλεγμένα κατευθυνόμενοι αντί να είναι δημοσιογράφοι έχουν μεγαλύτερη ευθύνη. Δεν περιμένεις από τον κλέφτη να ρίχνει φως και να φωτίζει τον κόσμο. Από τον φύλακα περιμένεις. Που δυστυχώς, πολύ συχνά είναι τσιλιαδόρος του κλέφτη.
Γ. Παπαδόπουλος- Τετράδης